Μαρία Σταυροπούλου: Η ανάγκη μου να αποτυπώσω στο χαρτί όσα αισθάνομαι και σκέφτομαι και να λυτρωθώ, μιας και μου είναι αρκετά δύσκολο να τα μοιράζομαι. Η ανάγκη μου να μιλήσω για τη ζοφερή πραγματικότητα και να την ξορκίσω καταγγέλλοντας την και βγάζοντάς την στο φως, το οποίο αποτελεί τη μόνη μου επιλογή. Η παρακμή που φαίνεται να κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος, τόσο στις ανθρώπινες σχέσεις όσο και στην κοινωνία γενικότερα. Tα πάντα πλέον είναι δύσκολα γύρω μας, τόσο που είναι ικανά να μας καταβάλλουν, άλλους λιγότερο και άλλους περισσότερο. Δεν μας αξίζουν όλα όσα συμβαίνουν καθημερινά, δεν μας αξίζει η απαξίωση και όλο αυτό με θυμώνει και με βάζει σε σκέψεις συνάμα που έχω ανάγκη να γράψω. Κάπως έτσι λειτούργησα σε τούτο το βιβλίο όπου αναφέρομαι στον αγώνα του ανθρώπου να γνωρίσει τον εαυτό του και να φιλιώσει μαζί του. Στην προσπάθειά του να γνωρίσει τους άλλους και να καταφέρει να ζήσει ουσιαστικά μέσα στην κοινωνία όντας δυνατός και συνειδητοποιημένος. Όλα ξεκινούν μέσα από τη γνωριμία του εαυτού μας που, κακά τα ψέματα, είναι ο μέγας άγνωστος.
Στο οπισθόφυλλο γίνεται λόγος για «λέξεις που έρχονταν από μόνες τους στον νου». Τελικά η ποιητική είναι ένα αποτέλεσμα στιγμιαίας παρόρμησης; Είναι κάτι που προϋπάρχει αλλά εκρήγνυται τρόπον τινά μια στιγμή και παρασέρνει με τρόπο καθηλωτικό; Κάτι άλλο;
Μ.Σ.: Η ποίηση είναι τα πάντα και εμπεριέχει το όλον, δεν προσδιορίζεται, δεν μπαίνει σε καλούπια. Ο καθένας έχει τον δικό του τρόπο γραφής και έκφρασης. Εγώ για παράδειγμα, τις περισσότερες φορές, γράφω χωρίς να σκέφτομαι, αυτόματα. Βλέπω μία εικόνα, ακούω κάτι, αισθάνομαι κάπως και ξεκινάω να γράφω. Παρασύρομαι μέσα σε όλο αυτό χωρίς να έχω αίσθηση και μόνο όταν σταματήσει ο χείμαρρος των λέξεων διαβάζω αυτό που έγραψα και αν χρειαστεί κάνω διορθώσεις ή το διανθίζω. Ίσως να ακούγεται περίεργο αλλά έτσι λειτουργώ. Γενικά δεν ψάχνω τις λέξεις, όσες φορές τις έψαξα δεν υπήρχε αποτέλεσμα. Η γραφή δεν είναι κάτι καταναγκαστικό για εμένα, ανάγκη είναι, αποφόρτιση και λύτρωση.
Διαβάζοντας το «Σαρκά-ζω» νομίζω ότι εισπράττω τη σχέση σας με τη συγγραφή. Το πώς βιώνετε τη δημιουργία. Είναι όντως έτσι;
Μ.Σ.: Ενδιαφέρον αυτό που λέτε, δεν το είχα σκεφτεί και σας ευχαριστώ γι' αυτή την οπτική. Ξαναδιαβάζοντας το θα μπορούσε να είναι κι έτσι, μιας και η συγγραφή για εμένα πέρα από εύκολη –σκαρώνω συνεχώς ιστορίες στο μυαλό μου– είναι και επίπονη. Και πώς να μην είναι από τη στιγμή που και τα τρία μου βιβλία είναι ανθρωποκεντρικά! Ο άνθρωπος σε όλες του τις εκφάνσεις με απασχολεί έντονα. Προσπαθώ να τον κατανοήσω και να με κατανοήσω, δύσκολος αγώνας σαφώς και άνισος τολμώ να πω ή και ουτοπικός.
Όταν γράφω έχω ανάγκη να απομονώνομαι, με πονάω ακούγοντας το είναι μου, βουτάω μέσα μου, με σκοπό να με βρω, να λυτρωθώ. Από την άλλη προσπαθώ να «ανοίξω» φωτεινές διόδους για όσους έχουν ανάγκη και θέλουν να με αφουγκραστούν. Δυσκολεύονται γενικά οι άνθρωποι να δουν πέρα από τα προφανή και με το να ασχοληθούν με το μέσα τους. Είναι επικεντρωμένοι στους άλλους, στον έξω κόσμο, στο φαίνεσθαι, έχουν χάσει την ταυτότητά τους αφήνοντας αφρόντιστο τον εαυτό τους.
Και όπως γράφω σε τούτο το ποίημα, ξεσκίζω τις σάρκες μου, απογυμνώνομαι, τις μασουλάω και αναγεννιέμαι. Δεν φοβάμαι να εκτεθώ τούτες τις ώρες, είμαι εγώ με εμένα, δεν χωράει κανένας άλλος σε αυτήν τη σχέση. Οπότε ναι, κάπως έτσι είναι η δημιουργία για εμένα. Τρομά-ζω, Σαρκά-ζω και εντέλει ΖΩ.
Διαβάζοντας τη συλλογή και συγκεκριμένα το μέρος του δολοφόνου αποκτώ την άποψη ότι πιστεύετε στον θάνατο (ή και στον φόνο αναλόγως πώς το βλέπει κανείς) υπό την ευρύτερη έννοια της λήξης, ενός τέλους ή μιας αναγκαίας αναγέννησης κ.α. Θα ήθελα το σχόλιό σας.
Μ.Σ.: Το μόνο πράγμα που είναι σίγουρο από τη στιγμή που βγαίνουμε από τη μήτρα της μάνας μας είναι το ότι θα πεθάνουμε, όλα τα υπόλοιπα δεν μπορούμε να τα γνωρίζουμε. Καθημερινά βιώνουμε μικρούς θανάτους, σε πολλά επίπεδα, θρηνούμε για πολλά ζητήματα, άρα επιβάλλεται να μην παραιτούμαστε, να πηγαίνουμε ένα βήμα πιο πέρα και να ζούμε. Το θέμα βέβαια είναι κατά πόσο ζούμε όντας ζωντανοί. Απλά υπάρχουμε ή ζούμε; Τεράστια η απόσταση που χωρίζει τούτες τις δύο λέξεις.
Στο μέρος του δολοφόνου, ο θάνατος και ο φόνος κυριαρχούν αλλά πουθενά με την κυριολεκτική έννοια των όρων. Δεν θα μπορούσε εξάλλου να είναι έτσι μιας και το να σκοτώνει κάποιος άνθρωπος έναν άλλον άνθρωπο το θεωρώ βάρβαρο, απάνθρωπο και δεν το χωρά ο νους μου. Άρα μιλάμε για αναγέννηση συντροφιά με τον γνώριμο πια εαυτό μας. Στο ποίημα με τίτλο «Απόψε το βράδυ» ο άνθρωπος σκοτώνει το ομοίωμα του, την παλιά του ζωή επί της ουσίας, με σκοπό να βρει τον εαυτό του και να ξεκινήσει τη νέα του ζωή. Πόσο θάρρος και τόλμη θέλει όλο αυτό; Και απαντώ: πάρα πολύ.
