Η νουβέλα της Ελένης Αποστολάτου Dead Roses αφορά πρωτόφαντο έργο της και δημοσιεύεται περιοδικά από τις 13 Ιανουαρίου 2023 δύο φορές την εβδομάδα και συγκεκριμένα κάθε Σάββατο και Κυριακή. Ακολουθεί το δωδέκατο μέρος. Περίληψη:
Τα Χριστούγεννα του 2023 πλησιάζουν δίνοντάς μου την ευκαιρία για ένα νέο ξεκίνημα.Ποτέ δεν ήμουν αισιόδοξη, αλλά με τον ερχομό του νέου έτους σκοπεύω να ανακαλύψω όσα με βυθίζουν στην απελπισία, ακόμα κι αυτά που είναι καλά θαμμένα στο πίσω μέρος του μυαλού μου.Η καριέρα μου μόλις έφτασε στο τέλος της και μαζί της τελείωσε κι η ζωή μου όπως την ήξερα. Εδώ και λίγα χρόνια δεν έχω ούτε φίλους ούτε προσωπική ζωή, οπότε το μόνο που μου απέμεινε είναι ο εαυτός μου, η Ρόουζ, που ήρθε σε αυτόν τον κόσμο για να δώσει χαρά στους γονείς της. Η μητέρα μου αγαπούσε τα ρόδα και μου χάρισε το όνομά τους για να μου δείξει το πόσο λάτρευε κι εμένα, κι ας με γέμισε με τις δικές της άχρηστες πεποιθήσεις. Εγώ από την άλλη ταυτίζω το όνομά μου με το πένθος· με κάθε φωτιά που κατέκαψε την αγνότητα και τη φρεσκάδα μου. Με κάθε τέρας που συνάντησα σε αυτό το επίγειο ταξίδι και του επέτρεψα να μου κόψει τα φτερά.Αυτή τη στιγμή, όμως, είμαι αποφασισμένη να βρω το δικό μου νόημα ύπαρξης και να αλλάξω όσα δεν μου αρέσουν σ' εμένα. Είμαι η Ρόουζ και επιστρέφω στο παρελθόν και στο πατρικό μου, για να αναγεννηθώ από τις στάχτες μου. Άλλωστε, αυτό δεν είναι το νόημα κάθε νέας αρχής;
Ο Άνταμ
Το σκοτάδι πυκνώνει· το φεγγάρι είναι αδύναμο απόψε, και το κρύο γίνεται όλο και πιο τσουχτερό. Το χιόνι καίει τις πατούσες μου και χοροπηδώ στις μύτες των δαχτύλων μου. Όσο κι αν φωνάζω, η μαμά δεν με ακούει. Σταματώ και κοιτώ ολόγυρα. Οι σφένδαμοι έχουν γίνει κάτασπροι από το χιόνι. Σαν αυτούς θα γίνω κι εγώ, αν δε γυρίσω πίσω. Είμαι χαμένη στη μέση του πουθενά. Οι γονείς μου δεν με αφήνουν να μπαίνω μόνη στο δάσος, κι εγώ έκανα το λάθος να τους παρακούσω. Δένω τα χέρια ολόγυρά μου αλλά δεν ζεσταίνομαι. Τραβώ τη ροζ κορδέλα από τα μαλλιά μου κι αυτά πέφτουν ανάστατα στους ώμους και στη μέση μου. Τίποτα. Δεν αισθάνομαι τίποτα αλλά, από τη μια στιγμή στην άλλη, ένα ζεστό κύμα τυλίγει την πλάτη μου. Ένα κύμα που γίνεται όλο και πιο έντονο και φτάνει ως το στόμα μου.
»Κοιμάμαι, κοιμάμαι βαθιά και τα όνειρά μου με βασανίζουν. Μεγαλώνω απότομα, έτσι αισθάνομαι. Ακόμα κι όταν κοιμάμαι. Ο ήχος των ξύλων που καίγονται στη φωτιά είναι αρκετός για να με κάνει ν' ανοίξω τα μάτια. Κάθομαι σε μία καρέκλα. Τα άκρα μου είναι δεμένα με σχοινιά. Υψώνω το βλέμμα κι αυτό πέφτει στα πυκνά, καστανόξανθα μαλλιά του και κατεβαίνει για να έρθει σε επαφή με τα γκρίζα, ψυχρά μάτια του. Μες στο γκρίζο τους διακρίνω κόκκινες, μικρές τελίτσες. Με κοιτά με το κεφάλι του να χαμηλώνει ελαφρώς, τις ίριδές του ν' ανεβαίνουν και τα φρύδια του να παραμένουν ακίνητα. Η ματιά του τώρα είναι απειλητική».
«Ποιος είναι, Ρόουζ; Τον αναγνωρίζεις;» με ρωτά ο Τζέικ.
«Κάπου τον έχω ξαναδεί».
«Χαλάρωσε και μείνε εκεί, μαζί του. Είσαι ασφαλής».
«Απορώ γιατί με έχει δέσει και γιατί μ' έφερε σ' αυτό το σπίτι. Ποιος είσαι; τον ρωτάω. Με λένε Άνταμ, απαντά βαριεστημένα.
»Ανάβει τσιγάρο, κοιτά το ταβάνι. Κάθεται σε ένα βαρέλι, το ένα πόδι του τρέμει ενώ στο άλλο ακουμπά τον αγκώνα του ελεύθερου χεριού του. Καπνίζει μανιωδώς και βγάζει κύκλους καπνού από το στόμα. Δε λέει τίποτ' άλλο. Θέλω να πάω σπίτι, κλαψουρίζω μα δεν τον συγκινώ. Από μικρές είστε γκρινιάρες, λέει κι εγώ βάζω τα κλάματα. Τι θα μου κάνεις; ρωτώ ανασαίνοντας βαριά. Θα σε σκοτώσω. Έχεις σκοτώσει ξανά; συνεχίζω να ρωτώ. Μόνο αν γίνουμε φίλοι θα γλιτώσω. Όχι, ποτέ. Αλλά θα κάνω μια εξαίρεση για σένα.
Γιατί; Δεν θες να γίνουμε φίλοι;
»Τώρα γελάει υστερικά, μα παίρνω όρκο πως οι κόκκινες τελίτσες σβήνουν από τα μάτια του. Το πρόσωπό του είναι όμορφο όταν γελά. Όλοι είμαστε όμορφοι όταν γελάμε. Κι εγώ αυτό ποθώ... να γελάσω με όλη μου τη δύναμη, να τα ξεχάσω όλα και να είμαι ευτυχισμένη. Να παίζω, να κάνω νέους φίλους, να τρέχω ξένοιαστα και να κυνηγώ πολύχρωμες πεταλούδες τη μέρα και φωτεινές πυγολαμπίδες τη νύχτα. Σε μισώ, απαντά, Όλες σας μισώ. Νέες και γριές, δεν έχει τόση σημασία η ηλικία. Σημασία έχει ότι είστε χειριστικές και έχετε σε όλα το πάνω χέρι. Ευνουχίζετε τον ανδρικό πληθυσμό για να τον κάνετε ό,τι θέλετε. Αλλά δεν είμαστε μαριονέτες σας, κι εγώ θα σας το αποδείξω αυτό.
Δεν καταλαβαίνω, Άνταμ. Δεν τις ξέρω αυτές τις λέξεις.
Αργά ή γρήγορα θα τις μάθεις, γιατί θα γίνεις κι εσύ σαν όλες τις άλλες.
Είμαι καλό κορίτσι, αλήθεια. Κάθε βράδυ, πριν κοιμηθώ, κάνω τον σταυρό μου. Και ακούω τη μαμά και τον μπαμπά, κι ας μη με αγαπάνε. Ειδικά η μαμά.
Τι σου έκανε αυτή η καριόλα;
Δεν κάνει να βρίζουμε...
