Πλάτωνας - Διονύσιος Σολωμός
Ο έρωτας αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί, το δίχως άλλο, ένα από τα βασικότερα θέματα της λογοτεχνίας. Ως δύναμη, έκφραση ή πάθος της ψυχής υμνήθηκε, θεοποιήθηκε, ενέπνευσε ανά τους αιώνες, αλλά παράλληλα και προσεγγίστηκε με ερευνητική διάθεση ως θέμα μελέτης. Η δύναμή του, η επιδραστικότητά του στην ανθρώπινη ψυχή λογίζεται ως τέτοια που την καθιστά κινητήριο δύναμη της ανθρώπινης πράξης, του ανθρώπινου «είναι» και –γιατί όχι;– και αυτής της ίδιας της ανθρώπινης ιστορίας. Ποιος ξέρει αν ένας δυνατός θεϊκός ή διαβολικός(;) έρωτας δεν ωθεί τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Ναπολέοντα, τον Αχιλλέα στο απόγειο της φιλοδοξίας, της ορμητικότητας, της υπέρβασης των ανθρώπινων ορίων; Ίσως ξέρουμε. Ποιος πάλι ξέρει αν ο Σοφοκλής, η Σαπφώ, ο Σαίξπηρ ή ο Ελύτης δεν προσεγγίζουν το θείο με τον λόγο τους, ωθούμενοι από τούτη την κινητήριο δύναμη;
Ποιος είναι όμως αυτός ο Έρωτας; Ποιο περιεχόμενο, ποια φύση και ουσία προσλαμβάνει αυτή η κινητήριος των πάντων –κατά μία άποψη– δύναμη; Όσο κι αν υπήρξαν πολλοί, είτε ποιητές είτε διανοούμενοι, φιλόσοφοι, λογοτέχνες, ή εραστές απλώς, οι οποίοι προσπάθησαν να τον ορίσουν, να του δώσουν ένα «σχήμα», δύσκολα θα βρούμε τέτοια σύλληψη, μα κυρίως τέτοια απόδοση, όσο αυτή στην οποία προβαίνει ο Πλάτωνας στο «Συμπόσιον». Άλλωστε, μόνο τυχαίο δεν είναι πως κανένας άλλος άνθρωπος δεν πέτυχε να αφήσει στο βάθος των αιώνων προσδιοριστικό του Έρωτα που προέρχεται από το όνομά του! «Πλατωνικός έρωτας» λέμε και μόνον αυτό. Άσχετο, βέβαια, αν στη συντριπτική τους πλειονότητα όσοι κάνουν λόγο για αυτόν, μάλλον τον παρερμηνεύουν και τον υποβιβάζουν –άθελα βέβαια– σε κάτι πολύ απλοϊκότερο από ό,τι συνέλαβε ο πλατωνικός στοχασμός. Κι αν υπήρξε ένας ποιητής, ο οποίος τόσο απόλυτα, τόσο βαθιά ένιωσε το ουράνιο και θείο του πλατωνικού αυτού έρωτα, αυτός δεν είναι άλλος από τον μεγαλύτερο –πιθανώς– Έλληνα ποιητή, τον Διονύσιο Σολωμό. Διαβάζοντας κανείς τον «Κρητικό», αυτό το απαράμιλλο έργο της σολωμικής διάνοιας, σαν να φαντάζεται τον μεγάλο μας ποιητή να στέκει με δέος, ἐν πλήρει ἐκστάσει πάνω από το κείμενο του Πλάτωνα, να ρουφά φράση φράση, λέξη λέξη τον λόγο της Διοτίμας, η οποία πλέκει το αξεπέραστο εγκώμιο στον ψυχικό, πνευματικό, θείο έρωτα, και –ως αληθινός μύστης– να πιάνει την πένα του και να ενσαρκώνει αυτό το πλατωνικό ερωτικό ιδεώδες στη γυναικεία μορφή της Φεγγαροντυμένης, μορφοποιώντας την ιδέα του Έρωτα, όπως η πλατωνική σύλληψη μάς τη χάρισε στο «Συμπόσιον».
Και στον λόγο αυτό, όπως σε όλο το πλατωνικό έργο, οι ομιλητές που συνδιαλέγονται με τον Σωκράτη βάζουν το «λιθαράκι» τους στο οικοδόμημα, το οποίο θα έρθει να ολοκληρώσει ο λόγος του Σωκράτη. Ήδη ο Φαίδρος, ο πρώτος που λαμβάνει τον λόγο και αρχίζει το εγκώμιο του Έρωτα, επισημαίνει ότι «μόνο οι ερωτευμένοι είναι πρόθυμοι ακόμη και να πεθάνουν υπέρ του αντικειμένου του έρωτά τους». Ίσως όμως πιο σημαντική επισήμανσή του να είναι το ότι «ὁ Έρωτας είναι ο σημαντικότερος (θεός) για την απόκτηση αρετής και ευδαιμονίας από τους ανθρώπους και όσο ζουν και αφού πεθάνουν». Εδώ εισάγεται για πρώτη φορά το στοιχείο της αρετής, ως αυτό που συνδέεται με τον Έρωτα, κάτι που ήδη αρχίζει να προσδίδει την ηθικοπνευματική του διάσταση, όπως εντέλει θα την αποδώσει ο Πλάτων μέσω του λόγου της Διοτίμας.
Ο Παυσανίας, που έπεται του Φαίδρου, σε αυτόν τον ύμνο στον θεό Έρωτα, προσθέτει το δικό του «ψήγμα αλήθειας ή και σοφίας», προβαίνοντας αρχικά στη διάκριση μεταξύ καλού και κακού Έρωτα, κατώτερου και ανώτερου τρόπου τού ἐρᾶν. Η προσφορά του είναι πολύτιμη, αφού εισάγει τη διάκριση μεταξύ έρωτα για το σώμα (πάθος των ανοήτων για τους ανόητους) και έρωτα για την ψυχή, αυτού που θα αποτελέσει τη βάση του πλατωνικού έρωτα. Την εξύμνηση τού προς την ψυχή έρωτα έναντι του ευτελούς προς το φθαρτό και φθίνον σώμα (άρα και του φθίνοντος ερωτικού αισθήματος) ολοκληρώνει ο Παυσανίας προς το τέλος του λόγου του. Η κορύφωση του λόγου του έρχεται με τη δικαίωση του έρωτα που πηγάζει από την επιθυμία του ανθρώπου να δοθεί στον Άλλο, στον ένα, στον εκλεκτό Άλλο, με κίνητρο και πίστη ότι αυτός ο Άλλος, ως ηθικά και πνευματικά ευρισκόμενος ψηλά, θα συντελέσει στη δική του πνευματική ανύψωση, ηθική τελείωση, στην κάρπωση της αρετής. Ο λόγος του Ερυξίμαχου, ίσως ο πιο αντιλογοτεχνικός (η ιδιότητά του ως ιατρού προφανώς συντείνει σε αυτό), αν και επαναφέρει το θέμα του καλού και κακού έρωτα, στην πραγματικότητα προσθέτει κάτι πολύ σημαντικό: μνημονεύει τον Έρωτα ως δύναμη ψυχής όχι μόνο στρεφόμενης προς άλλους ανθρώπους, αλλά προς οτιδήποτε. Έτσι, θα μπορέσει να νοηθεί αργότερα ως υψηλός, θείος ο έρωτας προς την τέχνη, το δίκαιο ή την πατρίδα και την ελευθερία.
Ο λόγος του Αριστοφάνη που ακολουθεί, μέσω μιας μυθολογικής-γενεαλογικής προσέγγισης, αναδεικνύει τον Έρωτα ως τη δύναμη τελείωσης-ολοκλήρωσης του ανθρώπου, αφού στον άνθρωπο βλέπει ένα μόνο «κομμάτι» ανθρώπου, ένα λειψό, ημιτελές ον, το οποίο μόνο με την ένωσή του με το απολεσθέν μισό του κατακτά την ολότητά του, την πλήρωση του, θυμίζοντάς μας τους στίχους της Πολυδούρη «στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη, μένα η ζωή πληρώθη».
Το στοιχείο της αρετής, θα είναι επίσης αυτό που θα επισημανθεί και από τον Αγάθωνα, τον τελευταίο πριν τον Σωκράτη ομιλητή, ως ουσιώδες στοιχείο του Έρωτα. Παράλληλα, συμπληρώνονται ως σύμφυτα της φύσης του στοιχεία η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη, η ανδρεία και η ποίηση(!).
Ο Σωκράτης, ερχόμενος τελευταίος να μιλήσει για τον Έρωτα, θα καταθέσει όσα του είπε κάποτε –όπως λέει– μία γυναίκα από τη Μαντίνεια, η Διοτίμα. Οι διαστάσεις που θα προσδώσει σε αυτόν τον Έρωτα φαίνονται από τη θέση του ως μεσάζοντα μεταξύ ανθρώπων και θεών. Ξεκινά, λοιπόν, η Διοτίμα να μιλά για μία δύναμη που δύναται να υψώσει το ανθρώπινο στο θείο, να καταστήσει το θείο προσβάσιμο στον άνθρωπο. Θα χρειαζόμασταν σελίδες ολόκληρες για να αναλύσουμε ή έστω, να αποδώσουμε ακροθιγώς το ποιόν του Έρωτα για τον οποίο μιλά η Διοτίμα. Θα αρκεστούμε, λοιπόν, σε σταχυολόγηση κάποιων φράσεων, οι οποίες θα μας φέρουν κοντά στον μεγάλο εθνικό μας ποιητή. Ο περιλάλητος, λοιπόν, πλατωνικός έρωτας, είναι έρωτας για το ωραίο, είναι έρωτας για τη σοφία, γίνεται, επομένως, ο ίδιος φιλόσοφος. Ο έρωτας δεν είναι εντέλει το αντικείμενο, αλλά το υποκείμενο. Με άλλα λόγια, το αντικείμενο μπορεί να είναι η πηγή, αλλά τελικά το υποκείμενο βιώνει την αυτοπραγμάτωσή του, την ανοδική του πορεία, την ηθικοπνευματική του ολοκλήρωση μέσω της άσκησης αρετής και πνεύματος για την κάρπωση του έρωτα. Ο έρωτας γίνεται, εντέλει, το αίτημα για την αθανασία, μέσω της γέννησης του νέου όντος, είτε αυτό είναι άνθρωπος είτε είναι έργο τέχνης, ποίημα. Ο έρωτας γίνεται ο πόθος για το καλό, ο πόθος για τη γέννηση μέσα στο ωραίο. Ο έρωτας δεν είναι τελικά παρά ο έρωτας για τη γέννηση και τον τοκετό μέσα στο ωραίο, καθώς η γέννηση είναι το αιώνιο και αθάνατο. Ο Έρωτας γίνεται αγώνας αθανασίας και η αθανασία, η αθάνατη μνήμη που επιδιώκεται είναι –κατά τη Διοτίμα– απότοκο της αρετής. Ο αληθινός, ο θεϊκός Έρωτας, είναι αυτός που εδράζεται στη φρόνηση, τη δικαιοσύνη και τη σωφροσύνη, που στρέφεται στην ψυχή, στην ψυχή που είναι φορέας του ωραίου (όχι στο σώμα) στην οποία ωραία ψυχή δύναται ολόκληρος, για να λάβει τους καρπούς της ωραιότητάς της ως μέσο και της δικής του ανύψωσης και θέωσης. Ακολουθεί η περιγραφή της πορείας που διαγράφει ο αληθινός έρωτας, ανεβαίνοντας σκαλοπάτια από τα ωραία σώματα, στα ωραία έργα, στην ωραία γνώση και, εντέλει, στην ωραιότητα την ίδια. Ο Έρωτας γίνεται η κινητήριος δύναμη που ανθεί, συνδράμει τον άνθρωπο να δει την ίδια την ομορφιά, άδολη, καθαρή και αμιγή, όχι ανακατεμένη με ανθρώπινες σάρκες και χρώματα και άλλη θνητή φλυαρία, αλλά την ίδια τη θεϊκή ομορφιά στη μοναδικότητα της μορφής της. Σε αυτή την πορεία προς την κάρπωση του ωραίου, την εγκόλπωση του θείου, καταλήγει η Διοτίμα, δεν μπορεί άλλος να βρεθεί βοηθός καλύτερος από τον Έρωτα. Τον έρωτα, όπως αυτόν –με λίγα λόγια– προσπαθήσαμε να αποδώσουμε σύμφωνα με τον εκστατικό λόγο της Διοτίμας. Η επιβεβαίωση για το μεγαλείο αυτού του θείου Έρωτα, θα έρθει, στη συνέχεια, από τα λόγια του Αλκιβιάδη(!), ο οποίος, πλέκοντας το εγκώμιο του Σωκράτη, περιγράφει έναν τέτοιο έρωτα, που πηγάζει από το ωραίο, μα και γεννά το ωραίο, που από ψυχή τέλεια βγαίνει και στην τελείωση οδηγεί και την άλλη ψυχή, στην οποία στρέφεται.
Φορέας αυτής της ιδέας, φορέας αυτής της ωραιότητας, σαν μυημένος στον θείο αυτόν Έρωτα, των ψυχών των ευγενών τον έρωτα, τον –με μια φράση– ορθώς νοούμενα «πλατωνικό έρωτα», ο Διονύσιος Σολωμός συνθέτει τον «Κρητικό» και, κυρίως, καταθέτει τη σύλληψή του μέσω της μορφής της Φεγγαροντυμένης και της κόρης-αρραβωνιαστικιάς.
Η κόρη-αρραβωνιαστικιά του Κρητικού, την οποία αυτός παλεύει να σώσει μέσα στα κύματα, ενσαρκώνει αυτόν τον θείο Έρωτα, όπως μας τον προσέφερε η πλατωνική σύλληψη. Οραματιζόμενος τη στιγμή της Δευτέρας Παρουσίας, ο ναυαγός Κρητικός, τότε που η ψυχή του –βιώνοντας την ανάσταση– αναζητά την αγαπημένη του για να σμίξει ξανά μαζί της, απευθυνόμενος στις άλλες ψυχές, διατυπώνει το εναγώνιο ερώτημα: «Μην είδετε την ομορφιά που την κοιλάδα αγιάζει;». Ο Σολωμός διαθέτει το μοναδικό ποιητικό-πνευματικό μέγεθος, να αποδώσει σε έναν μόλις στίχο το ιδεώδες του πλατωνικού, του θείου Έρωτα! Η ψυχή της αγαπημένης, ενσαρκωτής του ιδεώδους του καλού καγαθού (= εσωτερικά και εξωτερικά ωραίος), συγκεντρώνει πάνω της τις δύο αυτές ωραιότητες στην απόλυτη διάσταση. Όχι, δεν είναι απλώς ωραία, αλλά είναι η ίδια η ενσάρκωση της ομορφιάς. Έχει αναχθεί στο ιδεώδες της αγνής, άσπιλης ομορφιάς, για την οποία μίλησε η Διοτίμα και, επίσης, δεν είναι απλώς καλή, ηθική, ενάρετη, αλλά διαθέτει στο απόλυτο αυτές τις αρετές, αφού η παρουσία της καθαγιάζει τον ιερό τόπο της ανάστασης των ψυχών. Έτσι, λοιπόν, ο Κρητικός, προσανατολισμένος προς την ωραιότητα και την αγιοσύνη της ψυχής του αντικειμένου του έρωτά του, καθιστά θείο αυτό το ερωτικό αίσθημα και ενδυναμώνει ηθικά και τη δική του ψυχή («Ο Κρητικός», 2, στίχος 7).
Στην τρίτη και τέταρτη ενότητα της σολωμικής σύνθεσης εμφανίζεται ως «θεία επιφάνεια» η μορφή της Φεγγαροντυμένης, της γυναικείας ύπαρξης, της οποίας η εμφάνιση μεταστρέφει τη φύση, επιφέρει το γαλήνεμά της και συνταράσσει τα σωθικά του Κρητικού που παλεύει στα κύματα. Η Φεγγαροντυμένη, για την οποία έχουν διατυπωθεί μία σειρά ερμηνειών (Ελευθερία-Πατρίδα, Αφροδίτη, Παναγία, Θεία Πρόνοια, ομορφιά της ζωής και της φύσης, ψυχή της αρραβωνιαστικιάς) αντανακλά οπωσδήποτε το ιδεώδες του θείου Έρωτα, αυτού που –όπως είπαμε– υπερβαίνει τα γήινα μέτρα, τα σαρκικά, ενσώματα όρια και προσλαμβάνει θεϊκές, ουράνιες, άυλες διαστάσεις. Η κατάληξη της περιγραφής της γυναικείας αυτής μορφής από τον Σολωμό, αποτελεί ίσως την κορυφαία ποιητική απόδοση του πλατωνικού ιδεώδους στη νεοελληνική ποίηση: «κι ανεί τα’ αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη, κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη». Για άλλη μια φορά το ιδεώδες του καλού καγαθού δικαιώνεται στη «θεϊκιά θωρία» της Φεγγαροντυμένης. Όχι απλώς όμορφη, όχι απλώς καλή· απεναντίας, η πάσα ομορφιά και η πάσα καλοσύνη παντρεύονται στη μορφή της. Το άνοιγμα των χεριών σε στάση αγκαλιάς, ως εκδήλωση ερωτικής επιθυμίας δεν έχει τίποτε το σαρκικό, το ευτελές, αλλά εκδηλώνεται εν μέσω ταπεινοσύνης και μέσα στο ωραίο, μέσα στο αγαθό, όπως όρισε η Διοτίμα τον χώρο στον οποίο μπορεί να υπάρξει η γέννηση και, κατ' επέκταση, η αθανασία. Από εκείνη τη στιγμή, από τη στιγμή που ο Κρητικός θεάται το απόλυτο της ομορφιάς, η οποία εμπεριέχει το απόλυτο της αρετής, μεταστρέφεται. Σαν τον πλατωνικό ερωτευμένο, καθοδηγούμενο από αυτόν τον θείο Έρωτα, χάνει την πολεμική του ορμή («χαρά δεν του 'ναι ο πόλεμος»), κυριεύεται από το βίωμα αυτό και ζει μόνο με την ανάμνηση αυτής της στιγμής, κατά την οποία του χαρίστηκε η ομορφιά και ο Έρωτας στην ουράνια διάστασή του. Άλλο δεν μένει από το να ζει με τη θύμηση, με την αίσθηση του δακρύου της που έσταξε στο χέρι του και με την προσμονή τής μετά θάνατον ένωσης των ψυχών, της δικής του δηλαδή εξαγνισμένης και εμποτισμένης από την αρετή και τη θέαση της ομορφιάς και αυτής της αρραβωνιαστικιάς, η οποία ως ενσάρκωση αυτής καθαυτής της ομορφιάς και της αγιοσύνης, γέννησε τον αιώνιο, τον ουράνιο Έρωτα και την αθανασία.
Αυτή η ιδέα, ενός ηθικοπνευματικού υποβάθρου, στο οποίο δομείται το ιδεώδες ενός θείου Έρωτα, μοιάζει να είναι μια ιδέα συχνά επανερχόμενη στη σολωμική ποίηση. Στο αριστουργηματικό του επίγραμμα «Εις Φραγκίσκα Φράιζερ», ο Σολωμός κλείνει με το επιστέγασμα του ύμνου στην κοπέλα: «όμορφος κόσμος ηθικός αγγελικά πλασμένος». Αυτός είναι ο κόσμος τον οποίο αιώνες πριν οραματίστηκε ο Πλάτωνας, χαρίζοντάς μας το μοναδικό πρόσωπο του Έρωτα, αυτό που υπερβαίνει τα μέτρα, καθετί μικρό, ευτελές και λίγο, ξεπερνά το στενά νοούμενο ανθρώπινο και προσλαμβάνει διαστάσεις ουράνιες, προσεγγίζει το ιδεώδες του ωραίου, αγγίζει και κοινωνεί το θείο.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε προτομή του Πλάτωνα και σχέδιο Σπ. Προσαλέντη, λιθογραφία Κ. Γρούδμαν (1884) με τον Διονύσιο Σολωμό όπως δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Εβδομάς».