Ο Λουίτζι, χρήστης μαριχουάνας και LSD, επιστρέφει στο σπίτι του μετά από καιρό για να ανακαλύψει πως η μητέρα του και ο παππούς του όχι μόνο είναι φανατικοί χρήστες μαριχουάνας αλλά κάνουν και διακίνηση! Τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν πέφτει σύρμα πως η αστυνομία θα κάνει ντου σε υπό κατάληψη σπίτια για να βρει ναρκωτικά! Και πού θα κρύψουν τόση κάνναβη;
Το έργο «Η μαριχουάνα της μαμάς είναι η καλύτερη» είναι ένα ξεκαρδιστικό κείμενο γεμάτο σουρεαλιστικά και αναπάντεχα περιστατικά που συγκροτούν μια ιστορία ναρκωτικών, ψυχεδέλειας μα πάνω απ' όλα σφιχτών οικογενειακών δεσμών. Ο συγγραφέας το ανέβασε το 1976, θέλοντας με αυτό να στηλιτεύσει την αυξανόμενη χρήση ναρκωτικών στην Ιταλία της εποχής.
Όλα ξεκινάνε όταν κατά λάθος ο παππούς αντί για ασπιρίνες παίρνει κάτι ξεχασμένα χάπια LSD του γιου του κι αυτό είναι η αρχή μιας οικογενειακής επιχείρησης μαριχουάνας που στήθηκε αργά αλλά απέδωσε οικονομικά πολύ γρήγορα. Με σωστή καλλιέργεια, μεγάλη φροντίδα και προσοχή να μην τους πιάσουν, ο παππούς και η μητέρα Ροζέτα γίνονται μεγαλέμποροι και ζουν ζωή χαρισάμενη ώσπου επιστρέφει ο γιος Λουίτζι, ο οποίος διαπιστώνει με άφατη έκπληξη τα όσα γίνονται. Κάνναβη και μαριχουάνα, μια περίεργη γειτόνισσα, ένας ναρκομανής, ένας παπάς κι ένας ξάδελφος που δουλεύει στη Δίωξη Ναρκωτικών δημιουργούν ένα σπαρταριστό μείγμα παρεξηγήσεων και ανατροπών.
Ομολογώ πως μου άρεσε αρκετά, αν και δεν με κέρδισε από την αρχή. Είχα δει κι άλλη παράσταση του Ντάριο Φο φέτος που δεν με κράτησε και φοβήθηκα πως με αυτόν τον συγγραφέα δεν θα τα πάμε καλά. Όταν όμως άρχισε να ξετυλίγεται η ιστορία, να μπαίνουν νέα πρόσωπα, να κορυφώνεται η πλοκή, να απογειώνονται οι ερμηνείες των ηθοποιών, άρχισα να γελάω και να απολαμβάνω κάθε λεπτό της παράστασης.
Υπάρχει όμως και μια εξαίρεση, η τραβηγμένη σκηνή με τον ιερέα, που τη θεώρησα περιττή, αν και ο συγγραφέας φάνηκε πως τη χρησιμοποίησε για να στηλιτεύσει τον ιερατικό κλάδο του Βατικανού με τις off-shore εταιρείες, τα μεγάλα χρηματικά ποσά που δαπανώνται κρυφά και άλλα ανομήματα. Δεν αντιλέγω, ήταν όμως αταίριαστο με τη ροή του υπόλοιπου κειμένου, για να μην αναφερθώ στους ευτελισμούς που υφίσταται ένας ιερωμένος, να ταπεινώνεται και να περνάει τα πάνδεινα, μια εικόνα που με απώθησε αρκετά. Τέλος πάντων, γέλιο, τραγούδι με ζωντανή μουσική και ωραίες φωνές, εντυπωσιακά βίντεο στο φόντο, πολυεπίπεδο σκηνικό, όλα αυτά μου κράτησαν το ενδιαφέρον ως το τέλος.
Η Σμαράγδα Καρύδη στον ρόλο της Ροζέτας και ο Τάκης Παπαματθαίου σαν Παππούς μας καλωσορίζουν στο σπίτι τους, συγγνώμη, στο σπίτι που έχουν κάνει κατάληψη εδώ και λίγο καιρό, με τη μαριχουάνα να κρύβεται παντού, τα φυτώρια να διατηρούνται χάρη σε βρεγμένα σεντόνια και αναμμένα σεσουάρ ενώ φύλλα θα βρει κανείς και στο ψυγείο και στις κατσαρόλες και στο φουρνάκι! Και οι δύο είναι πολύ καλοί στις ερμηνείες τους, με τον Τάκη Παπαματθαίου να είναι λίγο πιο σπιντάτος, κινητικός και νευρικός (εντάξει, υποτίθεται ότι έχει κάνει και περισσότερους μπάφους). Οπτική και ερμηνευτική έκπληξη ήταν για μένα ο Γιώργος Νούσης στον ρόλο του Λουίτζι, μιας και τον έχω συνηθίσει σε τηλεοπτικό ρόλο γνωστής σειράς να δίνει ρέστα στις εκφράσεις και στην ερμηνεία του. Τώρα είδα ένα εντελώς διαφορετικό παιδί, πιο άνετο, πιο ελεύθερο, πιο κοντά στον εαυτό του, σκηνοθετημένο πολύ καλά, να κάνει διάφορα πράγματα σε δεύτερο φόντο, μιας και ο ρόλος του έχει πολλές σκηνές χωρίς λόγια αλλά με απαραίτητη παρουσία.
Ο Διαμαντής Αδαμαντίδης, στον ρόλο του πρεζάκια φίλου του Λουίτζι, είναι εξαίρετος. Περπατάει πέρα δώθε με ασταθές βήμα, θυμάται ολόκληρα ασυνάρτητα «σεντόνια», πέφτει και ξανασηκώνεται, έχει ωραία φωνή όταν έρχεται η ώρα να τραγουδήσει και τα τραγούδια που έχει γράψει για την παράσταση έχουν όλα πολύ ωραίο ρυθμό! Η Ιωάννα Λέκκα, στον ρόλο της γειτόνισσας Καμέλια, είναι γλυκιά, χαριτωμένη, μέχρι να πάρει κι εκείνη τη δόση της, οπότε μεταμορφώνεται σε γοητευτική κοπέλα και η φωνή της, όταν συνοδεύει τον Διαμαντή, είναι υποδειγματική! Ο Τάσος Ροδοβίτης ως ιερέας τα έβγαλε πέρα πολύ καλά. Το εντυπωσιακό είναι που εμφανίστηκε με στιβαρότητα, σοβαρότητα και βαθιά φωνή ενώ στη συνέχεια άρχισε να χορεύει και να τραγουδάει με εντελώς διαφορετικό τρόπο, μεταμορφώνεται σε κάτι πιο μπριλάντε, σκερτσόζικο και χαριτωμένο, με τέτοιο τρόπο που καταφέρνει να μην το γελοιοποιήσει. Δεν παρασύρεται σε ερμηνευτικές ευκολίες και υπερβολές και καταφέρνει να εμφανίσει έναν δισυπόστατο ιερέα, πλήρως υποταγμένο στην τρυφηλή ζωή του Βατικανού. Ο Χάρης Χιώτης ερμηνεύει τον ξάδελφο της Ροζέτας Αντόνιο, που τώρα δουλεύει στη Δίωξη Ναρκωτικών και είναι θεόχαζος. Δεν παίρνει πρέφα την επιχείρηση μαριχουάνας που δουλεύει κάτω από τη μύτη του, θεωρεί τον εαυτό του γοητευτικό, περπατά με ξεκαρδιστικό τρόπο, απότοκο ενός ατυχήματος εξαιτίας της ξαδέλφης του και, επειδή ακολουθεί υγιεινή διατροφή, μασουλάει φύλλα και χόρτα κάνναβης περνώντας τα για σαλάτα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη συνέχεια.
Η μουσική και τα τραγούδια (σε στίχους Σοφίας Καψούρου), όπως έγραψα και πριν, είναι ξεσηκωτικά, η δουλειά στα video wall (Παντελής Μάκκας) είναι πανέξυπνη, γεμάτη χρώματα, πρόσωπα, αντικείμενα, όλα δοσμένα με τέτοιο τρόπο που ένιωσα κι εγώ την ψυχεδέλεια όσων τα βλέπουν μετά από «τσιγαράκι» (αυτήν τη Χαμπίμπα μες στην καρδιά μου την έβαλα), οι φωτισμοί του Δημήτρη Κουτά είναι ευρηματικοί και δίνουν βάθος και όγκο στις σκηνές, το σκηνικό της Μαρίας Φιλίππου είναι άκρως λειτουργικό και υποδειγματικό, με πολλά και διαφορετικά επίπεδα (μπρος, πίσω, πάνω, κάτω), με τους ηθοποιούς να κινούνται αέναα και ποικιλοτρόπως σε αυτό χωρίς να κουράζουν τον θεατή και τα κοστούμια της Μαρίας Κοντοδήμα είναι πρακτικά, εύχρηστα, καθημερινά.
Η σκηνοθεσία της Σμαράγδας Καρύδη καταφέρνει και συνδυάζει με πολύ καλό τρόπο όλα αυτά τα θετικά που έχει στα χέρια της (ερμηνείες, χώρο, υλικό και τεχνικό εξοπλισμό) και φέρνει στο σήμερα ένα κείμενο γεμάτο φούντα, κάνναβη, τσιγαριλίκι, χασισάκι, που βγάζει άφθονο γέλιο και χαρίζει αξέχαστες στιγμές στους θεατές. Κι αν νομίζετε πως η παράσταση υποστηρίζει ακρίτως τη χρήση των ναρκωτικών προσέξτε λίγο ανάμεσα από τις γραμμές και κυρίως δώστε βάση στην τελευταία πράξη, όπου γίνεται μια μεγάλη αποκάλυψη και όλα μπαίνουν στις σωστές τους διαστάσεις. Τι λέτε λοιπόν; Όντως η μαριχουάνα της μαμάς είναι η καλύτερη;
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου