Η νουβέλα της Ελένης Αποστολάτου Dead Roses αφορά πρωτόφαντο έργο της και δημοσιεύεται περιοδικά από τις 13 Ιανουαρίου 2023 δύο φορές την εβδομάδα και συγκεκριμένα κάθε Σάββατο και Κυριακή. Ακολουθεί το δέκατο ένατο μέρος. Περίληψη:
Τα Χριστούγεννα του 2023 πλησιάζουν δίνοντάς μου την ευκαιρία για ένα νέο ξεκίνημα.Ποτέ δεν ήμουν αισιόδοξη, αλλά με τον ερχομό του νέου έτους σκοπεύω να ανακαλύψω όσα με βυθίζουν στην απελπισία, ακόμα κι αυτά που είναι καλά θαμμένα στο πίσω μέρος του μυαλού μου.Η καριέρα μου μόλις έφτασε στο τέλος της και μαζί της τελείωσε κι η ζωή μου όπως την ήξερα. Εδώ και λίγα χρόνια δεν έχω ούτε φίλους ούτε προσωπική ζωή, οπότε το μόνο που μου απέμεινε είναι ο εαυτός μου, η Ρόουζ, που ήρθε σε αυτόν τον κόσμο για να δώσει χαρά στους γονείς της. Η μητέρα μου αγαπούσε τα ρόδα και μου χάρισε το όνομά τους για να μου δείξει το πόσο λάτρευε κι εμένα, κι ας με γέμισε με τις δικές της άχρηστες πεποιθήσεις. Εγώ από την άλλη ταυτίζω το όνομά μου με το πένθος· με κάθε φωτιά που κατέκαψε την αγνότητα και τη φρεσκάδα μου. Με κάθε τέρας που συνάντησα σε αυτό το επίγειο ταξίδι και του επέτρεψα να μου κόψει τα φτερά.Αυτή τη στιγμή, όμως, είμαι αποφασισμένη να βρω το δικό μου νόημα ύπαρξης και να αλλάξω όσα δεν μου αρέσουν σ' εμένα. Είμαι η Ρόουζ και επιστρέφω στο παρελθόν και στο πατρικό μου, για να αναγεννηθώ από τις στάχτες μου. Άλλωστε, αυτό δεν είναι το νόημα κάθε νέας αρχής;
Ο σερίφης
Φυλακίστηκα μόνο για έναν χρόνο επειδή δεν είχα διαπράξει κανένα σοβαρό έγκλημα και επειδή οι γονείς σου δεν δήλωσαν ποτέ την εξαφάνισή σου, αυτή είναι μία από τις φράσεις που έχει γράψει ο Άνταμ σε αυτό το καταραμένο γράμμα. Πώς τόλμησε να δηλώσει ότι το έγκλημά του δεν είναι σοβαρό; Πώς τόλμησε να κατηγορήσει τους γονείς της –εμμέσως πλην σαφώς– για αμέλεια, αφού δεν είχε περάσει ούτε ένα εικοσιτετράωρο από την εξαφάνιση του παιδιού τους;
Πριν από λίγες ημέρες, αν με ρωτούσε κανείς, θα του έλεγα πως η τρέλα είναι η ψευδής ή διαστρεβλωμένη αντίληψη ενός εγκεφάλου για το περιβάλλον του. Απόψε αναθεωρώ· τρέλα είναι το να εμπιστεύεσαι έναν άγνωστο ή κάποιον που σε έχει βλάψει είτε εσκεμμένα είτε λόγω της ηλιθιότητάς του. Να βουτάς με τα μούτρα στο κενό πιστεύοντας ότι θα αναστηθείς. Τρέλα είναι αυτό που κάνει τώρα η Ρόουζ. Έχει πειστεί για τις αγνές προθέσεις του Άνταμ και κλαίει επειδή έχει ήδη αποφασίσει να δεχτεί μία μαχαιριά στο στήθος, ώστε να απελευθερωθεί από τα παιχνίδια του μυαλού της.
Κάθομαι κάτω, δίπλα της, και σηκώνω τα μάτια στον ουρανό. Κάτι τέτοιες στιγμές θυμάμαι τον Θεό –μια απόδειξη πως Τον έχουμε δημιουργήσει για να παίρνουμε δύναμη μέσα από την ανύπαρκτη τελειότητά Του.
