Ας ξεκινήσουμε από την υπόθεση. Ένα ζευγάρι μένει στη μέση του πουθενά όταν χαλάει το αυτοκίνητό τους. Η μπόρα που έχει ξεσπάσει στο μεταξύ τούς αναγκάζει, τρέχοντας, να βρουν κατάλυμα σε ένα μπαρ που διακρίνουν στον δρόμο. Εκεί θα συναντήσουν έναν μπάρμαν και τον Μάντη, ένα μηχάνημα που λειτουργεί με κέρματα και απαντά στις ερωτήσεις που δέχεται. Έχοντας πολλή ώρα στη διάθεσή τους ώσπου να φτιαχτεί το αμάξι τους, αποφασίζουν να παίξουν μαζί του.
Εκείνος περιμένει με αγωνία μία απάντηση για δουλειά κι έτσι ρωτάει τον Μάντη αν θα την πάρει. Όταν η πρόβλεψη του Μάντη επιβεβαιώνεται λίγο μετά, με ένα τηλεφώνημα, ο άντρας εθίζεται στο «παιχνίδι» με τη γυναίκα να αποτελεί την πιο ψύχραιμη «φωνή». Όσο εκείνος ρωτά και ξαναρωτά το μηχάνημα «εγκλωβισμένος» στις συμπτώσεις, εκείνη παλεύει να δώσει ρεαλιστικές εξηγήσεις. Γεγονός πάντως είναι ότι αυτό που ξεκίνησε ως διασκέδαση έγινε προβληματισμός, γρήγορα δημιούργησε άγχος, ένταση κι αγωνία.
Η δε ένταση κορυφώνεται όταν ο σιωπηλός μπάρμαν, που μέχρι εκείνο το σημείο ανταποκρίνεται μόνο για τα τελείως απαραίτητα, αποφασίζει να λύσει τη σιωπή του φιλοσοφώντας και αναλύοντας επιστημονικές θεωρίες.
Το έργο του Διονύση Λυκιαρδόπουλου, που είναι εμπνευσμένο από τη σειρά φαντασίας Twilight Zone, θέτει διάφορα ερωτήματα φιλοσοφικής και υπαρξιακής χροιάς, όπως αν είμαστε έτοιμοι για την αλήθεια, αν την αντέχουμε, αν μπροστά στην πρόκληση παραμένουμε ίδιοι... αλλά έχει και επεκτάσεις ως προς το ποιος καθορίζει το μέλλον μας (τελικά), πώς καθορίζεται το μέλλον κ.ο.κ. Δομείται και κλιμακώνεται το ενδιαφέρον για την τύχη του ζευγαριού μέσω της επαφής τους με ένα μηχάνημα και εντέχνως προβάλλεται η αντίστιξη αν τα αναπάντητα ερωτήματα (όσα μας απασχολούν) μπορούν να απαντηθούν από έναν Μάντη. Παράλληλα, η υπόθεση επεκτείνεται προς θεωρίες που πραγματεύονται έννοιες όπως ο χώρος και ο χρόνος βάζοντας στο «τραπέζι» την επιστήμη, δηλαδή ένα επιστημονικό υπόβαθρο που γειώνει το φανταστικό στοιχείο εν μέρει για να ενδυναμώσει την ανατριχίλα του θεατή ο οποίος αντιλαμβάνεται τις πραγματικές προεκτάσεις της ιστορίας.
Θα διακρίνετε διάφορες υφές: θριλερική ατμόσφαιρα, υπαρξιακά ζητήματα, ανθρώπινες σχέσεις και αδυναμίες, αγωνία και πολλά ερωτήματα που γεννά η αφηγηματική γραμμή· κάποια εκ των οποίων καλείται να λύσει ο θεατής κατά μόνας. Αυτό που εννοώ είναι πως το τέλος δεν φωτίζει άπαντα, μένει ανοιχτό και στη διάθεση του κοινού που μπορεί –εφόσον το επιθυμεί– να αναστοχαστεί τα τεκταινόμενα και να καταλήξει (ποιος; πότε; τι; γιατί; πού; πώς;).
Ενδιαφέρουσα η ιστορία και ανατρεπτικό το φινάλε με έναν ανατριχιαστικό τρόπο χωρίς εξωτερικά βοηθήματα (εφέ, ηχητικά κ.λπ.).
Ο Διονύσης Λυκιαρδόπουλος έχει επιλέξει μια λιτή σκηνοθετική γραμμή που βοηθά στο προκείμενο αναδεικνύοντας τις διαπροσωπικές σχέσεις των χαρακτήρων, καθώς η παράσταση βασίζεται περισσότερο στο κείμενο και λιγότερο στα άλλα μέρη: σκηνικά, κοστούμια κ.ο.κ. Ωστόσο, οφείλω να σημειώσω πως ο Μάντης είναι απολύτως απαραίτητος και ένα στοιχείο που έλκει την προσοχή του θεατή.
Το ζευγάρι, που ενσαρκώνουν οι Σταμάτης Κακαβελάκης και Ευδοκία Κατερινιού, αποτελεί το ρεαλιστικό κομμάτι της ιστορίας και ό,τι πιο γήινο. Οι δυο τους έχουν αναμενόμενες, ανθρώπινες εκδηλώσεις (χαίρονται, προβληματίζονται, αγωνιούν, διασκεδάζουν, εντυπωσιάζονται, νευριάζουν, φοβούνται...) ενώ ο μπάρμαν, που ενσαρκώνει μοναδικά ο Ηλίας Σαρδέλης, είναι ένας ξύλινος χαρακτήρας με πόκερ φέις πρόσωπο και απουσία συναισθημάτων. Η ρομποτική διάσταση που έχουν επιτύχει σκηνοθέτης και ηθοποιός εντείνει την απόκοσμη ή υπέρκοσμη αύρα του έργου.