Εντμόντ-Ανδρέα Σαλβάρη
Μόλις βγήκα από το σπίτι και έκανα το πρώτο μου βήμα, ένιωσα το αριστερό μου πόδι να πατά πάνω σε κάτι μαλακό και απορροφητικό, ακολουθούμενος στο τέλος του βηματισμού και από το δεξί μου πόδι.
Επάνω στην επιφάνεια του πεζοδρομίου είχα συρρικνωθεί στο ύψος των παπουτσιών μου.
Το συρρικνωμένο κομμάτι του εαυτού μου συνέχιζε το περπάτημα μέσα από την αορατότητά του κάτω από το πεζοδρόμιο χωρίς ίχνος παρεμπόδισης, με την ίδια ελευθερία όπως αυτή του συνηθισμένου ανθρώπινου περπατήματος.
Αυτό με ηρέμησε κάπως, αλλά ταυτόχρονα με τρόμαξε για το μειωμένο μέγεθος του ύψους μου.
Προσπάθησα να σηκώσω το πόδι μου, κάτι που συνέβη εντελώς φυσιολογικά, αλλά το ίδιο φυσιολογικά και κατά την κάθοδό του, το κομμάτι που περιείχε το παπούτσι εξαφανίστηκε ξανά κάτω από το πεζοδρόμιο.
Κατηγόρησα το πεζοδρόμιο, αλλά το ίδιο φταίξιμο έριξα και στη λεωφόρο όταν περπάτησα επάνω της χωρίς το μέρος του ποδιού με το παπούτσι.
Κοίταξα με περιέργεια τους περαστικούς. Ήμουν ο μόνος ανάμεσά τους με αόρατα παπούτσια.
Ο φόβος του ακρωτηριασμού με άφησε, ύστερα από την επιτυχή δοκιμή κινήσεως των δαχτύλων των ποδιών.
Σε τελική ανάλυση, δεν περπατούσα το ίδιο χαλαρά όπως και σε οποιαδήποτε προηγούμενή μου βόλτα με τα παπούτσια μου στο έδαφος;
Μόλις τελείωσα αυτή την καθησυχαστική σκέψη, μια δεύτερη αίσθηση καταβρόχθισης του εδάφους τράνταξε την ύπαρξή μου.
Το κορμί μου έγινε τρομερά κοντύτερο από πριν και περπατούσα στο πεζοδρόμιο ή στη λεωφόρο –ένας διάολος ξέρει πού– χωρίς το ορατό μέρος των γονάτων μου.
Όμως και πάλι το περπάτημα ήταν φυσιολογικό, λες και το υπέδαφος είχε μετατραπεί σε μια ομιχλώδη μάζα αέρα, που κρατούσε κρυμμένα τα πόδια μου μέχρι τα γόνατα, χωρίς να παρεμποδίζει την κίνησή τους.
Ας ήταν ό,τι ήθελε αυτή η υπόγεια μάζα, εφόσον δεν παρεμπόδιζε το περπάτημά μου, μα τι έφταιγα, εγώ, ένας άντρας ύψους ενός μέτρου και εβδομήντα επτά εκατοστών, να κοντύνω τόσο φρικτά πάνω στο έδαφος, έχοντας μπροστά στα μάτια μου τις κοιλιές και τους γλουτούς των περαστικών;
Κι εκείνοι άραγε τι νόμιζαν πως είχαν ανάμεσά τους, βλέποντας έναν άνθρωπο, χωρίς καμία δυσκολία, να περπάτα το ίδιο με αυτούς, χωρίς πατερίτσες ή τη βοήθεια κάποιου άλλου στο πλάι του;
Ηρέμησα για δεύτερη φορά όταν συνειδητοποίησα πως κανένας περαστικός δεν με κοιτούσε με περιέργεια, μάλιστα κανείς δεν έριχνε το βλέμμα του πάνω μου ή να έστρεφε το κεφάλι του.
Βέβαια ηρεμία δεν την έλεγε κανείς την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν μέσα σε λίγα λεπτά αμέσως μετά από την έξοδο από το σπίτι.
«Θεέ μου», έβγαλα ξαφνικά μια κραυγή, το μόνο πράγμα που τράβηξε την προσοχή των ανθρώπων, και που αυτό διήρκεσε λίγα δευτερόλεπτα.
Ασφαλώς ούτε αυτή τη φορά, τη φορά που η καταβρόχθιση του υπεδάφους είχε απορροφήσει εξ ολοκλήρου τα πόδια μου μέσα της, οι περαστικοί δεν περιεργάζονταν τον ημίσωμο άντρα, ο οποίος, παρόλο που δεν είχε πόδια, συνέχιζε να περπατάει όπως εκείνοι με άρτια πόδια.
Τρομερό!
Είχα πάρει τις αναλογίες ενός μισού ανθρώπου, που περπατούσε με το ορατό του μισό πάνω στη γη, μέσα από το αόρατό του ήμισυ μέσα της.
Το μόνο πράγμα που μου έμεινε εκείνη τη στιγμή ήταν να πω ως προσευχή: «Θεέ μου, ξύπνησέ με από αυτό το τρομερό όνειρο!».
*
Η προσευχή, φαίνεται, δεν είχε τη διεισδυτική δύναμη στους περαστικούς, ώστε να έφθανε στον Θεό, διότι αμέσως μετά, αντί να επιστρέψω στο κανονικό μέγεθος του σώματός μου, συνέβη η περαιτέρω συρρίκνωσή του.
Ακαριαία η κοιλιά καταβροχθίστηκε, σαν να ήταν ένα σκασμένο μπαλόνι, και η οριζόντια όρασή μου περιέλαβε δεκάδες ανθρώπινα πόδια, με τις πιο σοβαρές και γελοίες μορφές περπατήματος στη γη.
Η κανονικότητα του περπατήματός μου με δελέασε για λίγες στιγμές προς τα γυναικεία πόδια χωρίς παντελόνι, με κοντή φούστα.
Καμία από τις γυναίκες δεν έκανε την ντροπαλή για να αποφύγει το βλέμμα μου ή να κρατήσει με το χέρι την κοντή της φούστα ανάμεσα στα σκέλια, αντιθέτως, συνέχιζαν το ίδιο συνηθισμένο περπάτημα, εντελώς αδιάφορα και ακόμη και ξεδιάντροπα θα έλεγα.
Και τι έβλεπα;
Λέω απλώς πως μονάχα το υπέδαφος ήξερε τι τραβούσε από τα τρέμουλα του σώματος μέσα του.
Το κοίταγμα έγινε πιο ξεκάθαρο και περισσότερο εξοργιστικό, όταν μετά από λίγα λεπτά, έμεινα πάνω στο έδαφος μονάχα με το κεφάλι μου, κρατώντας το από το λαιμό όπως ένα κοντάρι κάποιου σκιάχτρου.
Ήταν οι μοναδικές στιγμές που με έκαναν να ξεχάσω τη φρίκη της αλλοτριωμένης μου κατάστασης.
Αλλοτριωμένης, είπα;
Λάθος!
Ήμουν εγώ ο ίδιος, όπως και πριν, χωρίς να έχω αλλοτριωθεί σε κάποια άλλη μορφή ή ύπαρξη.
Πραγματικά δεν ξέρω πώς να ονομάσω αυτό που μου συνέβαινε κάθε δευτερόλεπτο, λεπτό προς λεπτό, όπου εγώ, ένας άνθρωπος όπως όλοι οι υπόλοιποι, συρρικνωνόμουν χωρίς να συρρικνώνομαι, καταβροχθιζόμενος από το υπέδαφος, σαν από κάποια μέλαινα οπή του σύμπαντος.
Μάταια την αναφέρω και τούτη τη σύγκριση, καθώς δεν έχω ιδέα πώς μπορεί να αισθανθεί κάποιος που τον έχει καταπιεί μια μαύρη τρύπα.
Ήμουν συνεπώς σαν μια μπάλα ποδοσφαίρου ανάμεσα στα ανθρώπινα πόδια, και ένας Θεός ξέρει τι θα μπορούσε να συμβεί αν θα εμφανιζόμουν ως τέτοιος ενώπιόν τους.
«Μη, είμαι ένα ανθρώπινο κεφάλι!» φώναξα, όταν πολύ κοντά στο κεφάλι μου είδα δύο ανθρώπινα πόδια να σταματούν, και το αριστερό –νομίζω– με μια καμπύλη προς τα πίσω ακριβώς όπως ένα πόδι ποδοσφαιριστή, το οποίο συγκεντρώνει δύναμη για να σουτάρει την μπάλα.
Ήταν αδύνατο να έβαζα το κεφάλι μου κάτω από τη γη, ώστε να αποφύγω ένα πέναλτι, που αντί για χωρίς μυαλό, θα άφηνε το σώμα μου χωρίς κεφάλι. Ακριβώς όπως την πρώτη φορά που προσευχήθηκα, το μοναδικό πράγμα που κατάφερα να κάνω εκείνη τη στιγμή, πριν το πόδι του πλησιάσει το κεφάλι μου, ήταν να πω: «Θεέ μου, κάνε τη γη να καταπιεί το κεφάλι μου μέσα της όσο πιο γρήγορα γίνεται!».
*
Αμέσως μετά την προσευχή, ένιωσα μια δυνατή κλωτσιά στην άκρη της μύτης μου, η οποία γέμισε την όρασή μου με έναν κόσμο από ασπρόμαυρες μύγες, βουίζοντας γύρω από το κεφάλι μου, σαν να ήταν κάποια κυψέλη μελισσών.
Κατρακυλώντας ανάμεσα στα πόδια των ανθρώπων, το κεφάλι απομακρυνόταν αποπροσανατολισμένα μακριά από το σώμα το οποίο έτρεχε σαν τρελό για να το φθάσει.
Δεν μπορούσα να καταλάβω σε ποιο μέρος της ύπαρξής μου βρισκόμουν, όμως ξέρω πως όσες φορές έτρεχα με τα πόδια προς το κεφάλι, τόσο απομακρυνόμουν από αυτά με το κεφάλι μου.
Μου ήταν αδύνατον να σταματήσω το κεφάλι και να το φέρω πάνω από το σώμα μου.
Οι κλωτσιές του κόσμου ήταν ανελέητες και ακόμη περισσότερο αποπροσανατολιστικές ήταν οι θριαμβευτικές τους κραυγές, ακριβώς όπως και σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα με πωρωμένους οπαδούς.
Μετά από τη μύτη, σειρά είχαν τα αφτιά, που για λίγα δευτερόλεπτα σταμάτησαν κάθε θόρυβο, σαν να βρισκόμουν στον πάτο ενός πηγαδιού χωρίς νερό.
Όμως το επόμενο χτύπημα θα αποκαθιστούσε την ακοή μου, αποκόπτοντας από τα μάτια μου τη δυνατότητα να βλέπω ανθρώπους ή τις ασπρόμαυρες μύγες.
Η ησυχία του πηγαδιού μόλις είχε μετατραπεί στη κατασκότεινη νύχτα του.
Ωστόσο, το μυαλό μου συνέχιζε να μην με προδίδει, θυμίζοντάς μου για μια στιγμή το πόσο μόνος ήμουν μέσα στον ανθρώπινο κόσμο και όχι μόνο.
Ήμουν και μόνος, και μισητός από αυτόν.
Ήμουν τόσο μισητός όσο και ανεπιθύμητος.
Ήμουν τόσο ανεπιθύμητος όσο και επικίνδυνος, τρομακτικός, μαγικός.
Είπα μαγικός;
Δεν το είπα εγώ.
Εγώ μονάχα λέω όλες τις προσβλητικές, υβριστικές, περιφρονητικές και εξοντωτικές κραυγές που άκουγαν τα αφτιά μου, όποτε γλίτωναν από το χτύπημα των ποδιών των ανθρώπων που τούτο το συνηθισμένο μου πρωινό είχαν μετατραπεί σε παίκτες αρένας, όπου ο μοναδικός μονομάχος που έπρεπε να θυσιαστεί ήμουν εγώ ή μάλλον το κεφάλι μου.
Έχετε δει ή ακούσει ποτέ για μια τέτοια αρένα με κεφάλια μονομάχων, όπου οι θεατές δεν αρκούνται μόνο στο να κατεβάζουν απλώς το δάχτυλό τους για τη μοιραία καταδίκη του μονομάχου, αλλά εισχωρούν όλοι μέσα στο γήπεδο για να εκτελέσουν την απόφαση τους;
Μάθετε λοιπόν από μένα σήμερα και μην εκπλήσσεστε, διότι η έκπληξη διαρκεί μονάχα τρεις ημέρες, ενώ οι ανθρώπινες τραγωδίες μας εκπλήσσουν εδώ και χιλιάδες χρόνια πέρα από την εκάστοτε τριήμερη διάρκειά τους.
Σήμερα το πρωί ήταν η σειρά του δικού μου κεφαλιού.
Μα τι λέω;
Γιατί μιλάω για ουρές κεφαλών, σαν αυτά να είναι καρπούζια που πωλούνται στη λαϊκή αγορά μετά από τη δοκιμή τους;
Όχι, όχι, δεν έχω δικαίωμα να μιλώ για ουρές ανθρώπινων κεφαλών, καταδικασμένων να κλοτσηθούν μέχρι την κατακρεούργησή τους.
Ίσως τούτο το δικό μου κεφάλι να ήταν μια περίπτωση μοναδική, μια εξαίρεση, πιθανώς, μια κακή παραγωγή μεταξύ των δισεκατομμυρίων ποιοτικών κεφαλιών του πλανήτη, που έπρεπε να αποκλειστεί από τις κατατάξεις τους.
Πώς; Δεν ήταν η μοναδική εξαίρεση;
Μη μου αναφέρετε ως παραδείγματα τα χιλιάδες κομμένα από κάποιο σπαθί κεφάλια από την καρμανιόλα και από μερικά μαχαίρια του σήμερα, τα οποία δεν έχει καταφέρει να αντικαταστήσει καμία εφεύρεση της φονικής επιστήμης. Όχι, όχι, μην συγκρίνετε και μην συμπεριλαμβάνετε το δικό μου κεφάλι με κανένα άλλο, γιατί αυτό είναι δικό μου και μονάχα δικό μου, και δεν ανήκει σε κανένα άλλο σώμα εκτός από το δικό μου.
Δηλαδή, έχω υπάρξει ένα ξεχωριστό κεφάλι, και αυτή η ξεχωριστή ύπαρξη του κεφαλιού μου είναι η αιτία της τραγωδίας του σήμερα το πρωί.
Περιμένετε λίγο, γιατί η υπόθεση της μοίρας του κεφαλιού μου δεν τελειώνει εδώ.
Αφού πέρασε από κάθε δεξί και αριστερό πόδι του κόσμου, το φλογερό κατακόκκινο κεφάλι, σταμάτησε στο κέντρο της πόλης.
Όχι, δεν τα απέτρεψε ο φόβος της φλόγας τα πόδια που κλοτσούσαν, ούτε το κόκκινο χρώμα της, ούτε η ροή του αίματος που έμοιαζε με λάβα.
Τα απέτρεψε η κούραση.
Περιμένετε, βιάστηκα τούτη τη φορά!
Μα δεν υπάρχει κούραση όσον φορά το ανθρώπινο μίσος.
Αντιθέτως μάλιστα, αυτή μειώνεται αντιστρόφως ανάλογα με το μίσος.
Ε λοιπόν ναι, κατάφερε να τους σταματήσει...
Χμ, μπορείτε να μαντέψετε ποιος τους σταμάτησε;
Μάταια ρωτάω, εφόσον κανείς δεν μπορεί να με κοιτάξει και να με ακούσει.
Κι όμως μιλάω, έχω ακόμη τo θάρρος να μιλήσω, επειδή θέλω να μιλήσω, έστω και προς τον κωφό χώρο τούτου του τυφλού κόσμου.
Ο κορεσμός τούς σταμάτησε. Να, ναι, ο κορεσμός.
Χόρτασαν μέχρι αηδίας από τις κλοτσιές στο κεφάλι μου.
Μάλιστα ακόμη και τώρα που μιλώ, εξακολουθούν να κάνουν εμετό.
Θα πρέπει να ολοκληρώσω εδώ την ομιλία μου, γιατί ξέρω πως μόλις τελειώσει ο εμετός, θα επιτεθούν εκ νέου στο κεφάλι μου.
Τι θα κάνω για να το σώσω;
Τρέχω με τα πόδια μου προς αυτό.
Μην με περιμένετε να επιστρέψω.
*
Πλέον βρίσκομαι ολόκληρος υπόγεια.
Σκόπιμα ο Θεός καθυστέρησε να εισακούσει την προσευχή μου.
Τώρα κατανοώ καλύτερα την σταύρωση και την ανάσταση του γιου Του.
Copyright © Εντμόντ-Ανδρέας Σαλβάρης All rights reserved, 2024
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο Κώστα Ευαγγελάτου (Εννοιακή σφαίρα, μικτή τεχνική)