Η ευθύνη έναντι του Άλλου Εμμανουέλ Λεβινάς - Η φθινοπωρινή σονάτα Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (σε θέση λογοτεχνίας)
Όταν γίνεται λόγος για «διάλογο» έργων τέχνης ή, εν γένει, πνευματικών δημιουργιών (μπορεί να είναι ένα ποιητικό έργο, ένας ζωγραφικός πίνακας, ένα μυθιστόρημα, ένα φιλοσοφικό έργο), αυτό δύναται, από τη μία να είναι μια σαφής, αδιαμφισβήτητη –και δηλωθείσα, συχνά, από τον ίδιο τον δημιουργό– επίδραση που άσκησε το ένα έργο στη γέννηση του άλλου. Δύναται, ωστόσο, να είναι και μία «ανακάλυψη» ενός εκάστου των μελετητών των έργων αυτών.
Δηλαδή, υπάρχουν φορές που είναι η δική μας οπτική, ίσως ανάγκη, ίσως δίψα να βρούμε, να αντλήσουμε αυτά που η δική μας ψυχή ζητά μέσα σε ένα έργο τέχνης και μέσω των δικών μας ανιχνεύσεων και καταβυθίσεων στους βυθούς των έργων τα οποία μας δίνονται και στα οποία δινόμαστε, να υφαίνουμε τους ιστούς της μεταξύ τους σύνδεσης και να οικοδομούμε τους διαλόγους των δημιουργημάτων μα και των δημιουργών τους.
Ίσως, λοιπόν, μέσω μιας τέτοιας διαδικασίας γεννιέται η παρακάτω «αποκάλυψη» κατά την παρακολούθηση της ταινίας «Φθινοπωρινή σονάτα» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε κατά πόσο ο μεγάλος Σουηδός σκηνοθέτης έχει μελετήσει το έργο του φιλοσόφου Εμμανουέλ Λεβινάς, όταν το 1978 γυρίζει τη συγκεκριμένη ταινία, η οποία αποτελεί ένα αριστοκρατικά δομημένο ψυχογράφημα, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται η σχέση-ρήξη μητέρας - κόρης και στο οποίο αναδεικνύονται όλα τα πάθη και οι ανάγκες της ανθρώπινης ψυχής. Η αναζήτηση της αγάπης, της μητρικής στοργής, η τύψη, η ενοχή, η δεσποτική κυριαρχία του υπερτροφικού εγώ, το οποίο άλλο από τον εαυτό του δεν μπορεί να δει, να ακούσει ή να αισθανθεί, ο πόθος της ψυχικής ένωσης, η δύναμη της συγχώρεσης είναι τα υλικά που ως ψηφίδες σχηματίζουν το μωσαϊκό της εντυπωσιακά χαρτογραφημένης ψυχοσύνθεσης των δύο ηρωίδων αυτού του μπεργκμανικού αριστουργήματος. (Φυσικά, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι δύσκολα θα μπορούσε να υλοποιηθεί σε τόσο υψηλό επίπεδο η σύλληψη του Σουηδού σκηνοθέτη, αν το σκηνοθετικό του όραμα δεν ενσαρκωνόταν από το παίξιμο των δύο ηθοποιών (Ούλμαν, Μπέργκμαν), οι οποίες –ειδικά στον σπαρακτικό μεταξύ τους αγώνα λόγου ή διάλογο κωφών– κινούνται σε σφαίρες που σπανίως μας έχει χαρίσει η υποκριτική τέχνη.)
Πού έγκειται, ωστόσο –για να επανέλθουμε στο θέμα του διαλόγου Λεβινάς - Μπέργκμαν– η σύμπλευση των στοχασμών των δύο; Θα τολμούσαμε να πούμε ότι σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της ταινίας αναδεικνύεται η βασική θέση του Εμμανουέλ Λεβινάς σχετικά με τον λανθασμένο τρόπο –κατά την κρίση του– με τον οποίο στέκει ο άνθρωπος απέναντι στον Άλλον, και μόλις στα λίγα τελευταία λεπτά της ταινίας «ανθίζει» ολοζώντανη, πάμφωτη η μεγάλη, η κεντρική ιδέα της λεβινασιανής σκέψης, αυτής που εδράζεται στην έννοια της «ευθύνης απέναντι στον Άλλο» και, γενικά, στον τρόπο με τον οποίο θα όφειλε ο άνθρωπος να σταθεί απέναντι στον άλλο άνθρωπο.
Ας ξεκινήσουμε από μία βασική θέση του Λεβινάς, η οποία είναι ότι ο άνθρωπος ποτέ δεν μπορεί στην πραγματικότητα να προσεγγίσει τον Άλλον, να υπερβεί τη μοναξιά του. Το «δύο» δεν μπορεί ποτέ να γίνει «ένα». Το εγώ δηλώνει πάντα την ύπαρξη ενός ατομικά προσδιορισμένου όντος που νοεί, ορά και νιώθει ως αυτό το εγώ. Στο έργο «Ο χρόνος και το Άλλο» αναφέρεται ότι «στην πραγματικότητα το γεγονός του "είναι" συνιστά το πλέον ιδιωτικό· η ύπαρξη είναι το μόνο πράγμα που αδυνατώ να μεταδώσω· μπορώ να την διηγηθώ, αλλά αδυνατώ να την μοιραστώ με κάποιον». Με άλλα λόγια, το εγώ και ο Άλλος θα είναι πάντα κάτι που τα χωρίζει μια γραμμή. Η ετερότητα είναι ανυπέρβλητη. Το στοιχείο αυτό φέρνει στην «φθινοπωρινή σονάτα» ο Μπέργκμαν μπροστά στα μάτια μας, καθώς εκτυλίσσεται το δράμα των ψυχικών εντάσεων και συγκρούσεων μάνας και κόρης. Οι δύο γυναικείες μορφές μοιάζουν –άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο– να βλέπουν και να προσβλέπουν στον Άλλο. Η κόρη ζητά εναγωνίως τη μητρική αγάπη και στοργή σε όλη τη ζωή· η μητέρα αναζητά την κατανόηση της κόρης, την αποδοχή των πεπραγμένων της. Όμως, στην πραγματικότητα η καθεμιά κοιτά μόνο μέσα στη δική της ψυχή, επιθυμεί να προβάλλει το δικό της συναίσθημα, να εκθέσει τις δικές της πληγές και τραύματα. Μάνα και κόρη –άλλοτε χαμηλόφωνα, άλλοτε σπαραξικάρδια– έχουν ένα πονεμένο, τραυματισμένο, προδομένο εγώ και μόνο αυτό νιώθουν, για αυτό μιλούν. Αδυνατούν να ακούσουν και να αφουγκραστούν την ψυχή του Άλλου. Ο Άλλος συνθλίβεται, αφανίζεται από το οπτικό τους πεδίο μπροστά στο υπερμεγέθες (άλλοτε τυραννικό, άλλοτε τυραννισμένο) εγώ, το οποίο ζητά επιβεβαίωση ή δικαίωση. Φαίνεται, όπως ο Λεβινάς υποστήριξε, ότι η μοναξιά είναι η μοίρα τους, ότι ο Άλλος θα είναι πάντα μια ετερότητα και η ένωσή τους, όπως κι αν τούτη νοηθεί, είναι ουτοπικός πόθος. Άλλωστε, ο φιλόσοφος θα κάνει λόγο για αυτήν την ετερότητα και τη δυαδικότητα, οι οποίες δεν αφανίζονται ούτε μέσα στην ερωτική σχέση. Όπως χαρακτηριστικά λέει: «Η ιδέα ενός έρωτα που θα επέφερε σύγχυση (=ένωση) ανάμεσα σε δύο όντα είναι μία ρομαντική ψευτο-ιδέα. Το περιπαθές στην ερωτική σχέση, έγκειται στο γεγονός ότι είναι δύο και ότι ο άλλος παραμένει απολύτως έτερος.». («Ηθική και άπειρο»)
Με λίγα, λοιπόν, λόγια αυτή η λεβινασιανή θεωρία, αυτή η αντίληψη περί ενός ανθρώπου εσαεί μόνου, μη δυναμένου να ενωθεί με τον Άλλο, υποτελούς στο Εγώ, στο «Ίδιο», αντικατοπτρίζεται σε όλο σχεδόν το μήκος (και βάθος) της «φθινοπωρινής σονάτας». Μάλιστα, κατά τον Λεβινάς, όλη η ιστορία του ανθρώπου είναι η προσπάθειά του να «κατακτήσει» τον Άλλον, να τον μετατρέψει από έτερο σε ίδιο· με άλλα λόγια να του μεταγγίσει