Γεωργίου Κονίδη
Κλεισμένος στην σκοτεινή φυλακή του μυαλού μου, αναρωτιέμαι τι έχασα και τι πρόκειται να χάσω στο απόμακρο μέλλον.
Ένας παγερός αέρας περνάει από το πορτάκι της φυλακής και χτυπάει τα ξεραμένα χείλη του μικροκαμωμένου ανθρώπου.
Τα ρουθούνια του ανοιγοκλείνουν και αναπνέουν βαριεστημένα.
Δεν θυμάμαι γιατί είναι πια εδώ και θέλει να κλάψει μα δεν μπορεί. Αλήθεια πώς κλαίνε; δείχνει να αναρωτιέται το απορημένο ύφος του.
Μια μικρή νυχτερίδα κάνει βόλτες πετώντας γύρω από το παγκάκι της πλατείας που κάθεται ένας γέρος χρόνια τώρα· για να κοιμάται, μα όχι πια. Ένας άλλος ύπνος αιώνιος τον απομακρύνει και τον απαλλάσσει από τις τόσες πικρές.
Το φιλί το ψεύτικο μετά τον αναγκαστικό γάμο έκανε τον νεαρό, που χάνονταν μέσα στο πλήθος, να δακρύσει.
Ήξερε και θα θυμόταν όσο ζούσε, όσο θα χτυπούσε αυτή η αναθεματισμένη του καρδιά, ότι δεν θα ξεχνούν αυτά τα μάτια ποτέ. Τώρα σε κάθε της χτύπημα θα του την θύμιζε, σφάζοντάς τον με το μαχαίρι του παρελθόντος. Άλλη μια αγάπη που καταστράφηκε από την ανεξέλεγκτη δύναμη του χρήματος και γράφτηκε για πάντα στις σελίδες του κόκκινου βιβλίου.
Μια νεαρή καλόγρια βλέπει το κόκκινο λουλούδι· άνθισε στη γλάστρα του μοναστηριού και χαίρεται για τη δημιουργία μα και την αγάπη που έδειξε στον σπόρο για να δημιουργηθεί αυτό το εξαίσιο λουλούδι. Είναι ευτυχισμένη και ολοκληρωμένη.
Όπως και ο γέρος ναυτικός με το σκασμένο πρόσωπο από τα χρόνια. Ξέρει πως θα αφήσει την τελευταία του πνοή στη βαρκούλα του μέσα στην αγκαλιά της γλυκιάς του θάλασσας. Το γέρικό του χέρι κρατάει αδύναμα τα δίχτυα και σαν τα μαζέψει όλα, τότε με την άκρη της γλώσσας του γλύφει την γνωστή πια γεύση της αλμύρας που τον έχει ποτίσει για 70 χρόνια ολόκληρο.
Ένα αστέρι ανατέλλει και μια μικρή αντιλόπη γεννιέται μετά από αβάσταχτους πόνους της μητέρας της. Ενώ όμως αιμορραγεί, λίγο πριν πεθάνει, γλύφει και καθαρίζει το μικρό της με όσο περισσότερη τρυφερότητα μπορεί.
Ένας κόσμος με πολλές αγάπες, με πολλές λύπες, ένας κόσμος με συναισθήματα.
Άγγιξα το νόημα της ελευθερίας, το χέρι της ήταν λεπτό και η παλάμη της απαλή σαν βαμβάκι.
Μου έσφιξε το χέρι μου, κράτησε το κεφάλι μου μέσα στο στήθος της και μου φίλησε γλυκά τα χείλη.
Ακόμα αισθάνομαι το μούδιασμα από εκείνο το φιλί.
Μια μελωδία από το πιάνο το εγκαταλειμμένο στο έρημο στούντιο. Παίζει πάντα όταν δεν είναι κανείς εκεί, ακόμα και αυτοί που θα αναγνώριζαν τη γνωστή μελωδία του τραγουδιού.
Είναι ο Μιχάλης που μπορεί τώρα πια να παίζει μέσα στα έρημα δευτερόλεπτα πάνω στα πλήκτρα αυτό που δεν κατάφερε να ολοκληρώσει γιατί απλώς σκοτώθηκε. Μα όχι, δεν πέθανε για όλους, μόνο για τους πολλούς.
Μια λάμψη, ένα κοφτερό λεπίδι σκίζει τον αέρα κατευθυνόμενο στο γυμνό στήθος του νεαρού άνδρα.
Την λένε αυτοκτονία.
Οι ανεξίτηλες λέξεις του ερωτευμένου άνδρα έγιναν επιτέλους πιστευτές.
Η κοπέλα τον αγκάλιασε και τον φίλησε.
Όμως γύρνα τη σελίδα στον επόμενο χρόνο.
Γιατί χώρισαν;
Γιατί αυτές οι σελίδες έχουν δηλητήριο στις άκρες τους, τόσο που δεν μπορείς να γλύψεις τα δάκτυλα σου για να τις γυρίσεις;
Προσπάθησες ποτέ να αντιμετωπίσεις την πραγματικότητα, χωρίς να σε ματώνει ο τρόπος που θα σου δείξει την αλήθεια;
Πόσο τρομερή είναι η αλήθεια!
Copyright © Γεώργιος Κονίδης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Γιώργου Χούντα