Συννέφιασε. Ψιχαλίζει. Ισιώνω το τσαλακωμένο από τα νεύρα μου χαρτί και το βάζω στην τσάντα της. Μερικές σταγόνες πέφτουν στα μάτια της και παρασύρουν τα δάκρυά της. Το χέρι μου κλείνει μεμιάς το δικό της. Από κάπου πρέπει να πιαστώ κι εγώ, κι ας της δείχνω άθελά μου πως αυτή η κίνηση γεννήθηκε για να ενισχύσει τη δύναμή της. Όχι. Ερχόμενος σε επαφή με τα λιγοστά αποθέματα της λογικής μου, αντιλαμβάνομαι πως εγώ είμαι πιο αδύναμος από εκείνη.
«Σήκω. Πάμε στον σερίφη!» λέω σφίγγοντας τη σάρκα της.
«Γιατί;» απορεί στρέφοντας την άκρη του ματιού της πάνω μου.
«Για να μάθουμε τι πραγματικά έχει συμβεί με τον Άνταμ. Συγγνώμη, αλλά κάθε του λέξη μοιάζει να έχει χρησιμοποιηθεί εσκεμμένα. Κάτι θέλει από εσένα, είμαι σίγουρος γι' αυτό».
«Και τι θα του πούμε;»
«Δεν ξέρω. Όμως ξέρω ότι δεν θα του πούμε τίποτα για το γράμμα», απαντάω καθώς σηκώνομαι, προτού ξεσπάσει μπόρα, και την τραβάω από το χώμα. «Το γραφείο του δεν είναι μακριά από 'δώ. Σε δέκα λεπτά θα είμαστε εκεί, αν βιαστούμε».
Σκουπίζει με την ανάποδη της παλάμης της το πρόσωπό της και βαδίζει γοργά προς το αστυνομικό τμήμα. Την ακολουθώ ενώ σκέφτομαι αδιάκοπα το πώς θα αποσπάσουμε από τον σερίφη τις απαραίτητες πληροφορίες για εκείνη τη μοιραία νύχτα που η μικρή Ρόουζ ήρθε αντιμέτωπη με αυτόν τον άντρα.
«Δε θες να συνεχίσουμε την προηγούμενη συζήτησή μας;» της χαμογελώ καθώς την προφταίνω, και συγχρονίζω τον ρυθμό των βημάτων μας.
Ευτυχώς το ψιλόβροχο σταματά.
«Πόσα χρόνια ήσασταν μαζί;» πιάνει μεμιάς την ερώτησή μου.
Καλύτερα να μιλάω για τη Μόνα παρά για τον Άνταμ.
«Έξι. Τα πρώτα τρία συγκατοικούσαμε στη Νέα Υόρκη και τα υπόλοιπα, παντρεμένοι πλέον, τα ζήσαμε εδώ. Της άρεσαν πολύ τα τριαντάφυλλα, ξέρεις. Γι' αυτό λάτρεψα μεμιάς το όνομά σου. Κι εσένα».
«Και της μητέρας μου, γι' αυτό και μου το έδωσε».
Χαμογελά! Είχε πολλή ώρα να χαμογελάσει και με έκανε να ανησυχώ, πιστεύοντας ότι δε θα το επαναλάμβανε ποτέ ξανά.
«Τώρα τα λευκά της τριαντάφυλλα τα φροντίζω εγώ», της λέω ενώ βλέπω ότι φτάνουμε στον προορισμό μας.
«Την αγαπάς ακόμη;»
«Θα την αγαπώ για όσο θα υπάρχω».
«Τώρα καταλαβαίνω γιατί άσπρισαν τα μαλλιά σου».
«Ναι», παραδέχομαι. «Μέσα σε μία εβδομάδα».
«Ωστόσο, δεν μου έχεις πει ακόμη πώς γνώρισες τη Σίλια».
Να τη πάλι αυτή η πλάγια ερώτηση.
«Είχε έρθει στα γραφείο μου πριν από δύο χρόνια. Είχε κι αυτή τα δικά της προβλήματα. Συνεργαστήκαμε άψογα και λύσαμε τα περισσότερα από αυτά. Ή, ακόμα καλύτερα, όσα ήθελε να λύσει. Τίποτα δεν γίνεται δια της βίας».
«Όπως;»
«Αυτό είναι απόρρητο».
«Ώστε είσαι όντως επαγγελματίας».
«Αμφιβάλλεις;»
Η ερώτησή μου την πάγωσε. Δε θα ξαναπώ αυτήν τη λέξη και κανένα από τα παράγωγά της.
«Μην ξεχνάς πως η αμφιβολία με έχει στοιχειώσει και παίζει μαζί μου», απαντά χαμηλόφωνα, ενώ εγώ χτυπάω την πόρτα με τη χρυσή επιγραφή «Σερίφης Τζόουνς».
«Περάστε», τον ακούμε να λέει και κοιταζόμαστε στα μάτια αναστενάζοντας.
«Δε λες πάλι καλά που δε βγήκε στη σύνταξη;» της λέω και γυρίζω το χερούλι.
Είμαι διατεθειμένος να αλλάζω συνεχώς θέμα συζήτησης, ώστε να μειώσω το άγχος και τη θλίψη της, και να βλέπω τη θετική πλευρά σε όσα μας απασχολούν.
Κάθεται στο γραφείο του μ' ένα κάρο έγγραφα πεταμένα δεξιά κι αριστερά και καπνίζει το πούρο του υπό τη συνοδεία ενός μπουκαλιού μπέρμπον. Τα τελευταία επτά χρόνια, που ζω εδώ, τον έχω δει άπειρες φορές αλλά καμία από αυτές δεν χρειάστηκε να πούμε κάτι παραπάνω από ένα: «Καλημέρα. Τι κάνεις;». Ίσως να λέγαμε κι ένα «Καληνύχτα», αν δεν με έπαιρνε ο ύπνος έπειτα από κάθε συνεδρία.
«Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» συνοφρυώνεται. Πιθανότατα δεν περίμενε να μας δει μαζί, πόσο μάλλον στο γραφείο του.
Η Ρόουζ κάθεται στη μία από τις δύο δερμάτινες πολυθρόνες απέναντί του και μπαίνει κατευθείαν στο θέμα. «Θέλω να μάθω τα πάντα για τον Άνταμ», του λέει καθώς βγάζει από το τσαντάκι της τα τσιγάρα και τον αναπτήρα της, και ο δείκτης της υψώνεται στο σημείο που βρίσκεται το μπουκάλι. «Ένα ποτήρι θα το έπινα κι εγώ».
Ο Τζόουνς σηκώνεται, πηγαίνει ως τη μικροσκοπική κουζίνα στην αριστερή γωνία πίσω του, ανοίγει ένα από τα ντουλάπια, βγάζει ένα καθαρό ποτήρι και το γεμίζει μέχρι πάνω. «Την περίμενα χρόνια αυτή την επίσκεψη», λέει και συμμαζεύει τα χαρτιά, για να ανοίξει τον χώρο στην επιφάνεια του γραφείου του, ενώ αμέσως μετά πιάνει κι ένα ποτήρι για εμένα.
«Προτιμώ καφέ. Σκέτο», του λέω. Αφού αυτή η κουζίνα είναι πλήρως εξοπλισμένη με τα απαραίτητα, γιατί να μην αυξήσω την ενεργητικότητά μου;
Τον βλέπω να γεμίζει μία κούπα με γαλλικό καφέ και να την ακουμπά δίπλα στο ποτό της Ρόουζ και παίρνω θάρρος· βολεύομαι στην άλλη πολυθρόνα και παρατηρώ μία τον έναν και μία τον άλλον.
Ο σερίφης παίρνει τη θέση του και η Ρόουζ πίνει μία γουλιά από το μπέρμπον της.
«Φαντάζομαι πως αναφέρεσαι στον απαγωγέα σου», της λέει κι εκείνη κουνάει θετικά το κεφάλι. «Το επίθετό του είναι Ρέινολντς. Η οικογένειά του κουβαλάει ένα βαρύ όνομα, όπως και η δική σου, μιας και τα γενεαλογικά σας δέντρα ξεκινούν από τους πρώτους κατοίκους και ιδρυτές του Χάρισον. Το δικό σου από την πλευρά της μητέρας σου και το δικό του από αυτήν του πατέρα του», προσθέτει και η Ρόουζ βλεφαρίζει από αμηχανία. Είναι δεδομένο ότι οι δικοί της ποτέ δεν της μίλησαν για την καταγωγή της.
Γαμώτο! Εντέλει αυτό το γράμμα κρύβει και μερικές δόσεις αλήθειας μέσα του.
«Μάλιστα», απαντά. «Τι ξέρετε γι' αυτόν;»
«Πριν από τριάντα χρόνια καθόταν στην πολυθρόνα που κάθεσαι τώρα εσύ και μου περιέγραφε πώς σε απήγαγε, καταλήγοντας στο ότι σε άφησε μετανιωμένος κάτω από την ταμπέλα μας. Το άγχος του ήταν εμφανές σε κάθε κίνησή του και στο τρέμουλο της φωνής του. Προσπάθησα πολύ για να τον χαλαρώσω. Λίγο ακόμα και θα λιποθυμούσε. Η Σίλια μού είπε πάνω κάτω τα ίδια μ' εκείνον, έπειτα από δύο περίπου ώρες. Επιπλέον, μου είπε ότι οι γονείς σου κοιμόντουσαν όταν το έσκασες από το σπίτι κι ότι μίλησε μαζί σου, λίγο πριν με επισκεφτεί, αλλά δε θυμόσουν τίποτα απ' όσα διαδραματίστηκαν το βράδυ των Χριστουγέννων του 1993».
«Αυτό είναι αλήθεια. Όμως τώρα θυμάμαι κάποια πράγματα, παρότι δεν έχω ιδέα τι συνέβη κατά τη φυλάκισή του».
«Είχες λείψει μόνο για τέσσερις ώρες. Έτσι, ακόμα κι αν οι γονείς σου είχαν καταλάβει την απουσία σου, δεν θα μπορούσαν να δηλώσουν την εξαφάνισή σου», της απαντά.
Τα μάτια μου αστράφτουν από ικανοποίηση. Το γράμμα είναι γεμάτο ανακρίβειες, βάζω και το χέρι μου στη φωτιά γι' αυτό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, φαίνεται, ο Άνταμ έχει βάλει στοίχημα με τον εαυτό του να δημιουργήσει στη Ρόουζ μία ακόμα πιο αρνητική εντύπωση για τους γονείς της. Και για τη Σίλια.
«Και μετά τι συνέβη;» συνεχίζει να ρωτά η γλυκιά μου Ρόουζ.
«Το δικαστήριο έγινε και τιμωρήθηκε για το κακούργημα που διέπραξε με ένα έτος φυλάκισης. Παρ' όλα αυτά, μέσω της κοινωνικής πρόνοιας της περιφέρειάς μας έγινε ο απαραίτητος έλεγχος για την ποιότητα της διαβίωσής σου με τους γονείς σου, μιας και πιθανότατα υπήρχαν σημαντικοί λόγοι που το έσκασες από το σπίτι σου. Επί έξι μήνες, μία φορά την εβδομάδα, δεχόσασταν επίσκεψη από κοινωνική λειτουργό. Στο τέλος αποδείχτηκε ότι το περιβάλλον σου, αν εξαιρέσει κανείς ότι δε θυμόσουν τίποτα λόγω του σοκ που υπέστης εξαιτίας του Άνταμ, ήταν απόλυτα υγιές.
«Αυτό δεν το θυμάμαι. Όμως θέλω να μάθω κι άλλα για τον Άνταμ, το δικαιούμαι».
«Τις πρώτες ημέρες τον επισκέφτηκε η Σίλια και τρεις μήνες μετά η μητέρα σου, κάτι που με εξέπληξε ευχάριστα. Δεν γίνεται να γνωρίζω τι ειπώθηκε ανάμεσά τους, αλλά χάρηκα που ένας από τους γονείς σου ανέλαβε δράση», της λέει κι εκείνη ανοίγει διάπλατα τα μάτια.
Αυτή η δήλωση με ξάφνιασε κι εμένα. Εντούτοις, να κι άλλο ένα ψέμα του άσπονδου φίλου μας.
«Δεν μπορώ να σε βοηθήσω λέγοντάς σου κάτι παραπάνω. Αυτά είναι όσα γνωρίζω», της λέει ο Τζόουνς.
Από τη μία ίσως έχει δίκιο. Από την άλλη ίσως κατέχει πολλά περισσότερα απ' όσα νομίζει. Τώρα είναι η σειρά μου να του θέσω μερικά ουσιαστικά ερωτήματα και να αποδείξω στη Ρόουζ ότι ο Άνταμ έγραψε αυτό το γράμμα, πατώντας τη σε μία από τις πιο δύσκολες φάσεις της ζωής της, για να την κερδίσει και να την εκμεταλλευτεί.
Copyright © Ελένη Αποστολάτου All rights reserved, 2023
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Η εικόνα εξωφύλλου έχει δημιουργηθεί με τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης από τη συγγραφέα για τις ανάγκες της νουβέλας Dead Roses, που δημοσιεύτηκε στο koukidaki.gr σε μέρη, ξεκινώντας από το Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024 και κάθε Σάββατο και Κυριακή.