Μιλώ και για τον θάνατο παθολογικών καταστάσεων, για το θάρρος που χρειάζεται να έχουμε για να βάλουμε ένα τέλος. Για παράδειγμα στο ποίημα με τίτλο «Εξάτμιση ψυχών» γίνεται λόγος για την κακοποίηση των γυναικών και για το πόσο τις στιγματίζει ψυχολογικά όλο αυτό. Επίσης, για τη λήξη των όποιων σχέσεων που βασίζονται στην ανασφάλεια και στον φόβο των ανθρώπων να μένουν μόνοι. Για τον θάνατο των πρέπει και των κοινωνικών συμβάσεων. Και ξαναλέω, όλα αυτά θυσιάζονται στο βωμό της ουσιαστικής ζωής.
Εικονικοί θάνατοι και φόνοι που λειτουργούν λυτρωτικά σε όλες τις περιπτώσεις του δολοφόνου.
Τέλος, παρά το γοτθικό στοιχείο των στίχων, τη σκοτεινιά, την απελπισία κάποιων άλλων, την εσωτερική σύγκρουση και τις χαμένες μάχες των ηρώων κ.λπ. εισβάλλει από τη χαραμάδα το φως, η ελπίδα, το νέο ταξίδι, γράφετε στην «ΙΑΣΗ». Πώς βοηθά η ποίηση τον άνθρωπο να προχωρήσει;
Μ.Σ.: Ίαση = θεραπεία, επιβαλλόμενη και απαραίτητη για να προσχωρήσουμε στη ζωή μας. Περιλαμβάνει το φως, την ελπίδα, το άκουσμα των θέλω μας και όχι των πρέπει, την αναγέννηση. Και σε αυτό το ποίημα, όπως και σε πολλά άλλα, το φως έρχεται να δώσει απαντήσεις. Δεν μπορούμε να ζούμε στο σκοτάδι, όσο και αν προσπαθούμε να μας το επιβάλλουμε ενίοτε ή να μας το επιβάλλουν. Ναι μεν το μαύρο περιέχει όλα τα χρώματα αλλά περιέχει και τη θλίψη, την απελπισία, την απογοήτευση. Σαφώς είναι απαραίτητα και βοηθητικά και αυτά τα συναισθήματα στη γνωριμία του εαυτού μας μα χρειάζεται να είναι και ελεγχόμενα για να προχωράμε.
Η ποίηση πολλάκις έρχεται σαν απάντηση σε αυτήν τη σκοτεινιά. Ανοίγει διεξόδους, αφυπνιστικούς μα και θεραπευτικούς κάποιες φορές. Αποτελεί αποκούμπι, χάδι, ανάγκη, κραυγή. Ποτέ δεν ξέρουμε από πού μπορεί να πιαστεί ένας άνθρωπος, ακόμη και από μία λέξη, έναν στίχο, και να κάνει την ανατροπή σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο. Βέβαια στις μέρες μας η ποίηση τείνει να θίγει σε μικρότερο βαθμό κοινωνικά ζητήματα απ' ό,τι παλαιότερα, είναι πιο εσωστρεφής θα έλεγα, αλλά και πάλι θαρρώ ότι αφυπνίζει. Κάθε εποχή εξάλλου έχει τις ανάγκες της και δεν μπορώ να το κρίνω αυτό.
Τι θα θέλατε να πείτε στον μελλοντικό σας αναγνώστη;
Μ.Σ.: Να μην φοβηθεί τις λέξεις που ενδεχομένως του προκαλούν ανασφάλεια, φόβο και απογοήτευση. Να δει πέρα από αυτές, να αφεθεί, να σκεφτεί πού είναι αυτός μέσα σε αυτές και να λυτρωθεί.