Λέγε, τι σου έκανε; Ίσως έτσι με κάνεις να σε λυπηθώ και τη γλιτώσεις.
»Τι θα του απαντήσω τώρα, Τζέικ; Κι αν πω κάτι λάθος και τον θυμώσω κι άλλο;»
«Μη σκέφτεσαι τι και πώς. Όλα αυτά έχουν ήδη γίνει κι ανήκουν στο μακρινό παρελθόν. Απλώς αφέσου, Ρόουζ».
«Του τα εκμυστηρεύομαι όλα με λίγα λόγια, ενώ πού και πού κλαίω καθώς τα θυμάμαι, κι αυτός τρελαίνεται. Γουρλώνει τα μάτια, κουνά πέρα δώθε το κεφάλι. Παραμιλάει. Σαν να μην είναι μόνος, σαν να μιλάει με κάποιον αόρατο άντρα. Του λέει πως δεν γίνεται να μου κάνει κακό, πως στο μέλλον θα το μετανιώσει, πως ίσως δεν είναι όλες οι γυναίκες ίδιες. Αν και πολύ αμφιβάλλω γι' αυτό, γιατί κι εγώ τα ίδια πιστεύω. Όλες οι μεγάλες γυναίκες είναι για δέσιμο. Εσένα τι σου έκανε η μαμά σου; τολμώ και ρωτώ, μιας και καταλαβαίνω ότι έχουμε το ίδιο πρόβλημα.
»Σηκώνεται και ρίχνει μια κλοτσιά στο βαρέλι. Πετά στο πάτωμα το τσιγάρο κι έπειτα το λιώνει κάτω από την μπότα του. Ο θώρακάς του ανεβοκατεβαίνει αναπτύσσοντας έναν ξέφρενο ρυθμό. Κοπανά τις γροθιές του στην τραχιά επιφάνεια του τοίχου. Μία τη μία, μία την άλλη, ώσπου οι αρθρώσεις του ματώνουν. Φύγε, άσε με ήσυχο. Δεν είμαι εγώ αυτός! Οι φωνές του μού τρυπούν τ' αφτιά, το κλάμα μου δυναμώνει κι αυτός γονατίζει στα πόδια μου. Πού είναι το σπίτι σου; με ρωτά. Κοντά στην ταμπέλα, λέω μόνο. Δεν ξέρω τίποτα άλλο... Πρέπει να σε πάω εκεί προτού πάρει ξανά τον έλεγχό μου, λέει ασθμαίνοντας.
Ποιος;
»Τα μάτια του κάνουν βόλτες στο πρόσωπό μου. Εσύ είσαι παιδί! διαπιστώνει. Εσύ πόσο χρονών είσαι; απορώ ρουφώντας τις μύξες μου. Εγώ είμαι επτά.
Δεκαεννιά. Και δεν είμαι τρελός, σου το υπόσχομαι. Αυτοί οι διάβολοι παίζουν μαζί μου.
Ποιοι; τρομάζω και κάνω πίσω, παρότι δεν μπορώ να κουνηθώ. Δεν τους γνωρίζεις; Βλέπω έναν πίσω σου. Έχει την ηλικία σου, το πρόσωπό σου, το σώμα σου. Είναι δικός σου αυτός ο διάβολος. Ρουφάει την ενέργειά σου, παίζει μαζί σου.
»Όχι. Όχι, είσαι ψεύτης! Έχω τρομάξει πολύ από τα λόγια του, αλλά αυτός με κοιτά αδιάφορα. Με λύνει και με σηκώνει στα χέρια λες κι είμαι τσουβάλι. Πρέπει να βιαστούμε. Αυτός ο διάβολος μ' εξουσιάζει και μου υπενθυμίζει πως ένα κομμάτι μου μισεί τις γυναίκες. Δεν φταις εσύ, η μητέρα μου φταίει. Είναι δολοφόνος, την έκλεισαν στη φυλακή πριν λίγο, γιατί σκότωσε τον πατέρα μου με το κουζινομάχαιρο. Της είχε καρφωθεί στο μυαλό ότι την απατούσε. Πάντοτε έκανε παράλογες σκέψεις, αλλά τώρα τα 'χει χάσει εντελώς!
»Με κολλάει όλο και πιο πολύ επάνω του και τρέχει. Είναι γρήγορος και δυνατός. Μ' εντυπωσιάζει! Δεν μου μιλά –μονάχα στον εαυτό του ψελλίζει μερικές φορές, όμως δεν τον ακούω. Σταματά κάτω από την ταμπέλα και με βάζει να πατήσω στα πόδια μου. Για κάποιον λόγο τρελαίνεται πάλι. Τραβά τα μαλλιά του και κλοτσάει την ταμπέλα. Ξέχασα να πάρω μία κουβέρτα για να σε σκεπάσω, γαμώτο! Θα ξυλιάσεις εδώ πέρα...
»Πριν καλά καλά τελειώσει τη φράση του, τα μάτια του στενεύουν καθώς πέφτουν στα δυνατά φώτα ενός αυτοκινήτου, που έρχεται από μακριά, και το βάζει στα πόδια. Τον βλέπω να τρέχει σαν λύκος και να χάνεται στο δάσος. Όλα γίνονται τόσο γρήγορα, που δεν συνειδητοποιώ ότι η βοήθεια καταφθάνει και ότι γι' αυτό ο Άνταμ με παράτησε. Αν τον βρουν θα τον βάλουν στη φυλακή. Τρέμω και πονάω από το κρύο, αλλά τώρα πια το μόνο που σκέφτομαι είναι ότι δεν πρέπει να τον βρουν. Είναι καλός αλλά πληγωμένος.
»Το αυτοκίνητο φρενάρει απότομα μπροστά μου. Μία γυναίκα βγαίνει έξω και με πλησιάζει με δάκρυα στα μάτια, βαστώντας ένα σακάκι στα χέρια. Μικρή μου Ρόουζ, λέει καθώς σκύβει και μου το φοράει, κι έπειτα με σηκώνει μεμιάς στην αγκαλιά της. Τα κόκκινα μαλλιά της σκεπάζουν απαλά το κορμί μου και μυρίζω τ' άρωμά της. Νυχτολούλουδο! Πόσο μεθυστικό και χαλαρωτικό είναι! Το τελευταίο που αντικρίζω είναι τα μελιά της μάτια, που με κοιτούν στάζοντας την αγάπη τους για εμένα. Είναι αλήθεια, υπάρχει ένας άνθρωπος που μ' αγαπάει. Η Σίλιά μου μ' αγαπάει».
«Μόνο ένας;» Η φωνή του Τζέικ σκάει σαν ανάλαφρο αεράκι στα αφτιά μου.
«Μπορείς να ανοίξεις τα μάτια, Ρόουζ!» συνεχίσει κι εγώ σηκώνω τα βλέφαρα και τον κοιτώ στενεύοντας τα φρύδια.
«Θα 'χει πλάκα να μ' έχεις υπνωτίσει να αισθάνομαι ασφαλής μόνο όταν είμαι κοντά σου», ψελλίζω.
«Θα 'χει μεγαλύτερη πλάκα, αν εσύ μ' έχεις υπνωτίσει να νοιάζομαι για σένα», απαντά και τραβιέται απότομα μακριά μου, ενώ εγώ αισθάνομαι να βλέπω το ίδιο έργο σε επανάληψη. Αυτή τη φορά, όμως, εκείνος το βάζει στα πόδια κι όχι εγώ...
Copyright © Ελένη Αποστολάτου All rights reserved, 2023
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Η εικόνα εξωφύλλου έχει δημιουργηθεί με τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης από τη συγγραφέα για τις ανάγκες της νουβέλας Dead Roses, που δημοσιεύτηκε στο koukidaki.gr σε μέρη, ξεκινώντας από το Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024 και κάθε Σάββατο και Κυριακή.