τις απόψεις, ιδέες, αισθητικές, αδυνατώντας να αποδεχθεί την ετερότητα. Αδυνατεί να δει τον Άλλο ως έχει, ως μια απειρότητα διαφορετικών στοιχείων, ποθώντας την «άλωσή» του και τη μετατροπή του σε Ίδιο. Έτσι, λοιπόν, οι δύο γυναίκες δεν μπορούν, δεν προσπαθούν μάλλον, να νιώσουν την ετερότητα της απέναντι ψυχής, αλλά βάλλουν με εκατέρωθεν μομφές, επικρίσεις, παράπονα και σκληρές αιτιάσεις, γιατί ο Άλλος πράττει, νοεί, αισθάνεται αλλιώς, πορεύεται με άλλους κώδικες ηθικής, αξιών και αισθητικής. Μένουν προσηλωμένες στο εγώ, την πίκρα, το παράπονο, τις ανοιχτές, αιμάσσουσσες πληγές τους και μόνο για αυτές μιλάνε, μόνο για αυτές κραυγάζουν, διαμαρτύρονται και ζητάνε δικαίωση, ή έστω, κατανόηση.
Κι όμως! Στα λίγα τελευταία λεπτά της ταινίας, ο Μπέργκμαν, σαν ακόλουθος των βημάτων του Λεβινάς, ανακαλύπτει ένα άλλο φως, σαν ένα άλλο χρέος του ανθρώπου. Φέρνει στο προσκήνιο την έννοια που αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της λεβινασιανής φιλοσοφίας, φιλοσοφία που είναι κατά βάση ηθική φιλοσοφία: την έννοια της ευθύνης έναντι του Άλλου.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να δώσουμε μέσα σε πολύ αδρές γραμμές τον φιλοσοφικό στοχασμό του Λεβινάς. Με έναν πολύ ρητό τρόπο ο φιλόσοφος ορίζει την ευθύνη ως «ουσιώδη, πρωταρχική, θεμελιώδη δομή της υποκειμενικότητας», υποστηρίζει ότι «άπαξ και με αφορά ο άλλος, είμαι υπεύθυνος για λογαριασμό του· η ευθύνη του με βαραίνει. Η ευθύνη δεν είναι για εμάς, είναι αρχικά ευθύνη για τον άλλον. Τούτο σημαίνει ότι είμαι υπεύθυνος για την υπευθυνότητά του». («Υπεράνω και αλλέως τού είναι») Και συμπληρώνει ότι «ο άλλος δεν είναι απλώς ο πλησίον μου μέσα στον χώρο, ή ο κοντινός μου συγγενής, αλλά με πλησιάζει ουσιαστικά καθόσον νιώθω –ως ον– υπεύθυνος γι' αυτόν». («Ηθική και άπειρο») Ο Λεβινάς, στο εύλογο ερώτημα που τίθεται –αφού ορίζει ως ταυτοτικό στοιχείο του ανθρώπου, του εγώ, την ευθύνη έναντι του άλλου– αν τότε και οι άλλοι άνθρωποι δεν είναι, αναλόγως, υπεύθυνοι απέναντί μου, απαντά σαφώς και ρητά: «Ίσως, αλλά αυτό είναι δική του δουλειά. Η διυποκειμενική σχέση είναι ασύμμετρη. Τούτο σημαίνει ότι είμαι υπεύθυνος για τον άλλο χωρίς να προσδοκώ αμοιβαιότητα, έστω κι αν θυσιάζω τη ζωή μου για χατίρι του. Η αμοιβαιότητα είναι δική του δουλειά...». Επί τούτου ακριβώς αποφαίνεται ο Ντοστογιέφσκι: «Είμαστε όλοι υπεύθυνοι για τα πάντα και για όλους, έναντι όλων, και εγώ περισσότερο υπεύθυνος απ' όλους.». («Ολότητα και άπειρο» και «Ηθική και άπειρο»)
Εν ολίγοις, ο Εμμανουέλ Λεβινάς εισηγείται μια ηθική στάση-φιλοσοφία, στο πλαίσιο της οποίας αν δικαιώνω την ανθρωπινότητά μου, άλλο από το να υπηρετώ (!) τον άλλο, να νιώθω βαρύ το χρέος, απόλυτη την ευθύνη έναντί του, περνώντας μέσω μίας εκμηδένισης του ισχυρού εγώ, δεν μπορώ να κάνω. Ουτοπικό, θα πει κανείς, υπερ-ανθρώπινο, ασύμβατο με την ίδια την ουσία του εγώ. Ίσως. (Άλλωστε, κι ο ίδιος ο Λεβινάς χρησιμοποιεί τον όρο «ουτοπικό».) Είναι, ωστόσο, ένας οδοδείκτης που εξυψώνει τον άνθρωπο, είναι, όπως ο ίδιος ομολογεί, «μία απαίτηση αγιότητας. Δεν υπάρχει στιγμή όπου μπορεί κανείς να πει έκανα όλο το καθήκον μου. Εκτός κι αν είναι υποκριτής.». (Ηθική και άπειρο)
Αυτήν ακριβώς την ηθική της αγιότητας έρχεται να μας προσφέρει στο κλείσιμο της ταινίας του ο Μπέργκμαν. Η κόρη, αυτή η γεμάτη επώδυνα, ανοιχτά τραύματα γυναίκα, η εμποτισμένη με την πίκρα της στέρησης της μητρικής αγάπης, αναδύεται ως μια μορφή και πνεύμα αγιότητας. Δεν είναι μόνο ότι αφιερώνεται σε όλη της τη ζωή στην ανατροφή και περίθαλψη της σωματικά και νοητικά άρρωστης αδελφής της, την οποία η μητέρα είχε εγκαταλείψει στο άσυλο. Είναι, κυρίως, η στάση που κρατά απέναντι στη μητέρα της, στο τέλος.
Κάνει τη μεγάλη υπέρβαση, υλοποιεί το υπερ-ανθρώπινο, αφήνει στην άκρη το εγώ, τις πληγές της, το άδικο της μητέρας και τα δικά της δίκαια και, βλέποντας πλέον μόνο τον Άλλο, επωμιζόμενη το βάρος, την ευθύνη έναντι της μητέρας, φτάνει στο –θεωρητικά παράλογο– σημείο να ζητήσει συγγνώμη από τη μητέρα, να απολογηθεί που δεν υπήρξε στήριγμά της, που δεν παράκαμψε τις δικές της ανάγκες. Νιώθει πως το μόνο που μπορεί και οφείλει να πράττει είναι να βοηθά, να απαλύνει τους πόνους και τις πληγές της μητέρας της, να σηκώνει τον σταυρό της μητέρας (κι ας είναι μεγαλύτερος και πιο «άδικος» ο δικός της).
Αυτή η, αναμφισβήτητα, βαριά ταινία, με την πνιγηρή ατμόσφαιρα που διαμορφώνουν οι ρωγμές ή οι ρήξεις, οι μομφές, τα εκατέρωθεν βέλη, οι μονίμως ανοιχτές πληγές, κλείνει με ένα –απροσδόκητο ίσως– ελπιδοφόρο και καθάριο φως. Το φως που πηγάζει από τον θρίαμβο (όχι ένα θρίαμβο θορυβώδη, αλλά έναν χαμηλόφωνο, εσωτερικό, γαλήνιο θρίαμβο) της ψυχής του ανθρώπου πάνω στο εγώ του, από την ανύψωση στην κορυφή των αξιών του ανθρώπου, αυτή της ευθύνης απέναντι στον Άλλο. Και μόνο τότε, σε ετούτη τη στιγμή της μεγάλης αυτής ανακάλυψης, της ευτυχίας και πληρότητας που χαρίζει αυτό το «φορτίον το ευάγκαλον»[1] της ευθύνης έναντι του Άλλου, το πρόσωπο της κόρης βρίσκει τη γαλήνη του, το λυτρωτικό χαμόγελο... κι εκπέμπει ένα τέτοιο φως.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο αποτελούν επιλογές του συντάκτη
[1] Σημ. επιμ.: Η έκφραση προέρχεται από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Όνειρο στο κύμα όπου το «ευάγκαλον» σημαίνει το εύκολα μεταφερόμενο στην αγκαλιά, το ευχάριστο στο αγκάλιασμά του.