Ο Νικόλαος Κουτούζης γεννήθηκε στην Ζάκυνθο το 1741. Από μικρός φανέρωσε την καλλιτεχνική του κλίση και μαθήτευσε στον Νικόλαο Δοξαρά, τον πρωτομάστορα της Επτανησιακής Σχολής, από τον οποίο πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής και αγιογραφίας. Η ευφυής, πολυσχιδής προσωπικότητα και ο πληθωρικός χαρακτήρας του τον ώθησε σε πολλές άλλες κοινωνικοπολιτικές δραστηριότητες στηλιτεύοντας την φαυλότητα της εποχής του. Αργότερα, μετά από διαμάχες με το περιβάλλον του, πήγε στην Βενετία, όπου σύμφωνα με βιογραφικές αναφορές τελειοποίησε τις σπουδές του στο εργαστήρι του Τιέπολο, περίφημου εκπροσώπου της Βενετσιάνικης σχολής. Το πρώτο του έργο ήταν μια εικόνα των αγίων Βαρβάρας και Ιωάννη του Δαμασκηνού, το οποίο ζωγράφισε μαζί με τον δάσκαλό του Νικόλαο Δοξαρά, σε ηλικία 16 χρόνων, και βρισκόταν στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου του Κόλα. Αργότερα, το 1766, φιλοτέχνησε την περίφημη, πολυπρόσωπη σύνθεση, η οποία απεικονίζει την λιτανεία του σκηνώματος του αγίου Διονυσίου, με υπόδειγμα τον Γιαννάκη Κοράη ή Καστρινό, ο οποίος είχε ζωγραφίσει την λιτανεία του αγίου Χαραλάμπους (1756). Άλλα έργα του, που σώθηκαν από τον μεγάλο καταστροφικό σεισμό και την πυρκαγιά του 1953 στη Ζάκυνθο, βρίσκονται και εκτίθενται σήμερα στο Μουσείο Ζακύνθου, το Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, σε μονές και εκκλησίες. Σημαντικά είναι τα τα έργα του με προσωπογραφίες που ανήκουν στην Εθνική Πινακοθήκη και την συλλογή Περδίου.
Εκτός από ζωγράφος ο Κουτούζης, ήταν και σατιρικός ποιητής. Έγραψε καυστικές σάτιρες για διάφορα επώνυμα πρόσωπα, οι οποίες είναι αρκετά αθυρόστομες με επικριτικές προεκτάσεις. Ήταν αντίπαλος του ποιητή Αντωνίου Μαρτελάου, δασκάλου του Ούγκο Φώσκολου και του Διονυσίου Σολωμού, τον οποίο ειρωνευόταν, με στίχους του, για τις πολιτικές ιδέες του. Για τον λόγο αυτό δημιούργησε πολλούς εντόπιους εχθρούς. Κάποιος από αυτούς, για εκδίκηση, τον χτύπησε μια νύχτα του 1770 με αιχμηρό αντικείμενο, πιθανόν φιαλίδιο με οξύ, κάτω από το αριστερό του αφτί, αφήνοντάς του ανεξίτηλο σημάδι στο πρόσωπο. Για να το καλύψει ο Κουτούζης, ο οποίος αναφέρει το συμβάν αυτοσαρκαζόμενος σε σάτιρά του, άφησε γενειάδα, κάτι που δεν συνηθιζόταν για τις ανώτερες τάξεις την εποχή εκείνη.
Χειροτονήθηκε τελικά ιερέας στην Λευκάδα στις 8 Οκτωβρίου 1777, από τον επίσκοπο του νησιού Μελέτιο, επειδή η Ζάκυνθος δεν είχε δεσπότη, αλλά πρωτοπαπά και η βενετική επικυριαρχία αναγνώριζε μόνο τις χειροτονίες που γίνονταν από επισκόπους της δικής της περιφέρειας. O Νικόλαος Κουτούζης ήταν εφημέριος στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου του Μόλου, καθώς και στον Ιερό Ναό της Οδηγήτριας. Όμως παρά το σχήμα του κληρικού, εξακολουθούσε να κρίνει, με παρρησία και τόλμη, τους συμπολίτες του.
Κατά την σωζόμενη παράδοση, ο Κουτούζης έκανε μεγαλόπρεπες λειτουργίες στους ναούς όπου υπηρέτησε ως εφημέριος, με μεγάλη θεατρικότητα και ιδιόρρυθμες εντυπωσιακές εμφανίσεις. Φορούσε ειδικά ράσα, ώστε να φαίνονται οι αργυρές πόρπες των παπουτσιών του και οι ερυθρές περικνημίδες του. Ο Ιάκωβος Πολυλάς σημειώνει: «Κοντά εις τα άλλα πράγματα ανάρμοστα εις τον ιερό χαρακτήρα του είχε και τη συνήθεια να δείχνεται κοσμικός λεβέντης.». Επίσης, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος αναφέρει: «Μόνον ενώπιον του θυσιαστηρίου ο ιερεύς αντικαθιστά τον σατιρικόν ποιητήν. Ακόμη ενθυμούνται την μεγαλοπρέπειαν και την κατάνυξιν, μεθ' ης επετέλει τας ιεροτελεστίας.».
Με τις «Έμμετρες βωμολοχικές σάτιρες», που συνέγραψε, θεωρήθηκε και «καταραμένος ποιητής», εκφράζοντας με σκανδαλιστικούς στίχους την κοινωνία που ζούσε και που έτεινε στο περιθώριο. Η αλήθεια είναι όμως ότι ο παπα-Κουτούζης έβριζε τους αριστοκράτες και την υποκριτική ηθική τους γιατί αισθανόταν ότι πρόσβαλαν το ήθος του. Κομψευότανε παράλληλα και επιζητούσε την προσοχή των άλλων από μια διπολική ελευθέρωση και ανάγκη προβολής της καλλιτεχνικής του φύσης.
Αποβίωσε στις 23 Ιουλίου 1813 και θάφτηκε στην ιστορική εκκλησία της Φανερωμένης της πόλης της Ζακύνθου.
Ο Δήμος Ζακυνθίων, με αφορμή τη συμπλήρωση 200 χρόνων από τον θάνατό του, αφιέρωσε τιμητικά το έτος 2013 στη μνήμη του σημαντικού εικαστικού καλλιτέχνη και σατιρικού ποιητή του 18ου αιώνα Νικόλαου Κουτούζη. Το 2017 κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Περίπλους, για πρώτη φορά, αλογόκριτες οι ποιητικές σάτιρές του, με εισαγωγικό κείμενο του Νικία Λούντζη, επίμετρο του Δημήτρη Αγγελάτου και επίλογο του Σπύρου Αλ. Καββαδία διαφωτίζοντάς μας για την πολυσχιδή προσωπικότητά του και τον κοινωνικό του περίγυρο.
Η ιδιότυπη περίπτωση του Νικόλαου Κουτούζη, για τον οποίο υπάρχουν αρκετά στοιχεία και αναφορές αλλά όχι σχετική διατριβή ή ουσιαστική μελέτη για το εικαστικό του έργο και την καθοριστική συμβολή του στις απαρχές της νεοελληνικής τέχνης, είναι βέβαια παρακολουθηματική μεν όσον αφορά την βενετσιάνικη τεχνοτροπία του αλλά συνάμα και μια υποδειγματική αισθητική συνεισφορά στην ποιοτική της επαρχιακή εκδοχή. Επίσης, η διάδοση της δυτικότροπης τεχνοτροπίας με την καλλιτεχνική διδασκαλία της από τον Κουτούζη ανέθρεψε νεότερους άξιους εκφραστές της, όπως ο μαθητής του αγιογράφος και ζωγράφος Νικόλαος Καντούνης.
Τα «παράδοξα» βιογραφικά στοιχεία του Κουτούζη, που είχα υπόψιν μου αποσπασματικά στα πρώτα μου νεανικά μελετήματα, με είχαν εντυπωσιάσει εμψυχωτικά για την καλλιτεχνική μου πορεία και μου έδωσαν θάρρος να εκφραστώ λογοτεχνικά και εικαστικά χωρίς φραγμούς και ενδοιασμούς, αναλογιζόμενος το θάρρος του και την επιμονή του να λέει αδίστακτα τη γνώμη του αψηφώντας την ιδιότητά του και τους κινδύνους την εποχή εκείνη. Πολύ αργότερα είδα αυθεντικά έργα του και διαπίστωσα τις σπουδαίες ικανότητές του. Ιδιαίτερα οι εκφραστικές και δηλωτικές της αυτοπεποίθησής του αυτοπροσωπογραφίες και οι προσωπογραφίες ευγενών, όπως του Αντώνιου Σιγούρου, του Ναθαναήλ Δομενεγίνη, του Διονυσίου Σολωμού, ως βρέφος καθώς και εξευρωπαϊσμένων αστών, που φιλοτέχνησε στο πλαίσιο της τυπικής μετωπικής στιλιστικής προσέγγισης, έχουν ιδιαίτερες αισθητικές αρετές. Η ενδιάθετη ψυχογραφική ανάδειξη του χαρακτήρα μέσω του βλέμματος, η επιδέξια προβολή και φορά χεριών και δακτύλων και η λεπτεπίλεπτη επεξεργασία της χρωματικής επιφάνειας αναδεικνύει υποβλητικά τις άνετες στάσεις των προσωπικοτήτων.
Ζωγράφος, λογοτέχνης, θεωρητικός της τέχνης
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου