Κυριακή απόγευμα και το πρόγραμμα είχε την παρακολούθηση του «Κάποιος να με προσέχει» του Frank McGuinness στο θέατρο Αυλαία. Μια παράσταση με τους ηθοποιούς Αντίνοο Αλμπάνη, Σωτήρη Σκάντζικα και Δημήτρη Παπαγεωργίου, σε σκηνοθεσία της Αθανασίας Καραγιαννοπούλου. Ένα έργο, το οποίο μάλιστα βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και για το οποίο, όπως αποδείχτηκε, δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένος για το τι πρόκειται να βιώσω. Κι αυτό γιατί αν και γνώριζα για την ιδιαίτερη πλοκή του, τελικώς αιφνιδιάστηκα από τις έντονα φορτισμένες σκηνές του.
Επικεντρώνοντας στην πλοκή του, βρισκόμαστε στον Λίβανο της δεκαετίας του '80. Εκεί, όπου τρομοκράτες έχουν πιάσει τρεις ομήρους, τους οποίους και κλείνουν στο ίδιο κελί.
Αρχικά, έχουμε να κάνουμε με τον Άνταμ. Έναν Αμερικάνο γιατρό, ο οποίος είναι ο πρώτος που έχει συλληφθεί. Έκτοτε προσπαθεί να κρατηθεί όσο το δυνατόν ψύχραιμος και λογικός. Επίσης, υπάρχει ο δεύτερος της παρέας, ο εξωστρεφής Ιρλανδός Έντουαρντ. Ένας δημοσιογράφος, ο οποίος κατά τον εγκλεισμό του προχωρεί σε μια προσωπική ενδοσκόπηση αναλογιζόμενος όσα δεν έκανε, δεν ένιωσε, δεν απόλαυσε όσο ήταν ελεύθερος. Και τέλος, ο τρίτος που προστίθεται στο κελί τους είναι ένας Άγγλος καθηγητής πανεπιστημίου, ο Μάικλ. Ένα άτομο, που όσο περνάει ο καιρός ανοίγεται όλο και περισσότερο στους υπόλοιπους εκμυστηρεύοντας, πέραν των άλλων, τις δικές του θλίψεις και αγωνίες που τον τυραννούν.
Πρόκειται για ένα έργο με δυνατές εξομολογήσεις και στιγμές, οι οποίες ισορροπούν ανάμεσα στο δράμα και στο γέλιο. Τη μουσική και τη σιωπή. Το σκοτάδι και το φως. Το μίσος και την ισχυρή φιλία. Τη φαντασία και την παράνοια. Την ανάγκη των πρωταγωνιστών να επουλώσουν τις πληγές της ψυχής και του κορμιού τους υποδυόμενοι πως όλο αυτό πρόκειται για ένα κακό όνειρο που κάποια στιγμή θα τελειώσει με αίσιο τέλος. Όμως, μέρα με τη μέρα συνειδητοποιούν πως αυτό είναι μονάχα το ποθούμενο και όχι η οδυνηρή αλήθεια που βιώνουν.
Κατά τον εγκλεισμό τους δεν γνωρίζουν τίποτε από αυτά που θα θεωρούσαμε αυτονόητα. Είναι μέρα ή νύχτα; Πόσος χρόνος έχει περάσει απ' τη σύλληψή τους; Συζητά άραγε ο έξω κόσμος για την κατάστασή τους; Προσπαθούν οι κυβερνήσεις να τους απελευθερώσουν; Νοιάζεται κάποιος γι' αυτούς;
Στο διάστημα αυτό τα βασανιστήρια τσακίζουν την εύθραυστη ψυχολογία τους. Όσο και να αντιστέκονται, παρ' όλ' αυτά, ο εξευτελισμός, οι απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, οι αλυσίδες που τους δεσμεύουν, όλα τους, τους υπενθυμίζουν όσα έχασαν απ' την καθημερινότητά τους και τα οποία θεωρούσαν δεδομένα. Η λογική τους κλονίζεται όπως και η πίστη τους στους ανθρώπους έξω από εκεί, όπως και στη θρησκεία.
Κατά τη διάρκεια της παράστασης, ακούγονται αιχμηρές αλήθειες. Τόσο για την κοινωνία όσο και για την εργαλειοποίηση της θρησκείας, που με αφορμή αυτήν ξεκινούν πολεμικές συγκρούσεις με απώτερους όμως σκοπούς.
Βλέποντας ωστόσο την παράσταση και από την αλληγορική της όψη, θα μπορούσα να πω ότι το κελί των ηρώων μας μοιάζει κάπως και με την ψυχή μας, που μέσα του κλείνουμε συνεχώς και καταπιέζουμε κάθε ατελέσφορο όνειρο και απραγματοποίητο «θέλω» μας, γινόμενοι θύματα όσων «πρέπει» διέπουν τον περίγυρό μας. Ή ακόμη, από τις λάθος προτεραιότητές μας, όπου «ευνουχίζουμε» τη φωνή μας, με τον χρόνο να περνά με άγονες στιγμές, δίχως να αφήνουμε τον εαυτό μας να απολαύσει όσα αξίζουμε κι αποζητούμε.
Η ερμηνεία των ηθοποιών υπήρξε πραγματικά συγκλονιστική. Θεωρώ πως υπηρέτησαν, πιστά και απόλυτα, τους ρόλους τους μεταφέρνοντάς μας στην ολότητά της όλη τη δυστυχία, τους προβληματισμούς, την εύλογη τρέλα και απόγνωση, που στοίχειωναν τους ήρωές μας. Χαρακτηριστικό είναι πως για δύο ώρες βασίλευε απόλυτη ησυχία στην κατάμεστη αίθουσα, με το κοινό να απολαμβάνει την ροή του έργου, παραμένοντας εστιασμένο στις εναλλαγές καταστάσεων και συναισθημάτων· επιβραβεύοντας έτσι στο τέλος τους πρωταγωνιστές με ένα παρατεταμένο χειροκρότημα κι αναγκάζοντας τους ηθοποιούς να βγουν ξανά και ξανά και ξανά και ξανά στη σκηνή, για να υποκλιθούν και να ευχαριστήσουν τους θεατές!
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου