Στο τρίτο κουδούνι απλώθηκε σιωπή, καθώς τα λευκά, λιτά σκηνικά φωτίστηκαν, μοιάζοντας να αιωρούνται στο σκοτάδι. Ο τίτλος της πρώτης σκηνής –και κάθε επόμενης που ακολούθησε στη συνέχεια– αποτυπώθηκε με φωτεινά γράμματα πάνω αριστερά της επιφάνειας των σκηνικών.
Το βλέμμα κατόπιν επικεντρώθηκε στους δύο ευδιάθετους πρωταγωνιστές. Βρίσκονται στο Λονδίνο και πίνουν σαμπάνια καθισμένοι στο πάτωμα. Γιορτάζοντας έτσι την αγορά του δικού τους σπιτιού και συζητώντας συγχρόνως για το κοινό τους μέλλον.
Πρόκειται για μια γυναίκα (Μαρία Κίτσου) η οποία είναι δημοσιογράφος και αρθρογράφος σε ιστοσελίδα κι αντίστοιχα ο άντρας (Ιωσήφ Ιωσηφίδης) μας παρουσιάζεται ως επιχειρηματίας που αφιερώνει σχεδόν όλο του τον χρόνο στην εργασία.
Παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τις προσωπικές τους εξομολογήσεις. Η 35χρονη πρωταγωνίστρια του εκμυστηρεύεται ανάμεσα στα άλλα αυτό που πραγματικά νιώθει πως έχει ανάγκη: Την καλεί η ανάγκη της μητρότητας και αναλογίζεται το πόσο ωραία θα ήταν να γεμίσουν τα άδεια δωμάτια του σπιτιού με παιδικές φωνές. Κι αυτός, από την άλλη, έχει φτάσει στην ηλικία των 40 κάνοντας σχεδόν όλα όσα ήθελε στη ζωή. Εκτός από το να γίνει γονιός.
Παίρνουν τελικά την απόφαση να ξεκινήσουν τις προσπάθειες για να κάνουν τα δικά τους παιδιά επισφραγίζοντας μάλιστα την απόφασή τους με την συμβολική καταστροφή των αντισυλληπτικών της χαπιών. Κι έτσι, το θέλω τους ξεκινά το απρόβλεπτο ταξίδι του.
Στην ιστορία μας προστίθενται σύντομα η μητέρα και η αδερφή της πρωταγωνίστριας, όπως και η διευθύντρια της ιστοσελίδας που δουλεύει (Ασπασία Κράλλη, Τατιάνα Πίττα και Μαριάννα Μαριγώνη). Βάζοντας την δική τους –άμεση ή έμμεση– πινελιά στην εξέλιξη των δραματικών γεγονότων που ακολουθούν.
Ανά διαστήματα, πάνω στις λευκές επιφάνειες των σκηνικών προβάλλονται εικόνες από δέντρα που ανθίζουν. Σαφώς και πρόκειται για μια εικόνα αλληγορική, που κάθε φορά συνάδει και με τα πεπραγμένα που εξελίσσονται μπροστά μας.
Οι προσπάθειες του ζευγαριού για να τεκνοποιήσουν αποδεικνύονται σύντομα μια οδυνηρή και ψυχοφθόρα διαδικασία, μεταμορφώνοντας σιγά σιγά τους εύθυμους πρωταγωνιστές μας σε νευρικούς, ράθυμους και απογοητευμένους.
Κι ανάμεσα σ' όλα, εισβάλει στο εργασιακό της περιβάλλον, μα και στη ζωή της, κάποιο σημαντικό πρόσωπο απ' το παρελθόν. Ένας πρώην δεσμός της (Χάρης Χαραλάμπους-Καζέπης), ο οποίος κάποτε στάθηκε ο μεγάλος της έρωτας. Μαζί με την παρουσία του όμως, έρχονται στην επιφάνεια αναμνήσεις ποτισμένες με χαρά και λύπη. Από τη μια, είχε να κάνει με όλες τις ευχάριστες στιγμές που έζησαν ως ζευγάρι κι από την άλλη, με ένα σκοτεινό κι ανομολόγητο μυστικό που την συνδέει και την σημαδεύει ως σήμερα μαζί του...
Ακολουθούν λάθη σε στιγμές αδυναμίας. Η κακία σιγά σιγά της μολύνει τη ψυχή, πηγάζοντας απ' τους προσωπικούς της πόνους. Στεναχωριέται μπροστά στα ευχάριστα νέα εγκυμοσύνης των άλλων ή νιώθει άρρωστη ικανοποίηση και ανακούφιση όταν μαθαίνει πως πέθανε το παιδί κάποιου απ' τον κοινωνικό της περίγυρο.
Και τότε, αρχίζει η ψυχολογική και οικονομική κατάρρευση, μιας και οι απόπειρες τεχνητής γονιμοποίησης αποτυγχάνουν δημιουργώντας με τον χρόνο μια χαώδη απόσταση μεταξύ των ψυχών τους, η οποία γεφυρώνεται πια μονάχα από τη δυστυχία. Κι όπως είναι κατανοητό, στο έδαφος αυτής της θλίψης, δεν μπορεί παρά να φυτρώσει μοιραία η απόγνωση και η τρέλα...
Όλα τα παραπάνω συνέβησαν στο φιλόξενο χώρο του θεάτρου Κολοσσαίον στη Θεσσαλονίκη. Εκεί όπου για σχεδόν μιάμιση ώρα έλαβε χώρα η παράσταση Γέρμα σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου.
Πρόκειται για ένα συνταρακτικό έργο, που ενώ ο τίτλος και η θεματική του παραπέμπουν στη Γέρμα του Ισπανού ποιητή και συγγραφέα Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, εντούτοις αφορά διασκευή του από τον συγγραφέα και σκηνοθέτη Σάιμον Στόουν, ο οποίος κράτησε αρκετά απ' τα κύρια στοιχεία της ιστορίας και μας την μετέφερε στις συνθήκες του σήμερα.
Το τέλος της παράστασης, με άφησε γεμάτο από πάμπολλα συναισθήματα, σκέψεις και εικόνες. Την πάλη μεταξύ του ΘΕΛΩ και του ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ. Της μοναξιάς, της κατάθλιψης, των πληγωμένων ονείρων και των εμμονών. Των καυγάδων, των μοναχικών σκέψεων, των αδιεξόδων και των καίριων αποφάσεων. Όλα εκείνα τα δάκρυα και η ανάγκη για αμοιβαίες υποχωρήσεις. Κι από την άλλη, τους συναισθηματικούς κόμπους και τα λάθη. Σε μια κλιμακωτή εξέλιξη όπου δύο αχώριστες ψυχές καταλήγουν να μαραζώσουν· πνιγμένοι από τα ανεκπλήρωτα όνειρα κι αναζητώντας μάταια μια λύτρωση που δεν έρχεται.
Θεωρώ πως οι ηθοποιοί έκαναν τους ρόλους τους μέρος της ψυχής τους μεταδίδοντας με ρεαλιστικότητα όλη αυτή την ένταση των γεγονότων στον σφυγμό του θεατή.
Η απόλυτη σιωπή και προσήλωση του κοινού άλλωστε κατά τη διάρκεια της παράστασης, όπως και το ζωηρό χειροκρότημα στο τέλος, στέκουν η πιο δυνατή επιβράβευση και επιβεβαίωση.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου