Το δόγμα, Σαν κολίμπρι, Ο κόσμος των τρελών, Όσα δεν έγιναν, Ειρήνη, Εκκλησιάζοντες

Το δόγμα, Σαν κολίμπρι, Ο κόσμος των τρελών, Όσα δεν έγιναν, Ειρήνη, Εκκλησιάζοντες

Έξι πανέμορφοι τίτλοι από τις εκδόσεις Βακχικόν που αξίζουν τον χρόνο σας και αφήνουν γόνιμο αποτύπωμα. Θέατρο, συλλογές διηγημάτων, μία νουβέλα και ένα μυθιστόρημα· επτά δημιουργοί δοκιμάζονται σε διαφορετικά είδη πεζογραφίας, καθένας με το δικό του ύφος.

Τον Δαμιανό Λαουνάρο τον θυμόμαστε από τις Κατάρες, τη νουβέλα του που επίσης κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν –πρωτόφαντος τότε στο λογοτεχνικό εκδοτικό πεδίο– αλλά και από το διήγημα Μαριονέτα. Ο κόσμος των τρελών αποτελεί μία συλλογή διηγημάτων –είχε δείξει ότι φέρει μια δεξιοτεχνία προς το είδος αυτό– δεκατεσσάρων ιστοριών που πραγματεύονται τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου και περισσότερο την καθημερινότητά του και όλα εκείνα που, θέλοντας και μη, δεν αντιμετωπίζει. Έτσι, είτε βολεμένος κάπου/κάπως είτε απασχολημένος με το επιφανειακό και το φαίνεσθαι, όχι μόνο αρνείται να αντικρίσει το εκάστοτε ζήτημα αλλά πλάθει και τη δική του πραγματικότητα μέσα στην οποία όλα είναι εντάξει (εν τάξει).
Διαβάζοντας θα ταυτιστείτε αλλά και αν δεν ταυτιστείτε θα αναγνωρίσετε τους χαρακτήρες και τα θέματα που βιώνουν καθώς όλες οι συνθήκες αποτελούν αντανακλάσεις της σύγχρονης εποχής ενώ το ερώτημα τι θεωρείται τελικά τρέλα και τι λογική, όπως διατυπώνεται και στο οπισθόφυλλο, είναι καίριας σημασίας.

Μία τάση σε αυτή την έκταση έχει και η συγγραφέας της δεύτερης συλλογής διηγημάτων, η Δοξούλα Παλαμάρα. Το βιβλίο της Σαν κολίμπρι περιέχει είκοσι δύο ιστορίες εστιασμένες σε γυναικείες φιγούρες. Οι ηρωίδες παλεύουν να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις της εποχής έχοντας να ισορροπήσουν και απέναντι στα κοινωνικά στερεότυπα, τα οποία προέρχονται από παλαιές νοοτροπίες, ήδη απαρχαιωμένες και άστοχες που, ωστόσο, εξακολουθούν να υφίστανται.
Κι εδώ θα βρείτε οικείους χαρακτήρες σε πληθώρα υφών: ποικίλα περιβάλλοντα, ποικίλες ηλικίες, διαφορετική προσέγγιση στα «θέλω» και τα «πρέπει», άλλο κοινωνικό υπόβαθρο κ.ο.κ. Σε έναν κόσμο όπου όλα αλλάζουν ταχύτερα από τις προκαταλήψεις κι όπου οι άνθρωποι διαχωρίζονται σε λογικούς άντρες και συναισθηματικές γυναίκες καταλαβαίνουμε αυτοστιγμεί το υπόβαθρο των διηγημάτων, το πεδίο της έμπνευσης και την ανάγκη της όλης προσέγγισης.

Γυναίκα είναι και η ηρωίδα του θεατρικού της Βανέσσας Βαΐτση Ειρήνη και όχι μόνο. Και τα τρία πρόσωπα του έργου είναι γυναίκες. Στην υπόθεση, η εξηντάχρονη Ειρήνη, πρωταγωνίστρια του θεάτρου, που όμως πάσχει από άνοια και ζει με την κόρη της, ξεκινά μαθήματα υποκριτικής σε μία νέα ηθοποιό και δημοσιογράφο. Η δύναμη της δραματικής τέχνης στη ζωή των ηθοποιών αναδεικνύεται ολόλαμπρα μέσα από τις σελίδες του βιβλίου όπως και οι επιπτώσεις της άνοιας τόσο στη ζωή των ασθενών όσο και των οικείων τους.
Θα βρείτε έντονο συναίσθημα σε αυτό το έργο, μπόλικο θεατρικό στοιχείο δοσμένο από την κουίντα, δηλαδή το αθέατο κομμάτι μιας παράστασης που βιώνεται μόνο από τους συντελεστές αυτής, ενσυναίσθηση και στέρεο (γυναικείο) ψυχογράφημα. Αν και το πόνημα αποτελεί την πρώτη εκδοτική απόπειρα της κυρίας Βαΐτση, αναγνωρίζει κανείς εχέγγυα που υπόσχονται περισσότερες συγγραφικές αποτυπώσεις στο μέλλον με ουσία και κύρος.
Στάθηκα λίγο στα λόγια του Θανάση Τριαρίδη, που προλογίζει το βιβλίο, και συγκεκριμένα στο κομμάτι όπου, αναφερόμενος γενικότερα στο ελληνικό θέατρο, λέει μεταξύ άλλων: «Το θέατρο κάθε εποχής δεν κανοναρχείται από τα μεγάλα έργα του παρελθόντος που ξαναέρχονται στη σκηνή, αλλά από τα καινούρια έργα και τους καινούργιους συγγραφείς που πρωτοπαρουσιάζουν.». Μια μεγάλη αλήθεια βεβαίως, που όμως οι συντελεστές (παραγωγοί, σκηνοθέτες κ.λπ.) πολλές φορές «ξεχνούν» είτε επειδή θεωρούν πως ένα παλαιότερο, κλασικό –άρα και δοκιμασμένο– έργο προσφέρει ασφάλεια, είτε επειδή δεν αναζητούν τα νέα έργα, οπότε δεν τα γνωρίζουν. Το ακόμα πιο λυπηρό, σε αυτή την υπόθεση, είναι όταν «φέρνουν» στο σήμερα έργα του περασμένου και προπερασμένου αιώνα με αποτέλεσμα οι υποθέσεις τους να αποδομούνται στη σύγχρονη εποχή ή, στην καλύτερη, να αποδυναμώνονται.

Το δεύτερο θεατρικό, που διάβασα και με κέρδισε, είναι το Εκκλησιάζοντες των Μιχάλη Δαρνάκη και Μαρίας Λαφτσίδου. Πρόκειται για μία ιστορία σατιρικής χροιάς που πραγματεύεται χαρακτηριστικά του Κλήρου και συγκεκριμένα τα κακώς κείμενα αυτού όπως ο φανατισμός, ο ρατσισμός, ο σκοταδισμός... αλλά και η «παράτυπη» κερδοφορία μέσα από αθέμιτους, παράνομους τρόπους και ο πλουτισμός. Δεν είναι η πρώτη φορά που σχολιάζεται η σχέση Εκκλησίας - Κράτους (κάτι μου λέει πως ούτε η τελευταία θα 'ναι) ούτε το Σύστημα στο οποίο ανάγονται όλοι οι εκπρόσωποι. Φυσικά η απληστία, η αγάπη για εξουσία και χρήμα δεν είναι «προνόμια» μόνο του Κλήρου, όμως στην περίπτωσή του μεγιστοποιείται η λανθάνουσα οπτική καθώς δεν είναι μόνο ο ανθρώπινος παράγοντας, που παίζει ρόλο, αλλά η γενικότερη τοποθέτηση της Εκκλησίας και όσων πρεσβεύει που έρχεται σε πλήρη αντίθεση. Η κοινωνία μας, όπως έχει δομηθεί, χαρακτηρίζεται από υποκρισία και κείμενα όπως το παρόν λειτουργούν και ενθυμικά αλλά και βελτιωτικά ενώ διασκεδάζουν!

Η νουβέλα του Χριστόφορου Ευθυμίου Όσα δεν έγιναν έχει κοινωνικό χαρακτήρα και προσανατολισμό στη ψυχοσύνθεση του ανθρώπου, δηλαδή του κεντρικού ήρωα. Στην υπόθεση, ο Νίκος βρίσκεται παντρεμένος με την Αγγέλα και εγκλωβισμένος σε έναν αδιέξοδο γάμο ενώ ούτε στον εργασιακό τομέα είναι καλά, αφού και εκεί έχει συμβιβαστεί. Όταν, σε μεγάλη ηλικία, γνωρίζει τη Βιβή βρίσκει και το θάρρος να αποκαλύψει ένα στοιχείο της φοιτητικής του εποχής που δεν είχε μοιραστεί με κανέναν αν και τον απασχολούσε όλα τα χρόνια.
Αυτή την νύχτα όμως, βαραίνει στη σκέψη του η διαδοχή των ετών, η θολή αλυσίδα των πράξεων που ποτέ δεν αποφασίστηκαν, η σιγασμένη πλέον δέσμη συζητήσεων που με έναν παράδοξο τρόπο συνθέτει ολόκληρη τη ζωή του.
Πρόκειται για ένα ταξίδι προσωπικού προσδιορισμού, μια ιστορία ενηλικίωσης –όπως χαρακτηριστικά λέει η περιγραφή του– που θίγει ζητήματα σχέσεων, σταδιοδρομίας κ.λπ. μέσα από έναν χαρακτήρα που θυμώνει με τον εαυτό του αναλογιζόμενος πόσο μικρός στάθηκε απέναντί του για πλήθος λόγων που διακυμαίνονται από την ανύπαρκτη βούληση ως το βάσανο της μνήμης.

Και, τέλος το μυθιστόρημα της Μαρίας Παναγοπούλου Το δόγμα πραγματεύεται φιλοσοφικά ερωτήματα για να καταλήξει στην ατομική ευθύνη και την αυτόνομη σκέψη. Κι αφού η δράση τοποθετείται σε μία μελλοντική εποχή, όπου τα πάντα έχουν ανατεθεί στην τεχνητή νοημοσύνη, «βλέπει» τον άνθρωπο στο πώς θα έχει οδηγηθεί παραιτούμενος από τη φύση του. Αν δεν ήταν μυθιστόρημα θα μπορούσε να είναι μία μελλοντολογική μελέτη ή ένα δοκίμιο τέτοιας υφής. Είναι όμως μία μυθοπλασία που βάζει στο τραπέζι απτά ζητήματα και ερευνά την ανθρώπινη σύνθεση μέσα σε ένα νέο πλαίσιο που δεν απέχει ωστόσο από το ρεαλιστικό φάσμα (εννοώ, δεν είναι κάτι απίθανο· το αντίθετο, μία τέτοια συνθήκη είναι πολύ πιθανή).