Η νουβέλα της Ελένης Αποστολάτου Dead Roses αφορά πρωτόφαντο έργο της και δημοσιεύεται περιοδικά από τις 13 Ιανουαρίου 2023 δύο φορές την εβδομάδα και συγκεκριμένα κάθε Σάββατο και Κυριακή. Ακολουθεί το δέκατο έκτο μέρος. Περίληψη:
Τα Χριστούγεννα του 2023 πλησιάζουν δίνοντάς μου την ευκαιρία για ένα νέο ξεκίνημα.Ποτέ δεν ήμουν αισιόδοξη, αλλά με τον ερχομό του νέου έτους σκοπεύω να ανακαλύψω όσα με βυθίζουν στην απελπισία, ακόμα κι αυτά που είναι καλά θαμμένα στο πίσω μέρος του μυαλού μου.Η καριέρα μου μόλις έφτασε στο τέλος της και μαζί της τελείωσε κι η ζωή μου όπως την ήξερα. Εδώ και λίγα χρόνια δεν έχω ούτε φίλους ούτε προσωπική ζωή, οπότε το μόνο που μου απέμεινε είναι ο εαυτός μου, η Ρόουζ, που ήρθε σε αυτόν τον κόσμο για να δώσει χαρά στους γονείς της. Η μητέρα μου αγαπούσε τα ρόδα και μου χάρισε το όνομά τους για να μου δείξει το πόσο λάτρευε κι εμένα, κι ας με γέμισε με τις δικές της άχρηστες πεποιθήσεις. Εγώ από την άλλη ταυτίζω το όνομά μου με το πένθος· με κάθε φωτιά που κατέκαψε την αγνότητα και τη φρεσκάδα μου. Με κάθε τέρας που συνάντησα σε αυτό το επίγειο ταξίδι και του επέτρεψα να μου κόψει τα φτερά.Αυτή τη στιγμή, όμως, είμαι αποφασισμένη να βρω το δικό μου νόημα ύπαρξης και να αλλάξω όσα δεν μου αρέσουν σ' εμένα. Είμαι η Ρόουζ και επιστρέφω στο παρελθόν και στο πατρικό μου, για να αναγεννηθώ από τις στάχτες μου. Άλλωστε, αυτό δεν είναι το νόημα κάθε νέας αρχής;
Η έκπληξη
Τι θα κάνουμε, Τζέικ;» συνοφρυώνεται.
«Τι θα έλεγες να πάμε για φαγητό, μιας κι έχει μεσημεριάσει για τα καλά;»
«Κι αν... αν χαλάσω τη μέρα μας;»
Αυτό το αν έχει καταστρέψει πολλές επιθυμίες, πολλές ζωές. Το μυαλό μπορεί να γίνει ο καλύτερος φίλος ή ο χειρότερος εχθρός μας. Της το έχω πει, αλλά δεν έχει δώσει πολλή σημασία στα λόγια μου. Ή δεν τα κατάφερα να γίνω κατανοητός απέναντί της. Το νευρικό μας σύστημα έχει δημιουργηθεί για να μας προφυλάσσει από το πόνο, γεννώντας πόνο. Βάζοντας το χέρι στη φωτιά θα καούμε και δε θα το ξανακάνουμε. Αυτός είναι ο φυσιολογικός μηχανισμός του, όμως, πολλές φορές μένουμε στον πόνο και ξεχνάμε τη μαγεία της φωτιάς, φοβούμενοι ότι θα καούμε ξανά. Ακόμα κι όταν έχει πλέον σβήσει.
«Κάνε τις σκέψεις φίλες σου», της χαμογελώ για να την καθησυχάσω. «Κάθε φορά που το μυαλό σου θα γεννά αυτό το αν, θα αδιαφορείς. Μόνο έτσι θα απαλλαχτείς από αυτό. Κι αν δεν μπορείς μόνη σου, θα το κάνουμε μαζί. Να, το δικό μου αν έχει έναν λόγο ύπαρξης, σε αντίθεση με τα δικά σου, που σε βασανίζουν εντελώς άσκοπα».
Με κλείνει γι' ακόμα μία φορά στην αγκαλιά της, με σφίγγει κι έπειτα κάνει ν' απομακρυνθεί.
«Πάω να ντυθώ», με ενημερώνει και την πιάνω απαλά από το μπράτσο.
«Θα σου δώσω εγώ ρούχα, έχω πολλά. Όλα τους είναι καθαρά και κάποια από αυτά αφόρετα», της λέω οδηγώντας τη στο μικρό δωμάτιο που είναι δίπλα από το δικό μου.
Το κλειδί το έχω πάντοτε πάνω στην πόρτα, κι ας μην την ανοίγω ποτέ.
Ξεκλειδώνω, ανάβω το φως και ανοίγω διάπλατα τα χέρια στον αέρα.
«Όλα δικά σου!» της κλείνω το μάτι.
Η Ρόουζ κοιτά άναυδη τις τέσσερις σειρές από τα σταντ με τις κρεμάστρες και βαδίζει σαν αερικό στα κενά ανάμεσά τους. Η πρώτη σειρά είναι γεμάτη καθημερινά ρούχα, η δεύτερη με κοστούμια και ταγέρ, η τρίτη με φορέματα και βραδινές ενδυμασίες, ενώ η τέταρτη με διαφόρων ειδών πανωφόρια. Όλα γυναικεία, άνετα και διαλεγμένα από άτομα με γούστο. Το ένα εξ αυτών είμαι εγώ –δεν μου αρέσει να παινεύομαι, αλλά η αλήθεια πρέπει πάντα να τονίζεται.
«Δεν έχω υπέροχο γούστο;» της κλείνω το άλλο μάτι.
«Πού τα βρήκες όλα αυτά;» ρωτά, ενώ εγώ έχω μείνει άγαλμα βλέποντάς τη να στριφογυρνά σαν μικρό παιδί με τις κρεμάστρες στην αγκαλιά.
«Ήταν της γυναίκας μου», απαντώ και της χαρίζω το πιο διάπλατο χαμόγελό μου. Δεν υποκρίνομαι, είμαι χαρούμενος που βρήκα το κατάλληλο άτομο να τα δωρίσω. Τα περισσότερα απ' αυτά είναι ολοκαίνουρια. Δεν είναι κρίμα να τα τρώει ο σκόρος;
«Της γυναίκας σου;» την ακούω να λέει άξαφνα καθώς οι κρεμάστρες πέφτουν απ' τα δάχτυλά της. «Δεν είχα ιδέα ότι είσαι παντρεμένος».
«Ήμουν», τη διορθώνω. «Ο σωστός χρόνος του ρήματος είναι παρελθοντικός».
Τώρα είναι και πάλι σκυθρωπή.
Μα γιατί;
Γιατί όλοι αντιδρούν έτσι όταν μαθαίνουν ότι δεν είμαι πια παντρεμένος;
Το μεγαλύτερο μάθημα που πήρα από το τέλος του γάμου μου είναι ότι τίποτα δεν διαρκεί για πάντα. Γι' αυτό και οφείλουμε να ζούμε την κάθε στιγμή στο έπακρον, θετική ή αρνητική.
«Πέθανε. Δεν είχε μάθει ποτέ οδήγηση, αλλά ξεψύχησε στον δρόμο· ένα διερχόμενο, με μεγάλη ταχύτητα, αυτοκίνητο τη χτύπησε. Ήταν ακαριαίο, δεν βασανίστηκε. Αυτό συνέβη πριν από τέσσερα χρόνια σε μία από τις μεγαλύτερες λεωφόρους του Τόκιο. Ταξίδευε συχνά στο εξωτερικό για να λανσάρει τα ρούχα της. Ήταν σχεδιάστρια μόδας», απαντώ εν ολίγοις.
Δεν θέλω να συζητάω γι' αυτό. Όχι γιατί με πονάει, αλλά γιατί ανήκει στο παρελθόν.
«Λυπάμαι, Τζέικ», λέει καθώς πιάνει τις κρεμάστρες από το πάτωμα, και κρατάει τη μία φέρνοντάς τη στο ύψος του στήθους της. «Αυτά θα φορέσω. Ταιριάζουν με τα παπούτσια μου», προσθέτει τραβώντας κι ένα από τα πανωφόρια και με αφήνει μόνο μου.
«Δεν θ' αργήσω να ντυθώ!» την ακούω να φωνάζει και το χαμόγελο επιστρέφει στο πρόσωπό μου. Καίγομαι να της πω ότι έχω πολλά ζευγάρια παπούτσια να της δώσω, αλλά στάθηκα ήδη πολύ τυχερός που δέχτηκε να φορέσει τα ρούχα της γυναίκας μου και δεν άρχισε να μου εκτοξεύει διάφορα πώς και γιατί. Ας μην το παρακάνω!
☼☼☼
Περπατάμε περίπου μισή ώρα, ακολουθώντας τη δασική περιοχή, περικυκλωμένοι από τους κόκκινους σφενδάμους της περιοχής μας. Ωστόσο, τα δικά μου μάτια είναι διαρκώς καρφωμένα πάνω της· στο λευκό τζιν και σακάκι της, που κάνουν τρομερή αντίθεση με τα μαύρα μαλλιά και τα πράσινα μάτια της, και στις ανάλαφρες κινήσεις της. Πού και πού κάνει κύκλους, απολαμβάνοντας τον παγωμένο αέρα, και τσαλαβουτά στα τεχνητά ρυάκια που διασχίζουν το δάσος. Κάτι μου λέει ότι αυτή η παιδικότητα που μου εκπέμπει, παρά τις δυσκολίες με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπη και την αμφιβολία που κατά καιρούς τη σφίγγει δυνατά από τον λαιμό, δεν θα χαθεί.
Σε κάποιες φάσεις σιγοτραγουδά διάφορους μελαγχολικούς στίχους και συνεχίζει να γυρίζει γύρω από τον εαυτό της ή με τραβά από το χέρι για να περπατήσω πιο γρήγορα.
Καθώς φτάνουμε στο εστιατόριο, ο ήλιος χάνεται δειλά στις πλαγιές των βουνών και οι πρώτες μικροσκοπικές νυχτερίδες κάνουν την εμφάνισή τους. Ένα μέρος της φύσης πέφτει για ύπνο κι ένα άλλο ανοίγει διάπλατα τα μάτια του, παρακολουθώντας κάθε κίνησή μας.
Αυτή τη φορά καθόμαστε δίπλα δίπλα και τρώμε και πίνουμε επικοινωνώντας μέσα από βογκητά απόλαυσης. Από τα πιασίματα των χεριών μας και από τη σιωπή ή τα από τα γέλια που βγαίνουν αβίαστα από τα σωθικά μας βλέποντας μια παρέα μικρών παιδιών να παίζει κρυφτό. Είναι αλήθεια πως άθελά μας γινόμαστε κι εμείς παιδιά μαζί τους. Εκείνη βέβαια είναι πιο σκανδαλιάρα από εμένα, αφού, κάθε φορά που κάνω να σκουπίσω τη μαρμελάδα των πολωνικών πιροσκί από το πλάι των χειλών της, τραβιέται προς τα πίσω και ξεκαρδίζεται στα γέλια.
Ποιο από όλα τα κομμάτια της είναι πιο αληθινό;
«Πώς την έλεγαν τη γυναίκα σου;» με ρωτά καθώς βαδίζουμε χέρι χέρι για να επιστρέψουμε στο σπίτι.
«Μόνα».
«Μόνα Ουίλιαμς;»
«Ναι. Πού το ξέρεις;»
«Το είδα στα κουδούνια του σπιτιού σου. Αλήθεια, γιατί δε μένατε μαζί;»
«Γιατί της άρεσε να έχει τον προσωπικό της χώρο και χρόνο. Και την ησυχία της, όπως συχνά έλεγε».
«Παράξενο», διαπιστώνει και συμφωνώ μαζί της, εν μέρει. Κι εμένα το ίδιο παράξενο μου είχε φανεί στην αρχή.
«Τι να κάνουμε; Καθένας μας με τις ιδιοτροπίες του. Σαν εσένα που, ενώ στην αρχή πειράχτηκες που σου έδωσα ένα απλό φιλί, τώρα αποφεύγεις τα φιλιά μου όπως ο Διάβολος το λιβάνι».
«Υπάρχει λόγος γι' αυτό», πετάγεται και σουφρώνει τα χείλη. «Κι έχω κάθε δικαίωμα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, κύριε Άντερσον».
«Ωραία, λοιπόν, σε ακούω», λέω και κάθομαι στο παγκάκι δίπλα μας για να ξαποστάσω λιγάκι.
«Από τη μία πρόκειται για ένα διασκεδαστικό παιχνίδι...»
«Για εσένα!» τη διακόπτω.
«Κι από την άλλη, καλύτερα να το πάρουμε από την αρχή. Αργά και σταθερά. Έχεις σκεφτεί τι θα συμβεί αν...»
«Τι είπαμε γι' αυτό;» τη διακόπτω ξανά.
Δεν απαντά και κατεβάζει τη σκοτεινή ματιά της. Έπειτα από λίγο κοιτά με δισταγμό στα δεξιά της, απλώνει τη δεξιά παλάμη της και κουνάει πέρα δώθε το κεφάλι.
«Πού ήταν;» ρωτά, και είμαι σίγουρος ότι δεν απευθύνεται σε εμένα. Γι' αυτό και θα περιμένω υπομονετικά τον οργασμό της, αν και εφόσον χρειαστεί να μου τον δώσει. Αλλά η ώρα περνά και δε μου τον δίνει.
«Είπε ότι θα το βάλει στην τσέπη μου, ώστε να μην καρφωθούμε σ' εσένα».
«Μα καρφωθήκατε αμέσως», απαντώ αφού αποφάσισε πως ο οργασμός της είναι άχρηστος σε αυτή την περίπτωση. «Ποιος ήταν;»
«Ο Πάτρικ», λέει μέσα από τα δόντια της. «Βρήκε το γράμμα του Άνταμ και το έβαλε στην τσέπη μου», συνεχίζει και βγάζει από την τσέπη του σακακιού ένα διπλωμένο χαρτί.
Άλλο κι ετούτο· ή κάπου κάνω λάθος για το τι συμβαίνει με τους φανταστικούς, απρόσκλητους επισκέπτες της ή το είχε εξαρχής πάνω της.
Copyright © Ελένη Αποστολάτου All rights reserved, 2023
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Η εικόνα εξωφύλλου έχει δημιουργηθεί με τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης από τη συγγραφέα για τις ανάγκες της νουβέλας Dead Roses, που δημοσιεύτηκε στο koukidaki.gr σε μέρη, ξεκινώντας από το Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024 και κάθε Σάββατο και Κυριακή.