Η νουβέλα της Ελένης Αποστολάτου Dead Roses αφορά πρωτόφαντο έργο της και δημοσιεύεται περιοδικά από τις 13 Ιανουαρίου 2023 δύο φορές την εβδομάδα και συγκεκριμένα κάθε Σάββατο και Κυριακή. Ακολουθεί το έβδομο μέρος. Περίληψη:
Τα Χριστούγεννα του 2023 πλησιάζουν δίνοντάς μου την ευκαιρία για ένα νέο ξεκίνημα.Ποτέ δεν ήμουν αισιόδοξη, αλλά με τον ερχομό του νέου έτους σκοπεύω να ανακαλύψω όσα με βυθίζουν στην απελπισία, ακόμα κι αυτά που είναι καλά θαμμένα στο πίσω μέρος του μυαλού μου.Η καριέρα μου μόλις έφτασε στο τέλος της και μαζί της τελείωσε κι η ζωή μου όπως την ήξερα. Εδώ και λίγα χρόνια δεν έχω ούτε φίλους ούτε προσωπική ζωή, οπότε το μόνο που μου απέμεινε είναι ο εαυτός μου, η Ρόουζ, που ήρθε σε αυτόν τον κόσμο για να δώσει χαρά στους γονείς της. Η μητέρα μου αγαπούσε τα ρόδα και μου χάρισε το όνομά τους για να μου δείξει το πόσο λάτρευε κι εμένα, κι ας με γέμισε με τις δικές της άχρηστες πεποιθήσεις. Εγώ από την άλλη ταυτίζω το όνομά μου με το πένθος· με κάθε φωτιά που κατέκαψε την αγνότητα και τη φρεσκάδα μου. Με κάθε τέρας που συνάντησα σε αυτό το επίγειο ταξίδι και του επέτρεψα να μου κόψει τα φτερά.Αυτή τη στιγμή, όμως, είμαι αποφασισμένη να βρω το δικό μου νόημα ύπαρξης και να αλλάξω όσα δεν μου αρέσουν σ' εμένα. Είμαι η Ρόουζ και επιστρέφω στο παρελθόν και στο πατρικό μου, για να αναγεννηθώ από τις στάχτες μου. Άλλωστε, αυτό δεν είναι το νόημα κάθε νέας αρχής;
Ο Πάτρικ
Βγαίνω από το δωμάτιό μου και τα πόδια μου παίρνουν φωτιά καθώς κατεβαίνω την εσωτερική σκάλα. Πρέπει να την προλάβω. Σε λίγο θα είναι εδώ κι εγώ δεν έχω ετοιμάσει τίποτα. Βουτάω ένα μπουκάλι ρούμι από το μίνι μπαρ, μπαίνω στην κουζίνα και βγάζω από το ψυγείο την κρέμα γάλακτος· ευτυχώς που η Σίλια έχει ψωνίσει τα απαραίτητα και δεν χρειάζεται να ψάχνω για ανοιχτό σούπερ μάρκετ. Τη βάζω στο μπλέντερ μαζί με μπόλικο ρούμι, τριμμένη κανέλα και αβγά, και πατάω το κουμπί για να φτιάξω το χριστουγεννιάτικο ποτό μας.
«Ανυπομονώ να το δοκιμάσω!»
Γυρίζω την πλάτη και τον βλέπω να κάθεται στην τραπεζαρία. «Κόφ' το αυτό το κακό συνήθειο», του λέω. Καλώς ή καλώς, δεν έχω άλλη επιλογή απ' το να δεχτώ τα νέα δεδομένα της πραγματικότητάς μου. Ή έχω χάσει το μυαλό μου ή το Χάρισον είναι στοιχειωμένο.
«Προχθές στο ντους... δεν ήθελα να σε τρομάξω. Συγγνώμη. Ξέρεις, από τότε που έφυγα είμαι συνεχώς δίπλα σου».
Η αιματοβαμμένη ουλή γύρω από τον λαιμό του αλλά κι αυτές στους καρπούς του επουλώνονται σιγά σιγά λες και η ματιά μου τις θεραπεύει.
«Πώς γίνεται αυτό;» τον ρωτάω και το κεφάλι μου γέρνει στο πλάι από την απορία. Το πιο εύκολο για εμένα αυτή την στιγμή θα ήταν να λιποθυμήσω, όμως, αν δεν επιβληθώ τώρα στον εαυτό μου, πότε θα το κάνω; Για όσο αντέξω! Ακόμα και λίγα λεπτά εγρήγορσης θα είναι αρκετά μπας και καταλάβω τι μου συμβαίνει.
Τον βλέπω να κοιτά τα χέρια του κι έπειτα ν' αγγίζει απαλά την καρωτίδα και τον αυχένα του.
«Εσύ το κάνεις. Δεν αντέχεις το θέαμα και το κουκουλώνεις με τη σκέψη σου», απαντά.
Άραγε τι να σημαίνει αυτό; Αφού προς ώρας δεν έχω καμία απάντηση στα ερωτήματά μου, θα συνεχίσω να ανακατεύω τα υλικά μέχρι το μείγμα ν' αφρατέψει.
Σερβίρω το ρόφημα σε ποτήρια και παίρνω θέση δίπλα του. Ενώ πριν δύο μέρες ήταν λαλίστατος τόσο στον στάβλο όσο και στην ντουζιέρα, τώρα κάθεται αμίλητος. Τα εβένινα μάτια του έχουν χάσει τη λάμψη τους. Η άλλοτε σταρένια επιδερμίδα του έχει πάρει το χρώμα του πάγου. Τα χείλη του είναι μαβιά και το στήθος του ακίνητο, σαν να είναι καμωμένο από πηλό. Δεν έχω την ικανότητα να διαβάσω καμία από τις σκέψεις του και κανένα από τα συναισθήματά του όπως έκανα παλιά. Μπροστά μου κάθεται ένα άγαλμα... προτού χάσω τις αισθήσεις μου ήταν τόσο θερμός απέναντί μου, που πίστευα πως ίσως είχε ακόμη μέσα του την πνοή του Θεού. Τώρα όμως είναι ξεκάθαρο και για τους δυο μας πως έχει χαθεί και πως δεν θα είμαστε ποτέ ξανά μαζί.
«Πάτρικ, γιατί αυτοκτόνησες;» ρωτάω αυθόρμητα. Επιτέλους, εκφράζομαι ελεύθερα.
«Τι σημασία έχει;»
«Για εμένα έχει. Θέλω να ξέρω γιατί το έκανες αυτό στον καλύτερό μου φίλο. Στον άνθρωπό μου!»
«Αν ήταν ο άνθρωπός σου δε θα τον εγκατέλειπες για να πας στη Νέα Υόρκη για σπουδές...»
«Κι όμως, είχαμε συμφωνήσει ότι θα διατηρήσουμε τη σχέση μας ανεξαρτήτως της απόστασης που υπήρχε ανάμεσά μας».
«Γιατί ήταν ένας άχρηστος. Αισθάνεσαι ικανοποίηση τώρα που πήρες την απάντησή σου;»
«Μα γιατί... γιατί το λες αυτό;»
«Με ρώτησες γιατί τον σκότωσα. Τον σκότωσα γιατί ήταν ανίκανος να σπουδάσει, να κάνει φίλους, να διατηρήσει μια φυσιολογική σχέση. Γιατί ήταν ανίκανος να ενσωματωθεί στην κοινωνία· τόσο που απέτυχε να αυτοκτονήσει κόβοντας τις φλέβες του και χρειάστηκε να κρεμαστεί από ένα δέντρο στο δάσος...»
Η μελωδική φωνή του κόβεται από τον ήχο των κλειδιών στην πόρτα.
«Κάποτε μου είχες μιλήσει για το όνειρό σου. Ήθελες να γίνεις γιατρός και να είσαι δίπλα σε όσους τραυματίζονται εξαιτίας των πολέμων που μαστίζουν την ανθρωπότητα», λέω, καθώς αδυνατώ να πιστέψω πως ένιωθε τόσο απεγνωσμένος, κουρασμένος και απογοητευμένος από την ανθρωπότητα.
«Για μια στιγμή, ναι, το θέλησα. Αργότερα όμως συνειδητοποίησα πως η επιθυμία να κάνεις καλύτερο τον κόσμο είναι μια ουτοπία. Πώς θα τον αλλάξεις προς το καλύτερο όταν δεν έχεις ήδη κατορθώσει ν' αλλάξεις πρώτα τον εαυτό σου;»
Στα λόγια του χαμηλώνω τα μάτια κι αναστενάζω. Τα σηκώνω και δεν είναι πια εδώ. Μάλλον φοβήθηκε τη Σίλια. Ή μήπως δεν ήταν ποτέ εδώ;
«Πώς και δε με περιμένεις κάτω από το έλατο;» με ρωτά η Σίλια, που στέκεται στο κούφωμα της πόρτας.
«Ήθελα να σου κάνω έκπληξη μα... ξεχάστηκα».
«Όλο το σπίτι μυρίζει εγκ νογκ, Ρόουζ. Τι περιμένεις; Πάρ' το κι έλα στο σαλόνι», λέει και χάνεται από το οπτικό μου πεδίο.
☼☼☼
Ίσως ακουστεί παράξενο αλλά, έτσι όπως κάθομαι κάτω από στολισμένο έλατο μες στην αγκαλιά της Σίλιας, ο χρόνος και η ταυτότητά μου χάνονται. Είμαι γυναίκα και παιδί –μια ψυχή γεμάτη από περιέργεια και από την ανάγκη να αγαπηθεί, παγιδευμένη σ' ένα θηλυκό κορμί. Τριγύρω μας τα πακέτα με τα δώρα μάς περιμένουν να τα ανοίξουμε. Τα πιο πολλά τα έχει αγοράσει εκείνη αλλά της πήρα κι εγώ κάτι, που ελπίζω ότι θα της αρέσει. Απαλή, χριστουγεννιάτικη μουσική παράγεται από τον δίσκο βινυλίου και μας μεταφέρει σε έναν κόσμο παραμυθένιο. Συζητάμε με τις ώρες για τον άγιο Βασίλη και την επιθυμία μας να είμαστε καλά παιδιά, για να λάβουμε τα δώρα μας, παρότι ξέρουμε πως ο άγιος με τη λευκή γενειάδα, τα κόκκινα ρούχα και τη φουσκωτή κοιλιά είναι ένα αποκύημα φαντασίας το οποίο κάνει τα παιδιά να υπακούν τους γονείς τους και να περιμένουν με ανυπομονησία την ημέρα των Χριστουγέννων. Ταξιδεύοντας στο παρελθόν, γελάμε με τα παιδικά καμώματά μου, τις αταξίες, τις τούμπες και την επαναστατικότητά μου απέναντι στη μητέρα μου και στη θρησκοληψία της, όσο ο Πάτρικ είναι όρθιος δίπλα στο αναμμένο τζάκι και μας παρακολουθεί. Ακούνητος, σιωπηλός αλλά χαμογελαστός.
«Ήρθε η ώρα να τ' ανοίξουμε!» Η Σίλια είναι πιο ενθουσιασμένη και από τα παιδιά που παίζουν μπάλα στη γειτονιά, λούζοντάς τη στα γέλια και στις φωνές τους.
