Ο Γιαννούλης Χαλεπάς (1851-1938) ήταν διακεκριμένος γλύπτης, γόνος φημισμένης οικογένειας Τήνιων μαρμαρογλυπτών. Παρά τις ισχυρές προσπάθειες της μητέρας του να γίνει έμπορος, σπούδασε μαρμαρογλυπτική στο Σχολείο των Τεχνών (σημερινή Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) και στη Γερμανία με υποτροφία. Η λαμπρή του καριέρα διεκόπη όταν άρχισε να εμφανίζει συμπτώματα ψυχικών διαταραχών, απότοκα της υπερκόπωσης και της τελειομανίας του. Οι δικοί του άνθρωποι που δεν γνώριζαν τι έχει αποφάσισαν να τον κλείσουν στο ψυχιατρείο Κέρκυρας, όπου κανένας δεν τον άφηνε να δημιουργεί καλλιτεχνικά και τελικά η μητέρα του τον πήρε πίσω στην Τήνο απαγορεύοντάς του αυστηρά κάθε ενασχόληση τέτοιου είδους, κάτι που κλόνισε ακόμη περισσότερο την υγεία του. Μόνο μετά τον θάνατό της και μετά από μια σειρά γεγονότων κατάφερε να επιστρέψει στη μαρμαρογλυπτική που τόσο αγαπούσε.
Ο συγγραφέας και συνθέτης Άγγελος Ανδρεόπουλος πάντα είχε στο μυαλό του να μελετήσει τις περιπτώσεις «σαλών καλλιτεχνών» για να καταλάβει αν άξιζε το μαρτύριο που βίωναν ώστε να αφήσουν πίσω τους τέτοιας ποιότητας έργα (Φλέρυ Νταντωνάκη, Βίνσεντ βαν Γκογκ κ.ά.). Αποτέλεσμα της αναζήτησής του είναι ο δυνατός μονόλογος «Κοιμωμένος Χαλεπάς, ο σαλός άγιος» που παρουσιάζεται στο θέατρο Αλκμήνη και συνεχίζει να έχει μεγάλη θετική απήχηση στο κοινό.
Η ιστορία ξεκινάει από την περίοδο εγκλεισμού του καλλιτέχνη στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας, όπου βιώνουμε με σκληρό και ωμό τρόπο την απαίσια καθημερινότητα και πηγαινοερχόμαστε στο παρελθόν του καλλιτέχνη, με τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής του να στήνονται δεξιοτεχνικά από τον ηθοποιό Γιώργη Κοντοπόδη. Δεν είναι όμως απλές παραθέσεις στιγμιότυπων αλλά κομμάτια της ίδιας της ψυχοσύνθεσης του καλλιτέχνη, ο οποίος, ψηφίδα την ψηφίδα, συγκροτεί μπροστά στον θεατή μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα με ερεθίσματα, αντιλήψεις, σχέδια, φόβο, σαλεμένη λογική. Το κείμενο καταφέρνει να μεταδώσει με μοναδικό τρόπο την ενσυναίσθηση που απαιτείται για να κατανοήσουμε την πορεία της ζωής του Χαλεπά κι αυτή η προσπάθεια βρίσκει ως καταλληλότερο εκπρόσωπο τον Γιώργη Κοντοπόδη που μας χαρίζει μια αξέχαστη ερμηνεία από σκηνής.
Ο Αλέξανδρος Λιακόπουλος στη σκηνοθεσία και στους φωτισμούς βοηθάει πολύ τον πρωταγωνιστή να βγάλει τον καλύτερό του εαυτό και να μας καθηλώσει. Ο μονόλογος είναι ένα πολύ δύσκολο είδος που απαιτεί από τον ηθοποιό συνεχή κίνηση, νεύρο, ένταση, αυξομειώσεις, μια πλήρη κατάθεση ψυχής δηλαδή κι αυτό το βρίσκουμε στην παράσταση στον μέγιστο βαθμό. Από την αρχή ως το τέλος ο ταλαντούχος Γιώργης μετακινείται, μιλάει, φωνάζει, κλαίει, γονατίζει, αλλάζει εκφράσεις και στάσεις, ανεβοκατεβαίνει στην καρέκλα (λιτό και ταυτόχρονα πρακτικό το σκηνικό του Μιχάλη Παπαδόπουλου), κοιτάζει, φαντασιώνεται, δειλιάζει, με τέτοιο τρόπο που δεν γίνεται να μην τον θαυμάσεις. Τα νευρικά του τικ ως «σαλός» Χαλεπάς είναι μελετημένα και προσεγμένα, το βλέμμα του και η στάση του σώματός του υποδηλώνουν έναν άνθρωπο που χρήζει ψυχιατρικής υποστήριξης, κερδίζει τη συμπάθεια και το ενδιαφέρον του κοινού. Όσο προχωράμε όμως και βλέπουμε στιγμιότυπα από τη ζωή του γλύπτη, ο Γιώργης Κοντοπόδης αλλάζει στήσιμο, ερμηνεία, εκφραστικότητα, γίνεται ο πετυχημένος Χαλεπάς, ο ανικανοποίητος καλλιτέχνης, ο φοβισμένος γιος (πόσο σπαρακτικές οι κραυγές του όταν θυμάται το ξύλο από τη μητέρα του), κάποια στιγμή μάλιστα, αργά και χωρίς να το καταλάβουμε από την αρχή, μεταμορφώνεται σε Κοιμωμένη, παίρνει τη στάση της, φωτίζεται υποβλητικά, ώστε να ζωντανέψει καλύτερα η επίσκεψη της μητέρας της Σοφίας Αφεντάκη που παρήγγειλε το έργο και να αναδειχθεί ο βαθμός της καλλιτεχνικής πρόκλησης που δέχτηκε ο καλλιτέχνης.
Το παιδί με το σαλεμένο μυαλό, όπως το χαρακτηρίζει η μητέρα του («Μα γιατί; Αφού είμαι το αγαπημένο σας, Γιαννούλη με λέτε!») γίνεται τρόφιμος του ψυχιατρείου, βραβευμένος καλλιτέχνης στο εξωτερικό αλλά και στην Ελλάδα και τελικά επιστρέφει εκεί που μισεί: «Άσε με, μάνα, να πιάσω λίγο μάρμαρο!». Στη Γερμανία διαπρέπει: «Εκεί που οι άλλοι έβλεπαν πέτρες και χαλάσματα, εγώ έβλεπα έρωτες. Που θέλανε δυο χέρια και μια σμίλη για να ανασάνουν!». Πολλές μορφές ζωντανεύουν χάρη στην ερμηνεία του πρωταγωνιστή, ο οποίος επιπλέον πότε μιλάει σε καθαρεύουσα και πότε σε δημοτική, πότε περπατάει ίσια και πότε σκύβει, πότε παθαίνει αμόκ και πότε συνέρχεται, όλα αυτά σε διαρκείς εναλλαγές και ασταμάτητα για μιάμιση ώρα! Και με πόση τρυφερότητα αναπολεί σαν Χαλεπάς τη σχέση του με τη Μαριγώ, πόσο ξεκουράζεται ερμηνευτικά όταν φέρνει στο φως τις όμορφες στιγμές λίγο πριν τη μεγάλη απογοήτευση...
Ο «Κοιμωμένος Χαλεπάς, ο σαλός άγιος» με τα λόγια του Άγγελου Ανδρεόπουλου και με την καθηλωτική ερμηνεία του Γιώργη Κοντοπόδη είναι μια παράσταση που δύσκολα θα ξεχάσω.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου