Η Πηνελόπη Δέλτα (1874-1941) ήταν Ελληνίδα συγγραφέας κυρίως παιδικών βιβλίων και μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες των αρχών του 20ού αιώνα. Μεγάλωσε σε πλούσιο αστικό περιβάλλον και το 1895 παντρεύτηκε τον Φαναριώτη έμπορο Στέφανο Δέλτα, με τον οποίο απέκτησαν τρεις κόρες. Το 1905 γνώρισε τον Ίωνα Δραγούμη κι έζησε έναν σφοδρό πλατωνικό έρωτα που τη σημάδεψε ψυχικά για μεγάλο διάστημα.
Η Δήμητρα Παπαδήμα μελέτησε πολύ καλά την προσωπικότητα της συγγραφέως και τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής και έγραψε ένα κείμενο που δεν μας συστήνει απλώς την Πηνελόπη Δέλτα αλλά και την κάθε γυναίκα που έχει παγιδευτεί στις απαιτήσεις της οικογένειας και του κύκλου της, έχει καταπνίξει τα όνειρά της κι επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη στην ανατροφή των παιδιών της σαν αυτά που της μετέδωσαν οι δικοί της.
Η δωρική, αυστηρή μορφή της Δήμητρας Παπαδήμα φέρνει στο φως μια φιγούρα που όλοι έχουμε γνωρίσει μέσα από τα έργα και τις επιστολές της και μας τη συστήνει από την αρχή. Μεταμορφώνεται αρχικά σε καταπιεσμένο κοριτσάκι που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στα «πρέπει» των γονιών της και στα «θέλω» της ηλικίας της, που μεγαλώνει σ' ένα ευπρεπές τρυφηλό περιβάλλον και προσπαθεί να κατανοήσει τους γονείς της, να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά τους απέναντί της, να βελτιώσει τα δικά της λάθη και να προοδεύσει στο σχολείο. Από σκηνή σε σκηνή και από πράξη σε πράξη το κοριτσάκι γίνεται γυναίκα, προσπαθεί να βρει τον δικό της δρόμο, επηρεάζεται από τα ιστορικά γεγονότα της εποχής της, γράφει βιβλία, χωρίς να έχει πάψει ούτε στιγμή να χρειάζεται την αγκαλιά και την επιβράβευση της μάνας της. Το προξενιό με τον Στέφανο Δέλτα για το οποίο δεν έχει άποψη και υπακούει, τα παιδιά που αποκτάει, η ωριμότητα που έρχεται μέσα από συζητήσεις και εμπειρίες, είναι γεγονότα που ωριμάζουν τον χαρακτήρα που υποδύεται η Δήμητρα Παπαδήμα, η οποία κι εκείνη με τη σειρά της σταδιακά μεταμορφώνεται, «μεγαλώνει», αλλάζει.
«Γιατί κάποιες φορές πονάω τόσο βαθιά από την περιφρόνησή σας, μητέρα, που θέλω να ξεπεράσω τον πόνο με πόνο», έτσι αρχίζει η διαρκής πάλη της Πηνελόπης για την αναγνώριση από τη μητέρα της, για ένα «μπράβο», για ένα χάδι που σπάνια έως ποτέ τα έχει νιώσει στους παιδικούς της ώμους. Προσέχει τα πάντα γύρω της, τα αδέλφια της, την υπάκουη και αφοσιωμένη Αλεξάνδρα και τον αλύγιστο και απαραπόνετο Αντώνη, διαπιστώνει πως «από αγάπη οι γονείς μας δεν καταλαβαίνουν τίποτα» και ουρλιάζει: «Βλέπω παντού αδικίες κι εγώ διψώ για αγάπη!». Πνίγεται: «Με τη σκληρότητα υψώνονται γιοφύρια και τα παιδιά πονούν!». Καταφύγιό της τα βιβλία, όπου όμως βλέπει καταστάσεις εντελώς αντίθετες από αυτές που ζει και ξαφνιάζεται: «Στα βιβλία οι μητέρες αγαπάνε τα παιδιά τους, τι, ψέματα λένε, για να συγκινούν;». Γι' αυτό αποφασίζει: «Ιστορίες για μητέρες θα γράψω» γιατί «το γράψιμο με γεμίζει φως.».
