Δύο αδέρφια, μία μητέρα, ένα ζαχαροπλαστείο κι ένα παρελθόν. Ο Λευτέρης αφήνει τη δουλειά του σε γνωστό κατάστημα κι επιστρέφει στο μαγαζί των γονιών του όπου συγκρούεται καθημερινά με τον αδελφό του Μάρκο για τον τρόπο προετοιμασίας και ψησίματος των γλυκών. Ποια όμως είναι η βαθύτερη αιτία γι' αυτό; Τι έχει συμβεί με τον πατέρα τους και γιατί ο θάνατός του μπαίνει διαρκώς ανάμεσά τους; Ποιος είναι αυτός που κλείνει την είσοδο του καταστήματος με το αμάξι του και τραμπουκίζει τους πελάτες τους; Πόσο δύσκολο είναι να αλλάξουμε τις ζωές μας, παρασυρμένοι από την ευκολία της ρουτίνας ή από το αβάσταχτο βάρος ενός παρελθόντος;
Ο Μιχάλης Μαλανδράκης έγραψε ένα δυνατό θεατρικό κείμενο για τις ανθρώπινες σχέσεις τις οποίες αποδομεί σταδιακά κατά τη διάρκεια της παράστασης. Μας συστήνει δύο αδέλφια που καβγαδίζουν διαρκώς και μια μητέρα που προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες. Ο Λευτέρης βλέπει μπροστά, δεν δεσμεύεται από το παρελθόν, θέλει να πειράζει τις γνωστές συνταγές που τόσο έχουν αγαπήσει οι πελάτες, καταλαβαίνει πως οι καιροί και οι εποχές αλλάζουν. Αντίθετα, ο Μάρκος παραμένει προσκολλημένος σε αυτά που έμαθε και κρατούν τους πελάτες τακτικούς κοντά σαράντα χρόνια τώρα. Ο αδερφός του του χαλάει αυτήν τη συνήθεια αλλά δεν είναι απλός εγωισμός αυτό που φέρνει τις απανωτές συγκρούσεις ανάμεσά τους. Ξέρει πολύ καλά τι συνέβη με τους γονείς τους όσο έλειπε ο Λευτέρης, γι' αυτό υποστηρίζει τη μητέρα του, θα έρθει όμως η στιγμή που θα ξεσπάσει και θα τα πει όλα στον αδερφό του, με ανυπολόγιστες συνέπειες. Ο Λευτέρης, μόνο τότε θα καταλάβει γιατί πίνει ο αδερφός του όταν μένει μόνος στο μαγαζί μετά το κλείσιμο, γιατί αρχίζει να μεταμορφώνεται στον πατέρα τους, κάτι απευκταίο και για τους δύο, θα βρει όμως τη δύναμη και τον σωστό τρόπο να τον γλυτώσει από όλα αυτά; Η μητέρα των παιδιών είναι δεσποτική, συγκεντρωτική, τυπική, αυστηρή, όλα αυτά όμως τα χειρίζεται ο φόβος της για όσα συνέβησαν και οι τύψεις για την κατάληξη.
Τρεις άνθρωποι με μικροσυγκρούσεις, που κάποια στιγμή θα κορυφωθούν φέρνοντας στο φως ανεπιθύμητα μυστικά και οι σχέσεις μεταξύ τους, αυτή είναι η κεντρική ιδέα του έργου.
Η χημεία ανάμεσα στους ηθοποιούς της παράστασης είναι πολύ καλή. Έχουν βρει τα σημεία επαφής τους, έχουν ταιριάξει και δέσει σωστά, κανένας τους δεν ξεπερνάει τον άλλον κι όλοι παίζουν καλά και με μέτρο, χωρίς ακρότητες ή υπερβολές. Ο Δημήτρης Σέρφας και ο Νίκος Μπουκουβάλας στέκονται επάξια δίπλα στη σημαντική Γιασεμί Κηλαηδόνη και δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό με μια ποικιλία εκφράσεων, στάσεων, χροιών. Γρήγοροι αλλά όχι βιαστικοί, με γλώσσα σύγχρονη που αναδεικνύεται από την καθαρή άρθρωση, με έπεισαν ότι υποδύονται δύο νέους ανθρώπους του σήμερα, δύο άκρως διαφορετικές προσωπικότητες που έρχονται διαρκώς σε σύγκρουση. Η μεγάλη σκηνή του θεάτρου και η διαρκής κινητικότητα, που απαιτούν οι ρόλοι τους, τους ρίχνουν σε μια κουραστική αναμέτρηση με τον χρόνο και με το συναίσθημα, που πρέπει να βγάζουν από την αρχή ως το τέλος, αλλά τα καταφέρνουν χωρίς να προδώσουν ούτε μια φορά τις σκηνοθετικές οδηγίες και τον ειρμό του έργου. Χιλιάδες αντικείμενα που απαιτούν χειρουργική ακρίβεια κινήσεων και ταυτόχρονα αυθεντικότητα στον χειρισμό τους (να βλέπει δηλαδή ο θεατής ότι τα χρησιμοποιεί ο ρόλος και όχι ο ηθοποιός που τον υποδύεται) προσθέτουν έξτρα δυσκολίες στη διεκπεραίωση της παράστασης αλλά τα καταφέρνουν και οι δύο περίφημα. Όσο προχωράει το έργο και βγαίνουν στο φως αλήθειες που πονάνε ως προς τον πατέρα τους, τις συνθήκες που κατέληξαν σ' ένα τροχαίο ατύχημα και το πώς αντιμετώπισε η μητέρα τους όλες αυτές τις δυσκολίες, ο Δημήτρης Σέρφας και ο Νίκος Μπουκουβάλας, αλλάζουν εκφράσεις και τρόπο ερμηνείας, μαλακώνουν ή σκληραίνουν ανάλογα τις εξελίξεις και ομολογώ πως συγκινήθηκα με τον τρόπο που κατάφεραν στο τέλος οι ρόλοι τους να βρουν έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας κι ας αντιβαίνει αυτός την ευνομία ενός κράτους.
