Γεωργίου Κονίδη
Λάμπουν, αλλά κανείς δεν τις προσέχει.
Μαρτυρικά δευτερόλεπτα, ώρες, μέρες, ελπίδες πεταμένες, ζαλισμένες από τη φθορά, από την ψευτιά, από το μίσος, από την απογοήτευση, στέκονται ζαρωμένες από το κρύο και τη μοναξιά.
Ώρες θανάτου και ευθύνης για το αδύναμο παιδί που περπατάει ξυπόλητο στους δρόμους μαρτυρικά ζητώντας, με τα ελεεινά χεράκια του, ένα κομμάτι ψωμί, μια σταλιά ελπίδα, ένα χάδι, ένα χαμόγελο, αποτέλεσμα και αυτό της φθοράς μας, της αμαρτίας μας.
Κίτρινες ράβδοι χρυσού πεταγμένες στα πεζούλια.
Λάμπουν.
Λάμπει ωστόσο και ο ήλιος στη δύση του.
Το κίτρινο χόρτο ικέτης και δούλος της αυριανής κατάρας που θα βρέξει, θα το κάψει, θα το καταστρέψει.
Όμως αυτό γελά απαλλαγμένο από όλα ξέροντας πόσο αδύναμο είναι για να ελέγξει τα στοιχεία της φύσης.
Καθαρό σαν τις στάλες βροχής, που γίνονται ένα με το ποτάμι, που παρασύρει καρδιές, σπασμένες, σχισμένες, μάτια δακρυσμένα και αμαρτίες ξεχασμένες, πόθοι ανεκπλήρωτοι, όνειρα απραγματοποίητα για μια ζωή.
Τόσο πολλά που γίνονται αίμα.
Ένα ποτάμι αίματος, που βάφει κόκκινες τις πέτρες, ποτίζει τα δέντρα, τα τριαντάφυλλα, για να πει μια κοπέλα στον αγαπημένο της...
Κοίτα αγάπη μου, ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.
Κίτρινες ράβδοι χρυσού πεταγμένες ανάμεσα στα πεζούλια, άχρηστες, ξεχασμένες.
Ο βάλτος του πεπρωμένου, της δύσης, της μοίρας, πιο πέρα από την αγάπη του δειλινού, πιο πέρα από την ελάχιστη, τη μαρτυρική λάμψη του μισοφέγγαρου.
Μίλια θάλασσας, μαύρης θάλασσας, μαύρων ονείρων, απέραντη, πανέμορφη καθώς απλώνει τα χέρια της στους γλάρους που δεν είναι άλλο από ψυχές, από ήχους που ακούστηκαν μόνο μια φορά, από κεραυνούς που φάνηκαν στην ησυχία της νύχτας τρομεροί, σαν δαιμονισμένοι.
Σαν σωπάσαν, σταμάτησαν, η σιωπή και το σκοτάδι έγιναν χειρότερα, σαν παγερό χνώτο, σαν καυτό λάδι που πέφτει πάνω στο νέο δέρμα, μας πνίγει και μετά αυτοκτονεί μόλις ακουμπώντας στο τρυφερό χορτάρι που μόλις αποκοίμισε με το χάδι του τον αγέρα, τη γη, αυτή που δεν φταίει σε τίποτα.
Κίτρινες ράβδοι χρυσού πεταγμένες, ξεχασμένες.
Το ναι της κοπέλας ακούστηκε τόσο υποχρεωτικό, τόσο ψεύτικο στην μεγάλη ψυχρή εκκλησία.
Ο Εσταυρωμένος έκλαψε με την αδικία, με το στεφάνι που τον πονούσε, με τα καρφιά που ήταν στα πόδια του, με το κρυφό μίσος του παπά για τα ράσα του, για τη ζαρωμένη γριούλα που ολομόναχη προσευχόταν κλαίγοντας μπροστά στο εικόνισμά του.
Μια πίστη.
Ένας θάνατος.
Μια άλλη αρχή.
Μια στιγμιαία λάμψη σαν τις ράβδους χρυσού που δεν πρόσεξαν οι περαστικοί, κάποτε, σε εκείνο το σκοτεινό στενό.
Copyright © Γεώργιος Κονίδης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε ψηφιακό κολάζ του Julien Pacaud (Residents of Solitude #17, 2024)