Το λατρεύω το θέατρο και διαβάζω με βουλιμία όλα τα έργα που «πέφτουν» στον δρόμο μου. Θεωρώ δε πως το θεατρικό έργο είναι πολύ πιο δύσκολο ως κειμενικό είδος σε σχέση με άλλα συγγράμματα, τόσο πεζά όσο και ποιητικά. Κι εδώ, το έργο της Κατερίνας Ανδριανάκη Αυτό το «τίποτα» όπου κατοικώ, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βαχκικόν, αποτελεί όχι μόνο ένα όμορφο πόνημα αλλά είναι ένα εξαιρετικό σύγχρονο δείγμα.
Πρόκειται για την ιστορία της Χλόης. Η Χλόη που πάσχει από μία ασθένεια του μυαλού με αποτέλεσμα να ξεχνά, να μπερδεύεται και να χάνεται... ύστερα και κατ' επέκταση να θλίβεται, να θυμώνει, να μαραζώνει... Το κείμενο αποτελεί μια αλήθεια ζωής, της ζωής της, και πραγματεύεται το ποιόν αυτής της γυναίκας και τη σχέση της με τους ανθρώπους του στενού και πιο οικείου περιβάλλοντος. Πραγματεύεται και τον φόβο με τον οποίο κλήθηκε να ζήσει και που αφορά το αύριο, το μέλλον της. Άρα, πραγματεύεται και όλα τα ερωτήματα που αφορούν αυτή τη συνθήκη και προκύπτουν μοιραία: πώς; (από 'δώ και πέρα), πού; πότε; γιατί;
Η Χλόη σε πρώτο πρόσωπο μιλάει, εξομολογείται και θυμάται. Ναι, θυμάται, σε αντίστιξη με την κατάστασή της. Μπορεί να χάνει πια τη μνήμη της, κάθε μέρα και περισσότερο, όμως τώρα είναι η στιγμή να κάνει τον αυτοπροσδιορισμό της, την απογραφή της, να επιστρέψει στο παρελθόν της και να καταθέσει όλα όσα υπάρχουν εκεί. Και τα γνωστά αλλά και τα άγνωστα, γιατί ως άνθρωπος, έχει και κρυφές πτυχές που δεν είναι/ήταν ορατές με τα μάτια. Πρόκειται λοιπόν για έναν εσωτερικό μονόλογο που αποκτά φωνή με τη φωνή της ενώ απευθύνεται προς μια άλλη γυναίκα. Η άλλη γυναίκα (που υπάρχει νοερά στη σκηνή) είναι ένας έμμεσος θεατής αλλά και κριτής της, γιατί καλείται, τρόπον τινά, να την κρίνει, να την αθωώσει ή να την καταδικάσει... να της προσφέρει λύτρωση, ανακούφιση ή να υπογράψει το τέλος. Αυτός ο δεύτερος άνθρωπος και πρωταρχικός αποδέκτης της μπορεί να έχει πολλές μορφές: από έναν ευκαιριακό θεατή/ακροατή ως τη γυναίκα που την φροντίζει στο σπίτι ή άλλους χαρακτήρες στους οποίους αναφέρεται και πάει λέγοντας. Στο τέλος βέβαια αυτή η ύπαρξη γίνεται συγκεκριμένη. Τότε ξέρουμε σε ποιον απευθυνόταν η Χλόη, για ποιον μίλησε και γιατί.
Κατά τη διάρκεια του μονολόγου βλέπουμε τη σχέση της με τις αδερφές της, με τη μάνα και τον πατέρα της και τη γενικότερη θέση της στην οικογένεια. Χαρακτηριστικό του κειμένου είναι ότι δεν λαμβάνουμε πληροφορίες για όλα αυτά τα πρόσωπα ή και για την ίδια την ηρωίδα αλλά συσχετισμούς. Η κυρία Ανδριανάκη προβάλλει ανάγλυφα τις σχέσεις των μελών μεταξύ τους σκιαγραφώντας εύγλωττα –αν και ανάμεσα στις αράδες αρκετές φορές– την ψυχοσύνθεσή τους. Επιπλέον, μας μιλάει για τον σύζυγό της, τη δική της οικογένεια (πια) και τη βία που γνώρισε εκεί.
Οι μνήμες είναι τόσο οδυνηρές, ο πόνος ψυχής τόσο μεγάλος, που σε συνδυασμό με την κακοποίηση που έχει βιώσει, σε κάνει να σκέφτεσαι ότι έχει μια λογική που αυτή η ηρωίδα ξεχνά. Λάθη και πάθη διατρέχουν τις σελίδες κι αντανακλώνται στο παρόν (της). Το δράμα της ζωής της εκπέμπεται στο δράμα που ζει τώρα, συσχετίζεται μαζί του και κάπως συγκρίνεται (τουλάχιστον στο δικό μου μυαλό) με αυτό. Τι είναι προτιμότερο;, σκέφτομαι.
Διακριτική και απούσα, αυτό ήμουν.Για να περάσει η ώρα [...] να βάψω τα παπούτσια, να γυαλίσω τις τύψεις μου.Εδώ είναι το καταφύγιό μου. Η φυλακή μου. Στη φυλακή μου κάνω ό,τι θέλω.Ένα πυκνό και βαθύ σκοτάδι θα τα τυλίξει όλα μου φαίνεται.
Ένα βαθύ ψυχόδραμα το βιβλίο αυτό, φέρει πολύ συγκίνηση και συνεχείς αποκαλύψεις. Καλογραμμένο κι αισθαντικό σε φορτίζει με τις εντάσεις των συναισθημάτων του και σε κάνει να συμπαθήσεις τόσο την ηρωίδα του που είναι βέβαια πως θα της συμπαρασταθείς.
Αναμένοντας να το δω σε κάποια σκηνή... να το διαβάσετε!
Δείτε κι αυτό: Casu consulto