Δίπλα τους η Γιασεμί Κηλαηδόνη, με διαπεραστικό και οξύ βλέμμα, στον ρόλο μιας γυναίκας που δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω, παρατηρεί τα πάντα, διευθύνει με αυστηρότητα και σκληρότητα το μαγαζί και τις ζωές τους και μας χαρίζει μια αξέχαστη σκηνή όταν έρχεται η ώρα να βάλει τον Λευτέρη στη θέση του. Ο γιος της έχει φτάσει στο σημείο να θέλει να πουλήσουν την επιχείρηση. όχι λόγω χρημάτων αλλά για να προχωρήσουν παρακάτω, αφού τα πράγματα δυσκολέψανε μετά το ατύχημα, το κινεί ύπουλα, ψάχνει τρόπο να πάρει μαζί του και τον αδελφό του σε αυτό κι έτσι, όταν το μαθαίνει η μάνα τους, ακολουθεί μια δυνατή, άκρως ρεαλιστική σκηνή από μια μητέρα που γονάτισε, πόνεσε, υπέμεινε, άντεξε, πάλεψε, ανέχτηκε, ώστε τα δυο μικρά παιδιά της και η ίδια, που δεν είχαν πού αλλού να πάνε, να σταθούν στα πόδια τους, να κλείσουν τα μάτια σε όσα συμβαίνουν και να μεγαλώσουν. Στηριγμένοι στο μαγαζί που ο μικρότερος γιος τώρα θέλει να πουλήσει!
Η Γιασεμί Κηλαηδόνη μπορεί να εμφανίζεται σε λιγότερες σκηνές και το έργο να στηρίζεται στους δύο νεαρούς ηθοποιούς αλλά κάθε φορά που βγαίνει χαρίζει και μια δυνατή ερμηνεία.
Ο Μάξιμος Μουμούρης καταφέρνει να σκηνοθετήσει σωστά αυτούς τους τρεις διαφορετικούς ηθοποιούς, να βγάλει τον καλύτερο εαυτό όλων τους, να τους περιορίσει χωρίς να τους δεσμεύσει και να κρατήσει τις απαραίτητες ισορροπίες. Τα πρακτικά σκηνικά και τα καθημερινά κοστούμια της Μίκας Πανάγου δίνουν τον απαραίτητο ρεαλισμό και μας καλωσορίζουν στο εργαστήρι παρασκευής ενός ζαχαροπλαστείου με τον πάγκο του, τα ψυγεία του, τις λαμαρίνες του, τα χιλιάδες αντικείμενα κουζίνας. Οι φωτισμοί του Γιάννη Ζέρβα τονίζουν κατάλληλα τις εκφράσεις και τις ερμηνείες των ηθοποιών και διαχωρίζουν τις επιμέρους σκηνές με ωραίο τρόπο. Όλα αυτά τα θετικά χαρακτηριστικά μαλακώνουν αρκετά την κόπωση της δίωρης παράστασης που στηρίζεται σε μόνο τρεις ανθρώπους και δεν διακόπτει για διάλειμμα. Σε αυτήν την κόπωση συμβάλλει και το, ίσως μεγαλύτερο απ' όσο χρειάζεται, κείμενο. Θα μπορούσαν να γίνουν κάποιες περικοπές ώστε να δοθεί ακόμα περισσότερη έμφαση στις ενδοοικογενειακές σχέσεις των ρόλων και να φωτιστούν καλύτερα τα σημεία καμπής της ιστορίας. Για παράδειγμα, τα –ας πούμε– «ιντερμέδια» μεταξύ των σκηνών, όπου ο Λευτέρης επιδίδεται σε ασκήσεις προετοιμασίας γλυκών εν όψει τηλεοπτικής κριτικής επιτροπής, μάλλον δεν προσφέρουν κάτι, όπως και μεγάλο μέρος της πρώτης πράξης, αφού αρκετά από τα πολύτιμα στοιχεία της γνωριμίας με τους ήρωες θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στην επόμενη.
Σε γενικές γραμμές, το «Όνειρα γλυκά» του Μιχάλη Μαλανδράκη είναι μια ενδιαφέρουσα και άκρως ρεαλιστική παράσταση που ζωντανεύει μια καθημερινή, σημερινή, γνήσια ελληνική οικογένεια, γονατισμένη από τα βάρη, τις υποχρεώσεις και τη ρουτίνα, με μια μάνα που κωφεύει και «αδιαφορεί» για όσα συμβαίνουν ώστε να καταφέρει να μεγαλώσει τα παιδιά της σωστά, με δυο παιδιά που εξ αυτών ο ένας θέλει να γυρίσει την πλάτη σε όλα για ένα καλύτερο αύριο και ο άλλος θέλει να παραμείνουν ως έχουν γιατί ξέρει περισσότερα από τον αδερφό του.
Ένα ερμηνευτικά δυνατό παιχνίδι σκακιού που βυθίζει τον θεατή σ' ένα τέλμα με μια λάμψη αισιοδοξίας να αχνοφαίνεται στο βάθος και με δυνατές ερμηνείες τριών ηθοποιών που ταίριαξαν καλά μεταξύ τους και δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου