Τον Γιάννη Σμίχελη ενδέχεται να τον θυμάστε από το Στίγμα στο χάος ή από την Σκοτεινή κουκκίδα του, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν όπως και η Δεύτερη φωνή Ι. Μπορεί να τον γνωρίσατε μέσα από τα τόσα κείμενά του που έχουν δημοσιευθεί στο koukidaki (ενδεικτικά: Η περιδίνηση της συνουσίας, Όλα ξεκινάνε, Κόλαση) ή και από το θεατρικό του Δάφνες του Δαφνιού... Γενικότερα έχει δώσει έντονο το στίγμα του ως δημιουργός που εκφράζεται με τη γραφίδα και τούτη η νέα του ποιητική συλλογή δεν απέχει καθόλου από αυτό· κάθε άλλο, έρχεται να «επιβεβαιώσει» το ύφος του μαζί με κάτι ακόμα, που την κάνει ιδιαίτερη και ξεχωριστή.
Η Δεύτερη φωνή είναι μία κριτική φωνή, μια δεύτερη σκέψη, ένας σχολιασμός επί του ίδιου του τού εαυτού όμως, η δεύτερη ματιά κ.ο.κ. Είναι αυτό που είναι κανείς μετά από καιρό, λίγο ή πολύ, όταν κοιτάζει εκ νέου εκείνο που δημιούργησε κάποτε και μπαίνει στη διαδικασία να το διανθίσει, να το εμπλουτίσει ή να το επεξηγήσει. Είναι και η προσγειωμένη ματιά, η ψύχραιμη και η στοχαστική στην περίπτωση που η πρώτη ματιά είναι η πιο πηγαία κι αυθόρμητη, δηλαδή όπως συμβαίνει στην περίπτωση του εν λόγω ποιητή ο οποίος θέλοντας να φωτίσει τις διαστάσεις των έργων του μπήκε στη διαδικασία να δομήσει τη δεύτερη φωνή, εξίσου εκφραζόμενη με στίχο, εκ παραλλήλου με την πρώτη, σε μία διαγραμμική φόρμα αντιστοίχισης.
Το αναφέρει κιόλας και ο ίδιος στο εισαγωγικό του σημείωμα όπου διαβάζουμε μεταξύ άλλων: «Θέλησα να αναδείξω τις ποιητικές διαστάσεις στις οποίες εργάζομαι: την πρώτη της αστραπιαίας σκέψης και τη δεύτερη του αναστοχασμού. Έτσι, όταν ο στίχος διαβάζεται ολόκληρος, με όλα τα στοιχεία του, βρισκόμαστε σε μια χωροχρονική διάσταση.».
Ως προς την πρώτη πρόταση και πέρα όλων των ανωτέρω, θα ήθελα σε αυτό το σημείο να αναφερθώ στην επιλογή της απουσίας σημείων στίξεως. Η μη αναγραφή των σημείων στίξης οδηγεί σε διαφορετικές οπτικές, που τις επιλέγει ο αναγνώστης κατά μόνας, αφήνει ανοιχτά κάποια ενδεχόμενα και προσφέρει ποικίλες πτυχές πάνω στο ίδιο έργο, για τις οποίες είτε μπαίνει κανείς σε διαδικασία ανακάλυψης είτε αφήνεται απλώς να οδηγηθεί από τη ροή των στίχων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι και εδώ προτείνεται μια δεύτερη (ή και τρίτη...) «φωνή» καθώς έχουμε την πρώτη ανάγνωση, την αναγνωριστική και πιο αυθόρμητη, αλλά έχουμε και τη δεύτερη ανάγνωση, εφόσον το επιθυμούμε, την διερευνητική.
Ως προς τη δεύτερη πρόταση ο κύριος Σμίχελης αποσαφηνίζει το ύφος των κειμένων του, όπως έχουν δομηθεί σε αυτή τη συλλογή. Το παρελθόν –αυτό που υπήρξε– σχολιάζεται στο σήμερα, σε έναν δεύτερο χρόνο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, και το σύνολο ενώνει δύο διαστάσεις παρόλο που απέχουν χρονικά.
Αν το κενό ήταν άδειο,θα μπορούσα να κολυμπήσωμέχρι την Ανδρομέδα,μα είναι γεμάτο τσιμεντένια σιωπήπου πρέπει να τη σπάσωμε το κεφάλι μου.
Οπωσδήποτε ο δημιουργός αυτός δεν «κολλάει» σε δοκιμασμένες φόρμες, δομές, νόρμες ή μέτρο... χειρίζεται την ποιητική με ελευθερία αλλά και τόλμη καθώς τολμά να προτείνει το καινόφερτο. Κι ούτε τον ενδιαφέρει αν θα γοητεύσει ώτα... Τον ενδιαφέρει να πει και ν' ακουστεί (η δική του φωνή) και μάλιστα στην πιο άφιλτρη εκδοχή του. Χωρίς ωραιοποιήσεις ή λογοτεχνισμούς καλαισθησίας, αληθινός και γήινος, γίνεται αθυρόστομος και καυστικός, υβριστικός και απότομος, επικριτής και σαρωτικός. Ως σχολιαστής καταπιάνεται με την κοινωνία, την πολιτική, την καλλιτεχνία κ.λπ. με όσα τον πυροδοτούν ή τον καίνε.
Καθώς συχνά, το μυαλό μου καίγεται στη σύλληψη μιας ιδέας,τη γραπώνει όταν πια δεν σκέπτεται, αλλά αφουγκράζεται.Και είναι η μεγαλύτερη απόλαυσηο νους να νιώθει απερίφραστακαι οι αισθήσεις να σκέφτονται.
Είναι ο τύπος που δεν θα καμουφλάρει τον θυμό του με κόσμιες λέξεις, είναι εκείνος που θα μιλήσει όπως νιώθει... αδιαφορώντας αν θα αρέσει, αν θα χαλάσει χατίρια ή ποια θα είναι η γνώμη του άλλου (μην ξεχνάμε ότι εκφράζεται δημόσια εφόσον εκδίδει τα έργα του άρα ο άλλος είναι δεδομένος).
Επιπλέον, αν υπάρχει το σχήμα «ποίηση από την ποίηση» αυτό το βιβλίο αποτελεί ένα μοντέλο του.
Η συλλογή χαρακτηρίζεται για την ξεχωριστή εμπειρία που προσφέρει, διαθέτει πλούσιο υλικό, θέτει ζητήματα και ταξιδεύει.
Αξίζει!