Η νουβέλα της Ελένης Αποστολάτου Dead Roses αφορά πρωτόφαντο έργο της και δημοσιεύεται περιοδικά από τις 13 Ιανουαρίου 2023 δύο φορές την εβδομάδα και συγκεκριμένα κάθε Σάββατο και Κυριακή. Ακολουθεί το εικοστό δεύτερο. Περίληψη:
Τα Χριστούγεννα του 2023 πλησιάζουν δίνοντάς μου την ευκαιρία για ένα νέο ξεκίνημα.Ποτέ δεν ήμουν αισιόδοξη, αλλά με τον ερχομό του νέου έτους σκοπεύω να ανακαλύψω όσα με βυθίζουν στην απελπισία, ακόμα κι αυτά που είναι καλά θαμμένα στο πίσω μέρος του μυαλού μου.Η καριέρα μου μόλις έφτασε στο τέλος της και μαζί της τελείωσε κι η ζωή μου όπως την ήξερα. Εδώ και λίγα χρόνια δεν έχω ούτε φίλους ούτε προσωπική ζωή, οπότε το μόνο που μου απέμεινε είναι ο εαυτός μου, η Ρόουζ, που ήρθε σε αυτόν τον κόσμο για να δώσει χαρά στους γονείς της. Η μητέρα μου αγαπούσε τα ρόδα και μου χάρισε το όνομά τους για να μου δείξει το πόσο λάτρευε κι εμένα, κι ας με γέμισε με τις δικές της άχρηστες πεποιθήσεις. Εγώ από την άλλη ταυτίζω το όνομά μου με το πένθος· με κάθε φωτιά που κατέκαψε την αγνότητα και τη φρεσκάδα μου. Με κάθε τέρας που συνάντησα σε αυτό το επίγειο ταξίδι και του επέτρεψα να μου κόψει τα φτερά.Αυτή τη στιγμή, όμως, είμαι αποφασισμένη να βρω το δικό μου νόημα ύπαρξης και να αλλάξω όσα δεν μου αρέσουν σ' εμένα. Είμαι η Ρόουζ και επιστρέφω στο παρελθόν και στο πατρικό μου, για να αναγεννηθώ από τις στάχτες μου. Άλλωστε, αυτό δεν είναι το νόημα κάθε νέας αρχής;
Θάνατος
Ο αέρας ανασηκώνει τα νεκρά φύλλα των σφενδάμων. Αυτά καταλήγουν πάλι στο έδαφος λιγάκι παραπέρα κι έπειτα ξεκινούν απ' την αρχή· πετούν και πέφτουν ξανά και ξανά. Όπως κι εκείνη. Το ταξίδι της ζωής την έριξε πολλές φορές κάτω μα τώρα στέκεται όρθια μπροστά μου. Τρεις μέρες κράτησε το πένθος της.
Τόσο λίγο; θα ρωτούσε κάποιος που έχει άγνοια για την ιστορία της.
Δεν έχει χρόνο, σκέφτομαι εγώ γνωρίζοντας και πιστεύοντας πλέον ακράδαντα στα φαινόμενα που ο ανθρώπινος νους αδυνατεί να εξηγήσει με τη λογική. Εδώ και τρεις μέρες είναι συνεχώς κοντά μου. Μου μιλά για εκείνη και δακρύζει.
Αλλά σήμερα χαμογελά! Είδε την οργή που γέννησε η αμφιβολία της να μπήγει τα νύχια στο στήθος της πνευματικής μητέρας της και να διαλύει την καρδιά της. Δεν την πρόλαβε, δεν πρόλαβε να κατευνάσει τα συναισθήματά της. Τη σκότωσε επειδή δεν της είχε φανερώσει τα μυστικά της. Ίσως και να τη σκότωσε εξαιτίας μου, μιας και δεν κράτησα το στόμα μου κλειστό. Την ίδια στιγμή που οι άλλοι αδυνατούσαν να δουν κάτι πέρα από τον πόνο της Σίλιας και την αδυναμία της να αναπνεύσει και να στηριχτεί στα πόδια της, η γλυκιά μου Ρόουζ έβλεπε τη σάρκα της να σκίζεται και το αίμα της να ρέει άφθονο.
Ακόμα ένας αιφνίδιος θάνατος ήρθε να συνταράξει τους κατοίκους του Χάρισον κι εμάς. Ωστόσο, η Ρόουζ σήμερα ξύπνησε μ' ένα φωτεινό χαμόγελο στα χείλη.
«Από τη μία ίσως δεν πρέπει να εμπιστευτώ τον Άνταμ. Όμως από την άλλη προτιμώ να πεθάνω από το να κόψω κι άλλα νήματα ζωής», μου απάντησε όταν τη ρώτησα πώς θα περάσουμε τη σημερινή, γιορτινή ημέρα.
Μάλλον η απόφασή της θα ήταν διαφορετική, αν είχε όλο τον χρόνο μπροστά της να νικήσει τους δαίμονές της.
«Ζούμε με τις αυταπάτες μας. Θέλουμε να πιστεύουμε πως ο θάνατος μας περιμένει σε μια γωνιά, κάπου στα βάθη του μέλλοντός μας. Πως είναι μακριά μας. Παρ' όλα αυτά, εκείνος βρίσκεται συνεχώς σκυμμένος πάνω από τα κεφάλια μας, έτοιμος να τα ξεριζώσει. Μόνο μέσα από αυτήν τη συνειδητοποίηση ζούμε αληθινά, παύοντας να ανησυχούμε για το αύριο. Μπορεί να μην έχω τον χρόνο που απαιτείται για να νικήσω μονάχη τον σκοτεινό μου εαυτό και ν' αναστηθώ, αλλά έχω τον χρόνο που χρειάζομαι για να ζήσω έστω για μία φορά το εδώ και τώρα. Το παρόν μας», πρόσθεσε κι ένωσε την ανάσα της με τη δική μου.
Το φιλί μας ήταν αργόσυρτο μα γεμάτο από το πάθος, τον πόθο που τόσες μέρες κρατούσαμε δέσμιο στα σωθικά μας. Τα σώματά μας πολέμησαν, κυριάρχησαν και κυριαρχήθηκαν, ώσπου γαλήνεψαν και παραδόθηκαν ολοκληρωτικά το ένα στο άλλο. Το εγώ έδωσε τη θέση του στο εμείς κι αυτό στη μοναδικότητα της ενιαίας ύπαρξής μας. Τη γέμισα με την αγάπη μου. Με γέμισε με τη δική της. Μου τα είπε όλα καθώς έτρεμε στα χάδια μου κοιτώντας με στα μάτια. Το ίδιο έκανα κι εγώ φιμώνοντας κάθε σκέψη που μου έλεγε να κάνω πίσω. Κάθε σκέψη που μου έλεγε να μην προδώσω τη σύζυγό μου. Κι αφού το ηδονικό μας τέλος εκτόξευσε τις αισθήσεις του κορμιού μας, πέσαμε σαν κούτσουρα στο κρεβάτι γελώντας δυνατά. Για λίγο δεν υπήρχε τίποτα και κανείς πέρα από την καθαρή αγάπη μας.
Φυσιολογικά, αυτό θα έπρεπε να μου ήταν αρκετό. Τώρα που το κουδούνι χτυπά, όμως, ο μέχρι πρότινος παντοδύναμος εαυτός μου στέκεται στο χείλος του γκρεμού και ατενίζει τα άγρια κύματα κάτω από τα πόδια του.
«Αυτός είναι ο Άνταμ», λέει η Ρόουζ δείχνοντας τον ψηλό άντρα δίπλα της.
«Χάρηκα», ψελλίζω πιάνοντας και φορώντας ένα λευκό πουκάμισο.
Ψέματα. Δεν χαίρομαι καθόλου γι' αυτήν τη συνάντηση. Δε χαίρομαι που ανέκαθεν γνώριζε πού είναι το σπίτι μου αλλά ήρθε να το διαλύσει πάνω που το έχτιζα λιθαράκι λιθαράκι από την αρχή.
Οι πέτρες μετακινούνται και τα πέλματά μου παλεύουν να ισορροπήσουν για να μη βρεθώ στο κενό. Η Ρόουζ μάς φέρνει από ένα φλιτζάνι καφέ, ενώ εμείς καθόμαστε στο σαλόνι και κοιτάμε αποδοκιμαστικά ο ένας τον άλλον.
«Δεν έχουμε πολύ χρόνο», μας λέει καθώς μας σερβίρει. «Καλό θα ήταν να πούμε δυο κουβέντες και να προετοιμαστούμε ψυχολογικά για όσα θ' ακολουθήσουν».
«Σωστά», παίρνω με θάρρος τον λόγο. «Εσύ, Άνταμ, πώς νίκησες τις σκεπτομορφές σου;»
Το βλέμμα του φαίνεται καθάριο, αγνό σαν το βλέμμα ενός μικρού παιδιού, μα δεν με ξεγελά.
«Εγώ τις έβλεπα και μιλούσα μαζί τους από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Ο πατέρας μου μού έλεγε συνεχώς πως τα πρόσωπα αυτά ήταν οι φανταστικοί μου φίλοι. Πενήντα χρόνια συνεχούς επικοινωνίας με τους δαίμονές σου είναι υπέρ αρκετά ώστε να μάθεις να τους χαλιναγωγείς. Φτάνει να το θες», απαντά και πίνει μία γουλιά από τον καφέ του.
«Και γιατί να μη δώσουμε και στη Ρόουζ πενήντα χρόνια εξερεύνησης του εαυτού της;» συμπληρώνω ακάθεκτος.
«Γιατί δεν το επιθυμώ! Ως εδώ, Τζέικ, δεν σου επιτρέπω. Η ζωή μου είναι δική μου. Ή θα αποδεχτείς την απόφασή μου ή είσαι ελεύθερος να αποχωρήσεις. Μπορώ να τα κάνω όλα μόνη μου», απαντά αντί για εκείνον, που σηκώνεται από την πολυθρόνα και κάθεται στο μπράτσο της δική της.
Πιάνει το χέρι της με αργές, διστακτικές κινήσεις και της χαμογελά.
«Παραμένεις το ίδιο έξυπνη με την πρώτη φορά που σε είδα. Αυτή τη στιγμή η αμφιβολία σου σε στοιχειώνει μα δεν σε έχει εξαφανίσει ολοσχερώς. Έχεις το περιθώριο να σωθείς δίχως να πάρεις το ρίσκο να χαθείς για πάντα», της λέει κι εγώ αφήνομαι εντελώς, γλιστράω και πέφτω.
Η θάλασσα λυσσομανά χορεύοντας στον ρυθμό του ορμητικού αέρα. Τα κύματα με καταπίνουν. Βουλιάζω. Πνίγομαι. Φωνάζω για βοήθεια μα δεν με ακούει κανείς. Η απόφαση είναι καθαρά δική της. Την εμπιστεύομαι. Δεν επιθυμώ τίποτα παραπάνω από το να τη δω να πραγματοποιεί τον στόχο της, όμως, έχω κάθε δικαίωμα να μάθω.
Είμαι ένας ελεύθερος άνθρωπος που έχει το δικαίωμα να θέσει τα ερωτήματα που τον πνίγουν, γαμώτο!
«Τι πυροδοτεί τη δημιουργία των σκεπτομορφών;» συνεχίζω.
«Ο φόβος», μου λέει καρφώνοντάς με με τα γυάλινα μάτια του.
«Τι την αποτρέπει;»
«Η αγάπη».
«Γιατί;»
«Γιατί η αγάπη δεν γεννά ούτε συναισθήματα ούτε σκέψεις. Μέσω αυτής απλώς πράττουμε δίχως να περιμένουμε τίποτα. Δίχως ν' αγωνιούμε. Απλώς είμαστε».
«Η αγάπη όμως σκοτώνει, σύμφωνα με όσα αναφέρεις στο γράμμα σου».
«Ο φόβος αρχίζει και τελειώνει. Ο φόβος γεννά και σκοτώνει. Η αγάπη απλώς είναι· δεν ζει, δεν πεθαίνει. Ενώνει, δεν διχάζει».
«Κι εσύ πού τα ξέρεις όλα αυτά;»
«Διάβασα τα πλαστικοποιημένα χειρόγραφα του Στιβ Μίλερ».
«Άρα είναι πολλά αυτά που έμαθες και δεν θυμήθηκες να γράψεις».
«Έγραψα μόνο όσα ήταν απαραίτητα», αποκρίνεται και επιστρέφει στη θέση του, ενώ η Ρόουζ χλομιάζει και μου χαρίζει το συννεφιασμένο βλέμμα της.
«Έχεις κι άλλες ερωτήσεις;» απορεί χαμηλόφωνα.
«Όχι», της λέω και ανάβω ένα τσιγάρο.
Ίσως ο Άνταμ έχει δίκιο. Ίσως η αγάπη δεν περιμένει τίποτα, όπως κι εγώ αυτή τη στιγμή, που υπερβαίνω τον εαυτό μου και επιτρέπω στη Ρόουζ να φλερτάρει με τον θάνατό της. Εντούτοις, η αγάπη δεν παύει να βάζει όρια, αλλιώς δεν είναι αγάπη αλλά χειραγώγηση. Από τη μία πρέπει να της βάλω όρια και από την άλλη να τη σεβαστώ. Όσο κι αν φοβάμαι μην πάθει κακό, λοιπόν, θα πάψω να προσποιούμαι τον δικηγόρο του Διαβόλου.
☼☼☼
Οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου αντανακλούν στα κρυστάλλινα νερά της τεχνητής λίμνης, που μες στο καταχείμωνο έχει γεμίσει με μπλε νούφαρα. Τούτη την ώρα τα άνθη τους αρχίζουν σιγά σιγά να κλείνουν. Τα κελαηδίσματα των πουλιών ακούγονται σαν πένθιμο τραγούδι στ' αφτιά μου. Έχασα τη φίλη μου, τη γυναίκα που μου πρόσφερε το χέρι της και με βοήθησε να αποδεχτώ τον θάνατο της Μόνα. Δεν θέλω με τίποτα να χάσω και τη Ρόουζ.
Τα πόδια μου τρέμουν και το βλέμμα μου ταξιδεύει ψηλά στον ουρανό. Δεν έχει σύννεφα σήμερα. Τα δάκρυα στέρεψαν και γι' αυτά. Κάθε έγνοια μοιάζει να εξαφανίζεται όποτε αφοσιώνομαι στη φύση και στο μυστήριο που την περικλείει, εκτός από σήμερα.
Η πλατεία είναι άδεια. Όλοι είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους, γευματίζουν και μεθούν πίνοντας κόκκινο, γλυκό κρασί. Η Ρόουζ κάθεται στο πεζούλι δίπλα μου και καπνίζει. Ο Άνταμ μάς πλησιάζει βαστώντας το χρυσό σπαθί.
Ζω ένα όνειρο ή έναν εφιάλτη;
Τα πουλιά σιωπούν λες και διαισθάνονται τον κίνδυνο.
Στα αριστερά μου βλέπω τον ήλιο να κατεβαίνει, ενώ στα δεξιά μου το φεγγάρι της λύτρωσης να κολυμπά ακολουθώντας μια ανοδική πορεία.
«Είναι νωρίς ακόμη;» ψελλίζω.
«Δεν έχει στολίσει για τα καλά τον ουρανό», μου λέει ο Άνταμ καθώς τρίβει το πηγούνι του.
«Πάλι ξέχασα να φορέσω το ρολόι μου και δεν πήρα κινητό μαζί μου. Τι ώρα είναι;» πετάγεται η Ρόουζ, που λιώνει τη γόπα με τη σόλα του παπουτσιού της.
«Έξι και είκοσι», απαντά ο Άνταμ κοιτώντας το ρολόι στον αριστερό του καρπό.
«Έχουμε πέντε ολόκληρα λεπτά», της λέω και την τραβάω στην αγκαλιά μου. «Δεν γίνεται να παγώσουμε ξανά τον χρόνο και ν' απολαύσουμε το παρόν μας;»
«Ποιος ο λόγος να συμπεριφέρεστε λες και δε θα ξαναϊδωθείτε;»
Η απορία του Άνταμ μού μοιάζει με ειρωνεία. Είναι απίθανο να μην έχει καταλάβει πως κανείς από τους δυο μας δεν τον εμπιστεύεται. Κι όμως είναι ακόμη εδώ, δεν κάνει πίσω. Συνεχίζει να τρέφει τη Ρόουζ με τις ίδιες της τις ενοχές, όπως έκανε έχοντας για όπλο το γράμμα του.
Η αίσθηση των τρυφερών χειλιών της πάνω στα χείλη μου μού νεκρώνει το μυαλό και παραλύει το κορμί μου.
«Εγώ θα είμαι πάντοτε κοντά σου, ό,τι κι αν συμβεί. Να το θυμάσαι αυτό», λέει και τα δάκρυα πλημμυρίζουν τα βλέφαρά μου. «Μην το κάνεις. Δεν θέλω να είναι αυτή η τελευταία εικόνα που θα δω, αν δεν επιβιώσω. Χαμογέλα μου!» με διατάζει γλυκά.
Το άψυχο δοχείο της γυναίκας μου. Τα αποχαιρετιστήρια λόγια που της είπα. Οι φορές που κάναμε έρωτα. Οι φαντασιώσεις και τα όνειρα για το κοινό μας μέλλον, κάθε ανάμνησή μου μαζί της με γραπώνει από τον λαιμό και με αφήνει να αιωρούμαι ανάμεσα στα συναισθήματά μου και σε αυτά της γλυκιάς μου Ρόουζ. Κι ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται στο πρόσωπό μου, που ανεβάζει τις άκρες του στόματός της.
«Ένα λεπτό έμεινε», ψιθυρίζει ο Άνταμ.
Τα σώματά μας απομακρύνονται. Εκείνος παίρνει θέση μπροστά της, υψώνει το σπαθί και μετράει αντίστροφα. Τα μάγουλά μου πονάνε καθώς το μειδίαμά μου γίνεται ολοένα και πιο έντονο. Αυτό ζητά από εμένα και αυτό της δίνω, κι ας λυγίζουν τα γόνατά μου, κι ας πονάνε οι ώμοι μου από το αβάσταχτο φορτίο που η αγαπημένη μου εναπόθεσε πάνω τους.
«Σ' αγαπώ», σχηματίζω άηχα τις λέξεις και βλέπω το στόμα της να μιμείται τις κινήσεις του δικού μου.
Κλείνω με δύναμη τα βλέφαρά μου αλλά η δειλία μου με θυμώνει. Σε αυτήν την άβολη αίσθηση του θυμού, τα ανοίγω και χάνομαι μες στους πράσινους καθρέφτες της ψυχής της. Χωρίς να ξέρω το γιατί, υψώνω τα μάτια στα δεξιά μου και βλέπω τη γαλαζοπράσινη, ολόγιομη σελήνη να διακοσμεί με τα έντονα χρώματά της τον εβένινο με τις ασημένιες κουκκίδες ουρανό. Πάνω της σχηματίζονται δύο κατακόκκινα, αμυγδαλωτά μάτια κι ένα πελώριο στόμα, το οποίο θαρρείς ανοίγει και με ρουφάει μέσα του. Το βογκητό της με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Τα χείλη της ματώνουν αλλά οι άκρες των ματιών της ανασηκώνονται και μου χαμογελούν.
Καίγομαι να τρέξω καταπάνω της μα τα πέλματά μου έχουν καρφωθεί στο έδαφος.
Όλα διαδραματίζονται αργά, λες και ο χρόνος τρελάθηκε. Ο Άνταμ έχει παγώσει με τα δάχτυλά του κολλημένα στη λαβή του σπαθιού, που η λεπίδα του έχει διαπεράσει το στήθος της γλυκιάς μου Ρόουζ, ενώ εκείνη έχει μείνει με τα χέρια ορθάνοιχτα στον αέρα. Οι αισθήσεις μου διεγείρονται. Οι γρήγοροι χτύποι της καρδιάς της συντονίζονται με τον ρυθμό των κινήσεων της δικής μου καρδιάς και ένα μαύρο σύννεφο τυλίγει το κορμί της, καθώς προσπαθούμε με νύχια και με δόντια να κρατηθούμε στη ζωή.
Αυτή η μαύρη ομίχλη όλο και πυκνώνει κι από μέσα της ξεπηδούν σπίθες, οι οποίες συνενώνονται και μετατρέπονται σε φωτιές. Οι ίριδές μου εστιάζουν πάνω τους και συναντώ τα πύρινα πρόσωπα και σώματά τους. Η μικρή Ρόουζ με κοιτά με μάτια γεμάτα τρόμο, φωνάζοντάς μου πως με αγάπησε. Ο Πάτρικ ανοίγει τη χούφτα του και μου προσφέρει μούρα. Η Ρόουζ με το χλομό πρόσωπο ουρλιάζει τόσο δυνατά, που η φωνή της μου κόβει την ανάσα. Η Σταχτοπούτα σπαράζει στο κλάμα βαστώντας το γοβάκι της, ενώ ο Διάβολος παραμένει αμίλητος και αφήνεται στις φλόγες έχοντας τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και το πρόσωπο κατεβασμένο.
«Σου είπα πως μόνο η αληθινή επαφή της μαζί μου θα τη λυτρώσει, αλλά δεν με πίστεψες», λέει από τη μια στιγμή στην άλλη κι ανοίγει τα λευκά του φτερά φυλακίζοντας μέσα τους τα αδέλφια του.