Ποια είναι η γνώμη σας για τη σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή στη χώρα μας σε σχέση με την ποίηση;
Μ.Σ.: Θαρρώ ότι δεν δίνονται ίσες ευκαιρίες προβολής και προώθησης σε όλους τους ανθρώπους που γράφουν. Ουτοπικό θα μου πείτε αλλά αυτό θα ήταν το δίκαιο κατ' εμέ, να αφήνουν τον αναγνώστη να επιλέγει και όχι να τον «καθοδηγούν». Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία αυξητική τάση στις ποιητικές εκδόσεις, που σημαίνει ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη να εκφραστούν. Υπάρχουν πολύ καλές προσπάθειες τις οποίες γνωρίζουν ελάχιστοι ακριβώς επειδή κανένας εκδότης δεν τις προώθησε –το γιατί το ξέρουν οι ίδιοι. Ένα άλλο θέμα είναι ότι τις περισσότερες φορές καλούνται μόνοι τους οι δημιουργοί να προωθήσουν το έργο τους, πράγμα όχι και τόσο εύκολο αν δεν έχεις γνωριμίες, παρότι πληρώνουν αδρά, συνήθως, για την έκδοσή του. Και εδώ μπαίνει το ερώτημα αν η σύγχρονη ποιητική βιβλιοπαραγωγή ενδιαφέρεται μόνο για τα οικονομικά συμφέροντα και όχι για την ποίηση αυτή καθαυτή και για το αποτύπωμα που θα αφήσει το κάθε βιβλίο και ο δημιουργός του. Χρειάζονται υποστήριξη οι ποιητές, όπως και όλοι οι δημιουργοί, από τον εκδότη τους και τα διάφορα μέσα προώθησης για να ακουστούν. Η αμφίδρομη σχέση είναι απαραίτητη, όπως και η εμπιστοσύνη.
Σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη και ουσιαστική συνομιλία μας, μου γράφει ολοκληρώνοντας τις απαντήσεις της η Μαρία Σταυροπούλου η οποία μίλησε για την ποίηση γενικά αλλά και ειδικότερα σε σχέση με τη συλλογή της ΠαρΑνοϊκός δολοφόνος λέξεων, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Χαρακτηριστικό της συλλογής είναι ο χωρισμός της σε τρία μέρη: ξεκινά με τον παρΑνοϊκό και με αυτό το λεξοπαίγνιο που ενώνει δημιουργικά την παράνοια με την άνοια δηλαδή την έλλειψη νου, συνεχίζει με τον δολοφόνο για να κλείσει με τις λέξεις, ενώ η συρραφή των τριών αποτελεί τον τίτλο του βιβλίου.
Χαρακτηριστικό του ύφους της ποιήτριας είναι η πηγαία γραφή δηλαδή, όπως μας εξηγεί κι εκείνη παραπάνω αλλά και το οπισθόφυλλο, το ότι εκφράζεται αυτόματα εκμεταλλευόμενη τις στιγμές που οι στίχοι κατακλύζουν το μυαλό της· πράγμα οπωσδήποτε θεσπέσιο καθώς ο περισσότερος κόσμος λειτουργεί αντίθετα, δηλαδή μπλοκάροντας το αυθόρμητο εν ονόματει του επεξεργασμένου, του στημένου, φτιαγμένου, δουλεμένου κ.ο.κ. Προφανώς η κυρία Σταυροπούλου είναι ανοιχτή στο ερέθισμα της στιγμής όσο και πρόθυμη να το καταγράψει· στοιχείο που προσφέρει ειδικές ποιότητες στα έργα.
Κι όλο αυτό το κάνει επί πενήντα τέσσερις φορές για να αντιμετωπίσει τον ίδιο της τον εαυτό, για να αντιμετωπίσει την κοινωνία, για να μετεωριστεί ανάμεσα σε λογική και παράνοια, για να ελέγξει την κατάσταση, για να ονειροπολήσει ή να προσγειωθεί, για να αναζητήσει κ.α.
Η πλούσια αυτή συλλογή αξίζει και το τελευταίο δευτερόλεπτο που θα ξοδέψεις μαζί της και αφήνει στίγμα πάνω σου, όπως όλα εκείνα τα βιβλία που «ζουν» μια δεύτερη φορά μέσα σου όπως τα κουβαλάς.
Βρείτε το!