Γεώργιου Κονίδη
Ο πόλεμος συνεχιζόταν για μέρες, μήνες, χρόνια, μονότονα σαν να κρατούσε αιώνια. Οι στρατιώτες και από τις δύο πλευρές είχαν πια ξεχάσει τι σημαίνει ζωή και τι θάνατος. Μέσα στο πυκνό σκοτάδι, ενώ τα βλήματα σφύριζαν απειλητικά πάνω από τα κεφάλια τους, όλα φάνταζαν τόσο μπερδεμένα σε μια ακόμη από τις αμέτρητες νύχτες που διαρκούσε αυτός ο πόλεμος.
Λες και ντρέπονταν ο ένας για τον άλλον, κρυβόντουσαν στα χαρακώματα μέχρι το πρωί που σταματούσαν για να σκάψουν ακόμα έναν μεγάλο λάκκο, για να θάψουν τους νεκρούς της προηγούμενης νύχτας. Δεν μπορούσαν να βγάλουν τα στρατιωτικά ρούχα ούτε την άσχημη όψη από το πρόσωπό τους. Δεν μπορούσαν να θυμηθούν πότε είχε ξεκινήσει ο πόλεμος, ούτε γιατί.
Μα, γιατί όμως πονούσαν τόσο πολύ;
Αφού ήταν μόνο παιχνίδια.
Παιχνίδια από πλαστικό αγορασμένα από το μικρό αγοράκι που κάθε μέρα τους τοποθετούσε στα χαρακώματα για να αναβιώσουν τον ίδιο εφιάλτη, να πεθάνουν και να ξαναζήσουν κάθε μέρα μέχρι να μεγαλώσει και να το αντικαταστήσει κάποιο άλλο, με όρεξη για καινούργιους πολέμους.
Τα καταραμένα πλαστικά στρατιωτάκια που ζουν καθημερινά τη φρίκη του πολέμου στα χεράκια των μικρών παιδιών.
Το παιχνίδι πολλές φορές συναντάει την πραγματικότητα και χάνεται ξαφνικά και οριστικά η αθωότητα των μικρών παιδιών.
Με τα στρατιωτάκια από πλαστικό.
Copyright © Γεώργιος Κονίδης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα C.W.R. Nevinson (Μονοπάτια της δόξας, 1917)