Γιώργου Κονίδη
Που περνούν και χάνονται.
Για πάντα.
Μέσα από την αγωνία για την ίδια σου την ύπαρξη έμαθες επιτέλους και εσύ να ξεχνάς.
Να κοιτάς μέσα από τον καθρέπτη τα μάτια σου και ένα οικείο πρόσωπο να σε αντικρίζει χαμογελώντας.
Να ακούς μουσική, τρέχοντας σε μια λεωφόρο, ενώ ο αγέρας να σου μαστιγώνει το πρόσωπο.
Να σταματήσεις επιτέλους να χτυπάς τα χέρια σου στον τοίχο, γιατί μόνο εσύ ματώνεις.
Συμβαίνει να γράφεις ξεχνώντας την ουσία.
Να κοιμάσαι δίχως όνειρα.
Να πρεσβεύεις ότι ζεις, να νομίζεις ότι αναπνέεις μέσα από κλειστούς τοίχους, μέσα από αδιέξοδα, μέσα από ανύπαρκτες χαρές.
Να ερωτοτροπείς με σώματα δίχως πρόσωπα και σαν σταματήσεις, να θέλεις να τρέξεις μακριά, όμως δεν ξέρεις τι θέλεις, πού να πας.
Συμβαίνει να έχεις χάσει ό,τι αγάπησες.
Να θέλεις να κλάψεις και να μην μπορείς.
Να θυμώνεις όταν σου λένε σε αγαπώ πρόσωπα που ούτε το διανοήθηκες ποτέ ότι μπορείς να αγαπήσεις.
Συμβαίνει το νερό να μην μπορεί πια να καθαρίσει το κορμί σου από τα άλλα χέρια που το άγγιξαν.
Αυτοί που σε νομίζουν έτσι ή αλλιώς και βρίσκονται χιλιάδες μίλια μακριά από αυτό που πραγματικά είσαι.
Προσπαθώντας απεγνωσμένα να κρυφτείς καλά, αλλά κάποτε να σε ξετρυπώνει μαζεμένο και παγωμένο σε μια βρόμικη γωνία, ο ίδιος σου ο εαυτός.
Συμβαίνει να βρέχει και ο ήλιος να μη κρύβεται.
Το φεγγάρι να χάνεται από τα μαύρα πυκνά σύννεφα και τα δειλινά να έχουν σταχτί χρώμα.
Να φωνάζεις κάποια βοήθεια στο κέντρο της πόλης και να μην ακούγεσαι.
Συμβαίνει εκκλησίες να καταντούν μαγαζιά που κλείνουν τη νύχτα αδιαφορώντας ότι πραγματικά τις έχουν ανάγκη και τότε.
Οι ταμπέλες να υπνωτίζουν αναβοσβήνοντας και οι πεζοί, ολωσδιόλου ανίκανοι, να μην τολμούν να παραβιάσουν τους αφοπλιστικούς νόμους μιας κοινωνίας που παραλύει.
Συμβαίνει κάπου τώρα κάποιος να ξεψυχάει, κάπου αλλού άλλος να γελάει ή να κλαίει για κάποιον που χάθηκε για πάντα.
Συμβαίνει δάση να καίγονται, οι λαοί να εξοντώνονται σε πολέμους, οι αρρώστιες να σκοτώνουν παιδιά, ο αγέρας να μυρίζει μόλυνση, η θάλασσα να μην είναι πια γαλάζια, να μη γνωρίζεις το όνομα του διπλανού σου.
Άνθρωποι από ψηλά βάθρα, ή μπαλκόνια, να πουλάνε ψεύτικα ιδανικά.
Σε απρόσωπα πλήθη που σαν υπνωτισμένα διαλύονται έτσι εύκολα όπως μαζεύτηκαν.
Συμβαίνει να μην ακούς όταν σου μιλάω και να μην ακούω σαν μου μιλάς.
Να κάνουμε και οι δύο σκοτεινές σκέψεις χωρίς κανένα σημείο επαφής.
Συμβαίνει να μην υψώνει κανένας πια το βλέμμα του στον ουρανό, οι μέρες και οι νύχτες να περνούν τόσο ίδιες και τόσο άδειες, πρόσωπα αγαπημένα να ξεχνιούνται και ο πόνος να ζωγραφίζεται ανάγλυφα στην ψυχή.
Συμβαίνει κάποια μεσάνυχτα, ενώ ένα κομμάτι μπλουζ ξεψυχάει στο ράδιο, κάποιος δίπλα καθισμένος σε μια βαθιά πολυθρόνα να καπνίζει ενώ τα μάτια του γυαλίζουν παρατηρώντας αφηρημένα έξω από τις γρίλιες τα τελευταία τρένα που περνούν χαμένα από σκέψεις.
Συμβαίνει όλοι να είμαστε τόσο μακριά από το ιδανικό μας.
Ξέρεις, ίσως οι περισσότεροι από εμάς δεν θα φτάσουμε σε αυτό ποτέ.
Δεν υπάρχει γιατί σε αυτό.
Απλώς συμβαίνει...
Copyright © Γιώργος Κονίδης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα ζωγραφικής Natalia Stineli (Christmas Eve, ακρυλικό σε καμβά)