«Περίμενε λίγο», της λέω και στέκομαι στα πόδια μου. Βάζω το χέρι στην τσέπη της πιτζάμας μου και βγάζω ένα μικροσκοπικό κουτάκι. Της το δίνω και παρατηρώ τις αντιδράσεις της· το πρόσωπό της είναι εντελώς ανέκφραστο μα σκίζει βίαια το μαύρο περιτύλιγμα με τ' ασημένια άστρα και τις κόκκινες καρδιές. Ώσπου ανοίγει το κουτάκι, τραβά τη χρυσή αλυσίδα και κοκαλώνει.
«Τι είναι αυτό;» Συνεχίζει να το περιεργάζεται, μέχρι που ανακαλύπτει πως το φανταχτερό ρουμπίνι δεν είναι ένα απλό κόσμημα, αλλά μια θήκη που κρύβει μέσα της μία πρόσφατη φωτογραφία της από τη μία πλευρά και μία δική μου από την άλλη.
«Σου το πήρα για να μην ξεχνάς ότι σε αγαπώ. Όσο κι αν πασχίζω να μείνω μακριά σου, όσο κι αν μερικές φορές ξεσπώ πάνω σου τα νεύρα μου, σε αγαπώ, Σίλια. Είσαι η μητέρα που ποτέ δεν είχα κι ο πατέρας που ποτέ δεν έχασα».
Αυτό ήταν· τώρα κλαίει σαν μωρό. Για την ακρίβεια, σπαρταρά από το κλάμα... δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου.
«Δεν είναι κακό αυτό, Ρόουζ, συγκινήθηκε», λέει ο Πάτρικ, που έρχεται κοντά μου και μ' αγκαλιάζει από τη μέση. «Είμαι σίγουρος ότι της έκανες το καλύτερο δώρο».
Καίγομαι να του απαντήσω μα θα ακουστώ. Αντί αυτού, του σφίγγω το χέρι και βουρκώνω. Αυτή η στιγμή, με τους δυο τους κοντά μου να μου δείχνουν την αγάπη τους, είναι η πιο όμορφη της ζωής μου. Αυτή που δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση να σβήσει από τη θύμησή μου!
Ο Πάτρικ με τραβάει δυνατά και πέφτουμε κι δυο μαζί στο πάτωμα, μιας και η Σίλια κλαίει αδιάκοπα δίχως να σηκώνει το κεφάλι. Πιάνω ένα κουτί και το ανοίγω, βγάζω από μέσα έναν λευκό, λούτρινο αρκούδο και συνεχίζω με τα υπόλοιπα. Ρούχα, εσώρουχα, κάλτσες, πανωφόρια, παιχνίδια, καλλυντικά· όλα δικά μου. Όλα για εμένα από εκείνη!
Από εκείνη, που γνωρίζει πως παραμένω ένα μικρό παιδί, όσο κι αν μεγαλώνω.
«Καλά Χριστούγεννα!» τους εύχομαι κλεισμένη και πάλι στα χέρια της αγαπημένης μου Σίλιας, ενώ ο Πάτρικ υψώνει τον δείκτη του και μου δείχνει τη μαύρη φιγούρα που μας παρακολουθεί από την ανοιχτή εξώπορτα.
Copyright © Ελένη Αποστολάτου All rights reserved, 2023
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Η εικόνα εξωφύλλου έχει δημιουργηθεί με τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης από τη συγγραφέα για τις ανάγκες της νουβέλας Dead Roses, που δημοσιεύτηκε στο koukidaki.gr σε μέρη, ξεκινώντας από το Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024 και κάθε Σάββατο και Κυριακή.
Σημ. επιμ.: Το εγκ νογκ (eggnog) πιστεύεται πως κατάγεται από τη Βρετανία του 13ου αιώνα. Πρόκειται για ρόφημα που έπιναν οι μοναχοί και περιείχε γάλα, αβγά, μπαχαρικά αλλά και αλκοόλ. Κάποτε έφτασε στην Αμερική όπου καθιερώθηκε ως ένα από τα πιο διαδεδομένα χριστουγεννιάτικα ποτά/ροφήματα.