Ακολουθούμε λοιπόν την ηρωίδα στα βήματα της ενηλικίωσης και μέσα από τα σχόλια και τις παρατηρήσεις της διαπιστώνουμε προβλήματα που τελικά αποδεικνύονται διαχρονικά και, δυστυχώς, έχουν απήχηση ακόμη και στις μέρες μας. Η αδιαφορία και ο θυμός των παιδιών απέναντι στη μάθηση, τα προβλήματα της εκπαίδευσης («Δάσκαλος, ο πρώτος μας εχθρός»), τα λάθη στην ανατροφή εντοπίζονται γύρω μας ακόμη και ύστερα από τόσα χρόνια, κάτι που κάνει το έργο όχι απλά έναν βιογραφικό μονόλογο αλλά μια κραυγή αγωνίας να μην επαναληφθούν τα ίδια λάθη γιατί τα πράγματα θα οδηγηθούν σε χειρότερα μονοπάτια. Το κείμενο δεν δίνει ξεκάθαρες λύσεις ούτε και ηθικολογεί, μέσα όμως από τα γεγονότα και τις πράξεις της Πηνελόπης Δέλτα καταλαβαίνουμε, συμπάσχουμε και παίρνουμε τις αποφάσεις που χρειάζονται τα παιδιά μας, η οικογένειά μας, ο κόσμος γύρω μας. Η φράση «Δύσκολο να είσαι μάνα, ακόμη πιο δύσκολο να είσαι κόρη» δεν είναι παρωχημένη, δεν έχει χαθεί στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, είναι εδώ, με στυλωμένα πόδια, δίπλα μας, γύρω μας. Επίσης, ποιος θα μείνει ασυγκίνητος όταν, στο προξενιό με τον Στέφανο Δέλτα, αντί ν' ακούει λόγια χαράς, προσμονής και ανυπομονησίας από μια νέα κοπέλα που ετοιμάζεται να παντρευτεί, την ακούει να διατυπώνει πικρές λέξεις: «Μου παινεύουν το εμπόρευμα που θα πάρω;». Κι όταν γίνεται τελικά μητέρα, παραμένει φορτωμένη με τις νουθεσίες, την αυστηρότητα και την ψυχρότητα της μητέρας της και κάνει ακριβώς τα ίδια και στα δικά της παιδιά: «Διπλή μοναξιά σε κάθε μου βήμα!». Κι έρχεται ο Ίων Δραγούμης, «Παραφροσύνη, σε καλωσορίζω», για να ταράξει τη «μονόχρωμη σταχτιά ρουτίνα» της ζωής της. Και τότε...
Η Δήμητρα Παπαδήμα, σκηνοθετημένη σωστά από τη Θαλασσινή Βοσταντζόγλου, ζωντανεύει με επάρκεια, πιστότητα, ταλέντο την Πηνελόπη Δέλτα και καταφέρνει να μας τη συστήσει ολοκληρωμένα και τρισδιάστατα. Κινείται σ’ ένα σκηνικό γεμάτο βιβλία και τραπέζια, όπου δεσπόζει ένας σχολικός μαυροπίνακας με κιμωλία και σπάει τον μονόλογό της συνομιλώντας με τη μητέρα, τον πατέρα και τον άντρα της μέσα από έξυπνα τρικ. Με τη χρήση ενός φακού, με συγκεκριμένες θέσεις για το κάθε πρόσωπο, γίνεται Βιργινία Χωρέμη (αυστηρή, ψυχρή, κοφτή φωνή), Εμμανουήλ Μπενάκης (διαλλακτική, ουδέτερη φωνή), Στέφανος Δέλτας (γλυκιά, υποχωρητική φωνή). Η Δήμητρα Παπαδήμα μετακινείται συνεχώς, γνωρίζει πολύ καλά τον χώρο και χρησιμοποιεί με ακρίβεια τα αντικείμενα της παράστασης. Συνδυάζει άψογα το ταλέντο της με τη σκηνοθετική ματιά που την καθοδηγεί στη σκηνή, δεν ξεχνιέται και δεν αφήνει να της ξεφύγει η παραμικρή λεπτομέρεια για την