Έπειτα η ατμόσφαιρα καθαρίζει και ο χρόνος κυλά πάλι με τον γνώριμο τρόπο· ο Άνταμ ξεσφηνώνει το σπαθί από τον θώρακά της, η Ρόουζ πέφτει αναίσθητη στο έδαφος, ενώ εγώ ελευθερώνομαι από τα καρφιά που με κρατούσαν καθηλωμένο στο ίδιο σημείο και τρέχω κοντά της. Γονατίζω στο πλάι της και την τραβάω στην αγκαλιά μου. «Μη μ' εγκαταλείψεις κι εσύ, σε παρακαλώ», ψελλίζω επιτρέποντας στη θλίψη μου να στάξει ανεξέλεγκτα. Ο κορμός μου ταλαντεύεται μπρος πίσω, μπρος πίσω και η παλάμη μου ανοίγει σε απόσταση αναπνοής πάνω από την τσακισμένη της καρδιά.
«Βοήθεια», ακούω τον Άνταμ και στρέφω τη ματιά μου προς το μέρος του. Κάνει κύκλους γύρω από τον εαυτό του με τα γκρίζα του μάτια γουρλωμένα, σαν να μη θυμάται ούτε πού βρίσκεται ούτε τι έχει συμβεί. «Πού είμαι; Ποιος είσαι εσύ;» ρωτά αλλά δεν προλαβαίνω να του δώσω απάντηση. Το σπαθί γλιστράει από τα δάχτυλά του καθώς εκείνος σπαράζει για βοήθεια, την ίδια στιγμή που μία τρύπα ζωγραφίζεται στο στήθος του και προσγειώνεται άτσαλα λίγα μέτρα μακριά μας.
«Πέτυχε;» φωνάζω ταρακουνώντας το κορμί της.
Τα δευτερόλεπτα κυλούν σαν να είναι ώρες, αφού δεν παίρνω απάντηση.
Σκύβω και γέρνω το μάγουλό μου στο ύψος των χειλιών της. Η θερμή της ανάσα το χαϊδεύει απαλά.
«Είναι ζωντανή, Θεέ μου! Είναι ζωντανή!» παραμιλώ κοιτώντας τον ουρανό με την ολόλευκη σελήνη.
«Πίστεψες στ' αλήθεια πως θα σε άφηνα;» με ρωτά καθώς ανασηκώνεται, και η καρδιά μου βγάζει φτερά και πετά ψηλά βρίσκοντας τις πύλες του Παραδείσου.
«Σ' αγαπώ», της λέω προτού τολμήσει να πράξει ξανά κάτι τόσο τολμηρό.
«Κι εγώ σ' αγαπώ, Τζέικ!» μου κλείνει παιχνιδιάρικα το μάτι και η προσοχή μας στρέφεται στο άψυχο σώμα του Άνταμ.
«Πέθανε...» λέμε με μια φωνή.
«Βλέπεις το αίμα που χύνεται από την καρδιά του;» με ρωτά.
«Το είδα για λίγο, αλλά τώρα πια δεν βλέπω τίποτα», αποκρίνομαι.
Στα μάτια των άλλων, αυτών που δεν μπορούν να δουν πέρα από τον κόσμο μας, ο θάνατος του Άνταμ θα είναι μία ακόμα ανακοπή καρδιάς.
Μαζεύουμε το σπαθί και επιστρέφουμε βαδίζοντας στο ζεστό σπιτικό μας, για να το χτίσουμε μαζί από την αρχή. Κανείς δεν πρέπει να μάθει την αλήθεια.
«Πώς αισθάνεσαι;» τη ρωτάω καλύπτοντας τους ώμους της με το αριστερό μου χέρι.
«Αισθάνομαι να αναπνέω ελεύθερα και να δέχομαι δίχως φόβο την αγάπη σου», μου λέει και αυτή τη φορά χαμογελώ αυθόρμητα.
Οι εφιάλτες τελείωσαν για εμάς κι ένας νέος δρόμος ζωής ξανοίγεται μπροστά μας· ο δρόμος της ανιδιοτελούς αγάπης.
Copyright © Ελένη Αποστολάτου All rights reserved, 2023
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Η εικόνα εξωφύλλου έχει δημιουργηθεί με τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης από τη συγγραφέα για τις ανάγκες της νουβέλας Dead Roses, που δημοσιεύτηκε στο koukidaki.gr σε μέρη, ξεκινώντας από το Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024 και κάθε Σάββατο και Κυριακή.