Εικόνες από μια ανάγνωση
Την κυρία Χρυσούλα Διπλάρη την γνωρίζω κάπου δέκα χρόνια, αρκετά για να την λέω Χρυσούλα, μιας και πορευτήκαμε αυτό το διάστημα στις ίδιες ατραπούς και κατά κάποιο περίεργο βίτσιο της (θεάς;) τύχης στους ίδιους συνήθως εκδοτικούς οίκους. Με αποκαλεί Γιώργο, με τη σειρά της, και έχει συμμετάσχει πρόθυμα στις παρουσιάσεις των βιβλίων μου.
Αυτά βέβαια είναι ιστορία, παρελθόν δηλαδή, τώρα θ' ασχοληθούμε με το παρόν και το μέλλον. Με το νέο της βιβλίο –αναφυόμενο από τα παλιά– το Εργαστήριο ραπτικής, από τις εκδόσεις 24 Γράμματα. Εκεί ξανασμίξαμε.
Έχω διαβάσει φυσικά και τα τρία προηγούμενα βιβλία της Χρυσούλας (διηγήματα όλα και το ένα πιο εσωστρεφικό). Όλα έχουν δεσμούς με τη χαρά ή τη λύπη της θάλασσας, την σιγουριά ή τον φόβο της στεριάς. Από τον Πειραιά στη Σαντορίνη ή όπου αλλού βρεθούμε χωρίς «να πάθουμε τίποτα».[1] Μαγειρεύει και απολαμβάνουμε, ψυχαναλύεται και θεραπευόμαστε, μας προστατεύει από σεισμούς, λιμούς και καταποντισμούς. Τι άλλο να κάνει πια;
Και όμως κάνει! Την ρώτησα με απορία όταν μου έδωσε το βαρύ βιβλίο της με την απαραίτητα σαγηνευτικά πολυλογού αφιέρωση: «Καλά, πώς κατάφερες να γράψεις πεντακόσιες πενήντα σελίδες μονοκοπανιά βρε θηρίο;». Με κοίταξε κάπως παραξενεμένη ή καλύτερα απορημένη. «Ξέρω κι εγώ, έτσι μου ήρθε», με αποστόμωσε. Και καλά που της ήρθε έτσι δηλαδή κι όχι αλλιώς.
Οι σχέσεις μου με την μοδιστρική τέχνη περιορίζονται στο ράψιμο ενός κουμπιού. Γενικά δεν πιάνουν τα χέρια μου, εκτός από κάτι γρατζουνίσματα στην κιθάρα και κάνα βάψιμο στο χωριό. Θα προσπαθήσω λοιπόν, για πρώτη φορά, να φοδράρω κι αν δεν τα καταφέρω ζητάω συγγνώμη· από την Χρυσούλα αρχικά.
Το βιβλίο εξιστορεί τον βίο, την πολιτεία και τα έργα γυναικών από συνοικίες του Πειραιά (των πιο φτωχικών τότε) οι οποίες ασκούσαν το επάγγελμα της μοδίστρας· ίσως το πιο «ανεβασμένο» επάγγελμα της εποχής για το φύλο τους. Οι άλλες επιλογές ήτανε φάμπρικα ή ξενοδούλεμα. Η σίγουρη βέβαια ήταν οικοκυρικά κι ένα τσούρμο παιδιά, χωρίς αυτό να αποκλείει τις προαναφερθείσες ασχολίες για να μην πλήττουν! Κάτι σαν γαρνιτούρα ας πούμε· το κερασάκι στην τούρτα. Στα μέσα του προηγούμενου αιώνα –όσο κοντά κι αν είναι– γυναίκες πρωθυπουργοί, πρόεδροι διεθνών οργανισμών ή δημοκρατίας ήταν στα όρια της επιστημονικής φαντασίας. Ευτυχώς έχω ζήσει αρκετά να το δω κι αυτό με χαρά μου· όχι πάντα ως προς τα αποτελέσματα βέβαια.
Τρεις είναι οι πρωταγωνίστριες: Η Πάτρα –Κλεοπάτρα δηλαδή, αυτή που αποπλάνησε δύο καίσαρες παλιότερα– και τώρα αποπλανεί εμάς, η Μαρίνα –των βράχων κατά τον Ο. Ελύτη– και η Μπέμπα –η καημένη. Γνωρίζονται από τα μικράτα τους και μεγαλώνουν μαζί και χώρια, όπως συμβαίνει συνήθως. Οι ιστορίες τους αρχίζουν προτού γεννηθεί η συγγραφέας αλλά είναι φανερό –το λέει και η ίδια άλλωστε– ότι δεν είναι μόνο γεννήματα της φαντασίας της.
Το ύφασμα βέβαια της όποιας κοινωνίας είναι πολύχρωμο και έχει πολυποίκιλες κλωστές. Έτσι κι εδώ πηγαινοέρχονται, σαν τις χρωματιστές μεταξωτές κλωστές, διάφοροι άλλοι χαρακτήρες. Αδιάφοροι κάποιοι, πιο σημαντικοί κάποιοι άλλοι· όλοι συμμετέχουν στο αποτέλεσμα. Στην εκθαμβωτική αλλά παροδική φορεσιά μας, ας πούμε.
Προφανώς και δεν θα αναφερθώ στην πολύπλοκη πλοκή του αφηγήματος –στον κύκλο της ζωής δηλαδή– γιατί μου είναι αδύνατο να συμπυκνώσω πεντακόσιες πενήντα σελίδες σε λίγες αράδες. Φιλίες, αγάπες, τσακωμοί, έρωτες, κοινωνικές αναταραχές παρελαύνουν. Θα ήτανε και πολύ άδικο (για να μην πω αδύνατο) άλλωστε το να υποκαταστήσω τη συγγραφέα.
Πιο δίκαιο είναι να διαβάσετε αυτό το εξαιρετικό βιβλίο. Πραγματικό κόσμημα ή ας πούμε καλύτερα θεσπέσιο έδεσμα! Το τρώω –αν και δεν είμαι φαγάς– και δεν το χορταίνω. Γυρίζω τις σελίδες, περνάνε και τα χρόνια. Τα λαϊκά –αν και δεν πεθαίνουν ποτέ– τα συναγωνίζονται η ροκ, η σόουλ και άλλες παρεμφερείς και όμορφες χορευτικές μουσικές εισαγωγής, όπως πλέον και πολλά άλλα καταναλωτικά προϊόντα. Ήμαστε από τους νικητές άλλωστε στον τότε πόλεμο. Άλλο αν μας φέρονται –ακόμα και τώρα– χειρότερα από τους ηττημένους.
Εμφανίζεται η δεύτερη γενιά και παίρνει το πάνω χέρι, όπως είναι φυσικό. Το βιβλίο τελειώνει κάπως έτσι, αλλά και με μια έκπληξη!
Δεν σας κρύβω ότι σ' αυτά που γράφω υπάρχει ιδιοτέλεια. Είχα κι εγώ τρεις θείες μοδίστρες και κεντήστρες. Η ζωή τους δεν ήτανε τόσο τρικυμιώδης ίσως, αλλά δεν πολυθυμάμαι πια.
Θυμάμαι όμως ότι όταν ήμουνα πιτσιρικάς στον Πειραιά με πάστωναν στα φιλιά και με έπνιγαν στις αγκαλιές. Τόσο που τις απέφευγα όταν μεγάλωσα λίγο, γιατί ένιωθα κάπως άβολα. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα, γιατί αργότερα κατάλαβα ότι είναι χαζομάρα το να μην σου αρέσει να σ' αγαπάνε. Αλλά το πουλάκι είχε πετάξει πια. «Γηράσκω δ' αιεί πολλά διδασκόμενος», όπως μας ορμήνεψε ο σοφότερος από εμάς Σόλων. Αλλά αυτό το έμαθα δυστυχώς αργότερα.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ –για μία ακόμη φορά– στην Χρυσούλα Διπλάρη που πλούτησε τον χρόνο μου με την ανάγνωση αυτού του βιβλίου, με τα υφάσματα και την ραπτική της τέχνη, στην αλφαβήτα τουλάχιστον. Σας διαβεβαιώνω ότι θα πλουτίσει και τον δικό σας. Πειραιώτες ή ξενοτοπίτες στο ίδιο εργαστήριο ραβόμαστε άλλωστε!
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
[1] Ευτυχώς που δεν πάθαμε τίποτα Χρυσούλας Διπλάρη, εκδόσεις Πνοή