καλύτερη απόδοση του ρόλου της. Το πρόσωπό της και το σώμα της είναι τα μέσα που αξιοποιεί κατά κόρον και με έκπληξη διαπίστωσα πως, όσο προχωράει η παράσταση, τόσο εκείνη μεγαλώνει εμφανισιακά και ενδυματολογικά, αλλάζοντας ρούχα πίσω από ένα παραβάν, χωρίς όμως να χάνεται ούτε μια στιγμή στη σιωπή. Μιλάει, φωνάζει, προβληματίζεται, αντιδράει, τρέχει, γονατίζει, γράφει στον πίνακα, φωτίζει και φωτίζεται (υπεύθυνος της κίνησης ο Αυγουστίνος Κούμουλος) και τα ρούχα της όλο και σκουραίνουν όσο πλησιάζουμε στο τέλος. Οι φωτισμοί του Δημήτρη Κουτά είναι άψογοι και σωστοί, τονίζουν το συναισθηματικό βάρος του ρόλου, διαχωρίζουν τις πράξεις του έργου και βοηθάνε στο συναίσθημα του θεατή. Μου άρεσε πολύ που στη γνωριμία με τον Ίωνα Δραγούμη δεν υπάρχει τίποτα φωτεινό και χαρούμενο αλλά ένα μαύρο σκοτάδι όσο περιγράφει η Δήμητρα Παπαδήμα τα γράμματά τους και τον πλατωνικό τους έρωτα, για να μην αναφερθώ στο κόκκινο χρώμα του αίματος που έπεσε πάνω της όταν αφηγείται την πρώτη τους γνωριμία. Η μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα είναι ένα καλό συμπλήρωμα, αν και κατά καιρούς πιο έντονο ηχητικά απ’ όσο θα έπρεπε.
«Φυλάξτε τα γραπτά μου και μάθετε από αυτά», είναι η προτροπή της Πηνελόπης Δέλτα και η Δήμητρα Παπαδήμα χρησιμοποιεί ευρηματικά το πλούσιο υλικό από τη ζωή και την προσωπικότητα αυτής της σημαντικής γυναίκας για να ρίξει άπλετο φως στα λάθη που εξακολουθούν να γίνονται στην ανατροφή των παιδιών και στην ακόμη δυσχερή θέση της γυναίκας στην κοινωνία. «Το πορτρέτο» είναι ένας τρυφερός και συγκινητικός μονόλογος που δείχνει κάθε πτυχή της προσωπικότητας της αγαπημένης συγγραφέως μικρών και μεγάλων και η Δήμητρα Παπαδήμα του δίνει πνοή σε μια καλοκουρδισμένη παράσταση γεμάτη συναίσθημα και ερμηνευτικές αρετές.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Σκηνοθετικό σημείωμα:
Ξεκινήσαμε αυτή τη δουλειά με πολλή αγάπη και πολύ αγωνία, αφού πρώτη φορά δουλεύουμε μάνα και κόρη μαζί. Με πολλές πρόβες, πολλές κουβέντες και πολλή χαρά καταφέραμε να δέσουμε το κλασικό με το σύγχρονο, όπως νομίζω ότι ήταν η ψυχή αυτής της γυναίκας. Μέσα από αυτό το έργο που έγραψε η μητέρα μου, την κατάλαβα κι εγώ περισσότερο ως άνθρωπο και το ίδιο πιστεύω και για εκείνη. Αυτή η σύνδεση μεταξύ μας, έφερε και το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Συντελεστές:
Συγγραφέας: Δήμητρα ΠαπαδήμαΣκηνοθεσία: Θαλασσινή Βοσταντζόγλου
Μουσική: Ευανθία Ρεμπούτσικα
Φωτισμοί: Δημήτρης Κουτάς
Χορογραφία: Αυγουστίνος Κούμουλος
Φωτογραφίες: Εβίτα Σκουρλέτη
Γενική επιμέλεια: Γιάννης Μποσταντζόγλου
Παίζουν: Δήμητρα Παπαδήμα