Η νουβέλα της Ελένης Αποστολάτου Dead Roses αφορά πρωτόφαντο έργο της και δημοσιεύεται περιοδικά από τις 13 Ιανουαρίου 2023 δύο φορές την εβδομάδα και συγκεκριμένα κάθε Σάββατο και Κυριακή. Ακολουθεί το δέκατο μέρος. Περίληψη:
Τα Χριστούγεννα του 2023 πλησιάζουν δίνοντάς μου την ευκαιρία για ένα νέο ξεκίνημα.Ποτέ δεν ήμουν αισιόδοξη, αλλά με τον ερχομό του νέου έτους σκοπεύω να ανακαλύψω όσα με βυθίζουν στην απελπισία, ακόμα κι αυτά που είναι καλά θαμμένα στο πίσω μέρος του μυαλού μου.Η καριέρα μου μόλις έφτασε στο τέλος της και μαζί της τελείωσε κι η ζωή μου όπως την ήξερα. Εδώ και λίγα χρόνια δεν έχω ούτε φίλους ούτε προσωπική ζωή, οπότε το μόνο που μου απέμεινε είναι ο εαυτός μου, η Ρόουζ, που ήρθε σε αυτόν τον κόσμο για να δώσει χαρά στους γονείς της. Η μητέρα μου αγαπούσε τα ρόδα και μου χάρισε το όνομά τους για να μου δείξει το πόσο λάτρευε κι εμένα, κι ας με γέμισε με τις δικές της άχρηστες πεποιθήσεις. Εγώ από την άλλη ταυτίζω το όνομά μου με το πένθος· με κάθε φωτιά που κατέκαψε την αγνότητα και τη φρεσκάδα μου. Με κάθε τέρας που συνάντησα σε αυτό το επίγειο ταξίδι και του επέτρεψα να μου κόψει τα φτερά.Αυτή τη στιγμή, όμως, είμαι αποφασισμένη να βρω το δικό μου νόημα ύπαρξης και να αλλάξω όσα δεν μου αρέσουν σ' εμένα. Είμαι η Ρόουζ και επιστρέφω στο παρελθόν και στο πατρικό μου, για να αναγεννηθώ από τις στάχτες μου. Άλλωστε, αυτό δεν είναι το νόημα κάθε νέας αρχής;
Όνειρα γλυκά
Δαγκώνω τη γλώσσα μου· τόσο δυνατά που γεύομαι τη μεταλλική γεύση του αίματός μου. Δεν ονειρεύομαι. Μετράω τα δάχτυλα του ενός χεριού μου. Δεν είναι ούτε λιγότερα ούτε περισσότερα. Δεν ονειρεύομαι.
«Έλα σ' εμένα», μου λέει ανοίγοντας τα χέρια.
Δεν ονειρεύομαι! Βγάζω τις ψηλοτάκουνες μπότες και κατευθύνομαι τρέχοντας προς το σαλόνι, μα λυγώ από τον πόνο στο κουντεπιέ μου και τα βήματά μου κόβονται. Δίπλα στο πόδι μου στέκει ένα γυάλινο γοβάκι με μυτερό τακούνι, το οποίο ίσα που σκεπάζεται από ένα γαλάζιο ύφασμα. Υψώνω σιγά σιγά τα μάτια και βλέπω μια ξανθιά κοπέλα, η οποία με ακινητοποιεί με το παγωμένο ύφος της. Το φόρεμά της είναι φουσκωτό και στην κορυφή του κεφαλιού της έχει ένα σκουριασμένο, φτιαγμένο από καρφιά στέμμα. Το αίμα κυλά στο μέτωπό της. «Βρες τον πρίγκιπά μου», ουρλιάζει ξανά και ξανά, ενώ εγώ αλλάζω πορεία και βαδίζω κουτσαίνοντας μέχρι την κουζίνα. Κλείνω την πόρτα πίσω μου, την κλειδώνω και παίρνω βαθιές ανάσες. Ψάχνω για το κινητό στις τσέπες μου και θυμάμαι ότι μου έπεσε στον νιπτήρα. «Γαμώτο!» ψελλίζω και τότε τον βλέπω να κάθεται σε μία από τις καρέκλες.
«Συγγνώμη που σε άφησα μόνη. Αυτή η γυναίκα με τρομάζει περισσότερο κι από τον Διάβολο. Εκείνος γίνεται πιο γλυκός κι από σιρόπι σφενδάμου όταν έχει έναν στόχο», λέει και με πλησιάζει.
«Τι σκατά γίνεται, Πάτρικ, εξήγησέ μου!»
Τώρα το στόμα του βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από το δικό μου. «Μην...» Όσα θέλω να του πω τα ξεχνώ καθώς γεύομαι το φιλί του. Η γλώσσα του γλιστρά με τρυφερότητα γύρω από τη δική μου. Τα χείλη του είναι απαλά σαν μετάξι. Τα χάδια του στους γλουτούς και στα στήθη μου είναι βάλσαμο για εμένα. Εγώ θεράπευσα τις εξωτερικές πληγές του κι αυτός μου γιατρεύει τις ουλές που έχουν χαραχτεί στο κέντρο της καρδιάς μου.
«Μου λείπεις», παραδέχομαι με τα μάτια μου να κλείνουν από τη χαλάρωση και συνάμα την ένταση που δημιουργεί σε κάθε κύτταρό μου η επαφή μας. «Αλλά πρέπει να σ' ελευθερώσω από τα δεσμά μου. Είσαι νεκρός. Ακολούθα το φως!»
«Ποιο φως; Βλέπεις κάτι που δε βλέπω;», γελά, και το γέλιο του με παρασύρει να γελάσω κι εγώ έπειτα από πολύ καιρό.
«Τι θα κάνω τώρα, Πάτρικ;»
«Έφυγαν, δεν τις αισθάνομαι πια».
«Και τι μ' αυτό; Δε θα ξανάρθουν;» ακουμπώ το μέτωπό μου στον ώμο του και οσμίζομαι την πραλίνα που αναδίδεται από την αναγεννημένη επιδερμίδα του.
«Σκότωσε τον Διάβολο», μου λέει τρίβοντάς μου την πλάτη.
«Τον Διάβολο;»
«Δεν τον θυμάσαι από εκείνο το πρωινό στον στάβλο μου;»
«Αυτός... αυτός είναι πραγματικά ο Διάβολος; Δεν κάνω λάθος;»
«Δε θα σου δώσω εγώ όλες τις απαντήσεις. Τις έχεις μέσα του άλλωστε. Εγώ είμαι εδώ για να σου δίνω θάρρος. Ή, ακόμα καλύτερα, για να σου υπενθυμίζω πόση δύναμη κρύβεις μέσα σου», λέει και η μορφή του σβήνει, αφήνοντάς με να κοιτώ το κενό με το στόμα ανοιχτό.
Ξεκλειδώνω προσεκτικά για να μην ακουστώ, τη σπρώχνω ελαφρώς και κοιτώ από το μικρό άνοιγμα. Τα πόδια μου τρέμουν στην ιδέα να την ανοίξω κι άλλο μα δεν έχω άλλη επιλογή. Βγαίνω έξω κι ανεβαίνω στο δωμάτιο σκοπεύοντας να πάρω το γράμμα, όμως είναι άφαντο. Γονατίζω και κοιτώ κάτω από το κρεβάτι. Δεν είναι ούτε εκεί. Φοράω τα αθλητικά παπούτσια μου κι ένα μπουφάν, παίρνω τα κλειδιά μου και δραπετεύω από τη φυλακή του παρελθόντος μου.
Οδηγώ προσεκτικά, καθώς η ομίχλη όλο και πυκνώνει και δεν είναι απίθανο να ξεπεταχτεί κάποιο ζώο ή κάποιο παιδί στον δρόμο μου. Πάλι ξέχασα να πάρω το κινητό μου, και ανησυχώ για την Κάθριν. Όμως αν όλα αυτά είναι ψέματα που γεννά το μυαλό μου, αποκλείεται να συνέβη κάτι κακό στην Κάθριν. Επίσης, ξέχασα να ρωτήσω τον Πάτρικ για την ταυτότητα αυτής της γυναίκας στον καθρέφτη μου και για τον λόγο που τον τρομοκρατεί.
Λίγο πριν φτάσω στον προορισμό μου, χαμηλώνω ταχύτητα και προσπαθώ να θυμηθώ σε ποιο στενό έστριψε η Σίλια για να βρεθεί ακριβώς έξω από το γραφείο του υπνοθεραπευτή. Πράγμα αδύνατον, μιας και κοιμόμουν όρθια. Εντούτοις, μια πινακίδα με την αναγραφή του ονόματός του και των υπηρεσιών του με βοηθά να ακολουθήσω τη σωστή διαδρομή. Συνεχίζω ευθεία. Διανύω περίπου δύο χιλιόμετρα και βλέπω ακόμα μία πινακίδα με την ένδειξη να στρίψω αριστερά. Πρέπει να είναι αρκετά γνωστός και να έχει μπόλικη πελατεία, αλλιώς δεν εξηγείται ο λόγος για τον οποίο έχουν τοποθετήσει τόσες ταμπέλες στην περιοχή κοντά στο γραφείο του.
Βάζω το αυτοκίνητο στο ελεύθερο, εξωτερικό πάρκινγκ. Παίρνω την τσάντα που είχα αφήσει από την προηγούμενη εξόρμησή μου στα πίσω καθίσματα και ψάχνω για το σωστό κουδούνι. Το πρώτο γράφει «Γραφείο». Το δεύτερο «Οικία Τζέικομπ Άντερσον» και το τρίτο «Οικία Μόνα Ουίλιαμς». Κοιτάω το ρολόι μου. Η ώρα είναι μία άρα αποκλείεται να εργάζεται μες στο μεσημέρι. Συν τοις άλλοις, ο μόνος λόγος που εργάστηκε σήμερα ήμουν εγώ. Πατάω το κουδούνι του σπιτιού του και προσεύχομαι χαμηλόφωνα, για να μη με βρίσει.
«Πέρνα μέσα, Ρόουζ», ακούω τη φωνή του και σπρώχνω τη βαριά πόρτα. Μπαίνοντας, τον βλέπω να με περιμένει στο ισόγειο. Μου κάνει νόημα και τον ακολουθώ μέχρι τον πρώτο, όπου και βλέπω την είσοδο του σπιτιού του.
«Συγγνώμη για το ακατάλληλο της ώρας», λέω καθώς κάθομαι σε μία από τις πολυθρόνες του.
«Τα μαύρα σου τα χάλια έχεις. Δεν έχεις κοιμηθεί καθόλου;» απαντά και παίρνει θέση στον καναπέ δίπλα μου.
«Σ' ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια!» μουτρώνω αυθόρμητα και σταυρώνω τα χέρια στο στήθος. «Όχι, δεν τα κατάφερα».
«Είσαι εδώ γιατί διάβασες το γράμμα;»
«Είμαι εδώ γιατί έχασα το γράμμα... αλλά αυτό είναι μεγάλη ιστορία. Δέχτηκα επίθεση».
«Από ποιον;»
«Από τις σκιές. Και ναι, έναν καφέ θα τον έπινα ευχαρίστως. Αλήθεια, τόσο ευγενικός είσαι πάντα;»
«Δεν το συνηθίζω όταν μου διακόπτουν δύο φορές τον ύπνο, αγαπητή μου».
«Δεν ήσουν υποχρεωμένος να μου ανοίξεις».
«Όντως δεν ήμουν;» συνοφρυώνεται για λίγο κι έπειτα τα φρύδια του επιστρέφουν στο αρχικό τοξωτό σχήμα τους.
«Όντως», λέω αδιάφορα αλλά δεν τον πείθω.
«Καλύτερα να τον ξεχάσεις τον καφέ. Οι μαύροι κύκλοι κάνουν πάρτι κάτω από τα μάτια σου. Αυτό που χρειάζεσαι τώρα είναι ένας καλός ύπνος. Το ίδιο κι εγώ. Τι λες, πάμε;» με ρωτά και μου κλείνει το μάτι.
«Μαζί;» συνοφρυώνομαι κι εγώ με τη σειρά μου.
«Φαντάζομαι ότι δίπλα μου θα είσαι πιο ασφαλής».
«Τα έχεις βάλει ποτέ με σκιές;»
«Έχεις δοκιμάσει να κοιμηθείς με παρέα;»
«Μήπως είσαι ανώμαλος;»
«Αν ήμουν θα το παραδεχόμουν;»
«Δεν νομίζω».
«Ωραία, λοιπόν, είμαι ανώμαλος. Πάμε για ύπνο τώρα;»
Τον ακολουθώ και πάλι, αλλά αυτή τη φορά μπαίνουμε στο δωμάτιό του. Είναι πολύ σκοτεινό –μάλλον δεν σηκώνει ποτέ τα στόρια. Στη γωνία δίπλα από το κρεβάτι του έχει ένα μικρό σιντριβάνι και πάνω από το κρεβάτι έναν πίνακα με δυο πάλλευκους άνδρες που κολυμπούν σε μια καταγάλανη θάλασσα. Ή μήπως είναι άγγελοι που πετάνε στο γαλάζιο του ουρανού; Ποτέ δεν κατάλαβα ποιο είναι το νόημα της αφηρημένης τέχνης.
Μου πετάει ένα ζευγάρι πιτζάμες, που προλαβαίνω και τις πιάνω λίγο πριν πέσουν στο πάτωμα, βγάζοντάς με από τις σκέψεις μου.
«Ώρα για ύπνο!» με διατάζει και χώνεται κάτω από τα σκεπάσματα. Δεν είχα προσέξει πως κι αυτός φοράει πιτζάμες. Πιο πολύ με φόρμα μού έμοιαζαν τα ρούχα του. Άλλα τι άλλο θα φορούσε ενώ κοιμόταν;
«Δε γίνεται να αλλάξω μπροστά σου».
«Πήγαινε δίπλα, στην τουαλέτα».
«Φοβάμαι!»
«Βγάλε το μπουφάν και πέσε με τα ρούχα».
«Δεν είμαι βρομιάρα».
«Όμως είσαι κουραστική. Δεν έχω μάτια στην πλάτη, Ρόουζ».
Τώρα δεν έχει κι άδικο... απλώς ούτε που θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που κοιμήθηκα με άντρα. «Ξέρεις. Έχω χρόνια να το κάνω αυτό», του λέω βγάζοντας σιγά σιγά το παντελόνι και την μπλούζα μου αλλά δεν απαντά. Ροχαλίζει. Εγώ αγχώνομαι κι αυτός κοιμάται του καλού καιρού. Φοράω στα γρήγορα τις πιτζάμες και ξαπλώνω δίπλα του.
Ένας αναστεναγμός βγαίνει άξαφνα από τα σωθικά μου και βολεύομαι στο πλάι. Το στρώμα είναι σκληρό αλλά ζεστό και το χέρι του Τζέικ σκεπάζει το δικό μου. Ούτε που κατάλαβα πότε γύρισε πλευρό. Το πρόσωπό του είναι στραμμένο στο πρόσωπό μου. «Δεν κοιμάσαι;» τον κοιτώ με τα μάτια μου να στενεύουν.
«Όχι βέβαια. Προσποιήθηκα πως με πήρε ο ύπνος για να αλλάξεις και να ξαπλώσεις. Όνειρα γλυκά», απαντά καθώς τα βλέφαρά μου βαραίνουν. Για ακόμα μία φορά, παρά την αγένειά του, με καθησυχάζει και με κάνει να στρέφω τις σκέψεις μου σε εκείνον.
«Όνειρα γλυκά...» ψιθυρίζω μεταξύ ύπνου και πραγματικότητας. «Όταν ξυπνήσουμε, όλα θα είναι πιο όμορφα!»
Copyright © Ελένη Αποστολάτου All rights reserved, 2023
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Η εικόνα εξωφύλλου έχει δημιουργηθεί με τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης από τη συγγραφέα για τις ανάγκες της νουβέλας Dead Roses, που δημοσιεύτηκε στο koukidaki.gr σε μέρη, ξεκινώντας από το Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024 και κάθε Σάββατο και Κυριακή.