Νεφέλης Πηγή
Είναι η εποχή που μαζεύουν τα βαμβάκια, οι άκρες των δρόμων είναι γεμάτες από λευκό χνούδι, μερικές τούφες ξεμείνανε πιασμένες στις κορυφές των καλαμιών σαν να χιόνισε ξαφνικά μέσα στο φθινόπωρο. Να κατέβω να μαζέψω λίγο για τις πληγές. Αναρωτιέμαι γιατί πρέπει πάντα να επιλέγουμε, γιατί πρέπει να μπαίνουμε σε αυτή την ανυπόφορη διαδικασία της επιλογής. Επιλέγουμε τι θα φάμε, τι θα πιούμε, με ποιον θα κοιμηθούμε, επιλέγουμε την ελευθερία μας και τι είναι ελευθερία, η ελευθερία είναι ευθύνη γι' αυτό και πολλοί την αποποιούνται, δεν είναι εύκολο να είσαι εσύ ο υπεύθυνος για τα καλά και τα άσχημα που θα βρεθούν στον δρόμο σου και ο μόνος που μπορείς να κατηγορήσεις είναι ο ίδιος σου ο εαυτός, δεν μπορείς να κατηγορήσεις ούτε τον διπλανό σου, ούτε τους γονείς σου, ούτε την κακή σου τη μοίρα, ούτε τον διάβολο και αυτό με τον διάβολο ας σταματήσει, μην του αποδίδουμε ιδιότητες που δεν έχει, δεν μας επιβάλει τίποτα γιατί απλά εμείς και μόνο εμείς είμαστε οι υπεύθυνοι για όλα, γιατί εμείς κάνουμε τις επιλογές μας..
Είμαι υπεύθυνη για το αιματοκύλισμά μου.. Στο σπίτι έχω έναν ασκό, όχι βέβαια του Αιόλου, αυτόν θα τον ανοίξω αργότερα για μένα να έχω εγώ όλη την ευχαρίστηση να απολαύσω τα αιματοβαμμένα και ξεπεσμένα λάβαρά μου, έναν ασκό με κόκκινο κρασί έχω, πηγαινοέρχομαι, γεμίζω το ποτήρι και πετάω τα άδεια κουτιά στον κάλαθο των αχρήστων, ξεχειλίζει από άδεια πακέτα τσιγάρων και χαρτάκια σε διάφορα χρώματα που γράφουν λέξεις όπως απόγνωση, τρέλα, σκοτάδι, δειλία... Το τελευταίο είναι το πιο σκληρό από όλα, όλα θα μπορούσα να μου τα είχα συγχωρέσει, όλα, εκτός από αυτό. Η ατολμία μου και η ολιγοψυχία μου να κάνω το βήμα. Εκτός από τη μοναξιά, που βιώνει ο χαρακτήρας μου, η μεγαλύτερη αποτυχία του είναι να αντιμετωπίσει την οποιαδήποτε πρόκληση. Η ατολμία είναι ύπουλη, σε τρώει από μέσα προς τα έξω, κι ενώ θα μπορούσες στην καλύτερη των περιπτώσεων να είσαι θρασύς, σου αφαιρεί και αυτή την ιδιότητα.
Κλείνω τα μάτια, τα κύματά μου χτύπησαν έναν βράχο, τι όμορφος που είναι, δεν με κομμάτιασε, δεν με διαμέλισε, ένα σπουργίτι όμως έσκασε στο τζάμι του αυτοκινήτου, αυτό τον αποκρουστικό ήχο όταν κάτι με δύναμη πέφτει πάνω σου, τελευταία συμβαίνουν πολλά παράδοξα, ο ήλιος τώρα το φθινόπωρο κατεβαίνει χαμηλά σε καίει μα πιο πολύ σε τυφλώνει.
Άλλο ρούχο δεν έχω από τη γύμνια μου, με κοιτάζω, δεν βλέπω ούτε τα φύλλα μου, έπεσαν, ούτε τα κλαδιά μου, με αγκαλιάζω για να μου θυμίσω ότι όλες οι αγκαλιές δεν είναι ίδιες, όσο προχωρά ο μήνας ζυγώνω σε θολές μέρες, φωνάζω, σκούζω για τα φύλλα που έχασα, οι ρίζες μου ακάλυπτες κι απροστάτευτες. Μου χρωστάω έναν έρωτα κι αν δεν μπορώ να αγαπήσω έναν άνθρωπο, ας αγαπήσω τουλάχιστον εμένα. Μα πώς γίνεται αυτό;
Οι κάδοι απορριμμάτων είναι λίγο πιο κάτω από το σπίτι, καιρός να μαζέψω τα σκισμένα ξερά φύλλα και τα σπασμένα κλαδιά, να τα βάλω σε μαύρες νάιλον σακούλες, να τις πετάξω..
Σου είχα πει ότι ζούνε πολλά και διάφορα μέσα στο σπίτι μου; Τώρα εμφανίστηκαν και κάποια έντομα σαν εκείνα που ζούσαν στο δικό σου, σε αυτό το μικρό δωμάτιο –θυμάσαι– που σου είπα για αυτό το έντομο που είχε πέσει στο τασάκι με τις στάχτες; Ένα ίδιο μεταφέρθηκε εδώ στο σπίτι μου, τι γίνεται, μεταφέρω αυτά τα έντομα στο δικό μου σπίτι; Δεν θα ηρεμήσω ποτέ... Εγώ τέτοια έντομα δεν είχα δει ποτέ εδώ. Η εξιλέωση δεν υπάρχει άραγε; Για όλα αυτά που πρόδωσα και όλα αυτά που έκανα, μου έλεγες ότι δεν έχω εγωισμό, οι πράξεις μου όμως άλλα δείχνουν, ότι υπήρξα υπέρμετρα εγωίστρια δυστυχώς... Πότε θα με απελευθερώσω; Νομίζω ότι βρίσκομαι σε μια αιώνια λούπα ξανά και ξανά...
Εγώ ανάμεσα σε ερείπια ξοδεμένου ιδρώτα, η κλίση του ρήματος «χάνω» σε όλους τους χρόνους, ένα δέντρο για να κρεμάσω τις σκέψεις μου, να τις πνίξω να μη με καταδιώκουν άλλο, πόσο γελοίος είναι ο θυμός, πόσο ανόητο σε κάνει, σου κρατούσα θυμό και τώρα από πόνο, γιατί πονάω, δεν έχω σε ποιον να πω συγγνώμη. Η καλημέρα χωλαίνει, μαυρίζω, ακούω βήματα και τρέχω, άνθρωποι στο κατόπι, σωπαίνω για να μην τους αγριέψω, σου το έχω πει, είμαι πολύ καλή σε αυτό. Νομίζω πως ήρθε αυτή η ώρα που η σιωπή θα καλύψει τα παράθυρα. Τώρα θα μου πεις ότι ήταν αναμενόμενο, ναι ήταν το αναμενόμενο, που βεβαιώθηκε και μετά έφυγε και τη θέση του πήρε ένα «γιατί» και ένα «πώς».
Νιώθω σαν να με τουφέκισαν και η σφαίρα βρήκε κατευθείαν τον στόχο της, πληγώθηκα και έπεσα κάτω, όπως πέφτουν τα ζώα και με σπασμωδικές κινήσεις προσπαθούν να σηκωθούν. Χιλιάδες κομμάτια μου αιωρούμενα στο σύμπαν, δεν κάνω καμιά προσπάθεια να τα μαζέψω, δεν υπάρχει λόγος πια, άλλωστε είναι υπέροχα έτσι μετέωρα που κρέμονται στον αέρα, επιτέλους ας τα μαζέψει κάποιος!
Όλοι έχουν σκοτάδι, το θέμα είναι να το αποδεχτείς και όχι να απαλλαγείς από αυτό, έτσι δεν είναι; Δεν χρειάζεται να το αποχωριστώ. Αρκεί όμως να επιβιώσω, επιβίωσα, έτσι δεν είναι;..
Είναι περίεργο που η πλειονότητα των ανθρώπων επιλέγουν να διεισδύσουν στα κολασμένα σκοτάδια του άλλου με τόσο απάνθρωπα ανθρώπινο κανιβαλισμό, τώρα θα μου πεις ότι η κόλαση είναι σαφώς πιο ενδιαφέρουσα από ένα συνεχόμενα φωτεινό, πληκτικό, βαρετό και έωλο παράδεισο. Ίσως να μην αντέχουν τις δικές τους αλήθειες και τα δικά τους σκοτάδια. Ίσως πάλι η κόλαση του ενός να είναι ο παράδεισος του άλλου, αν αυτό δεν είναι τρομολαγνεία αν αυτό δεν είναι κανιβαλισμός, τι άλλο θα μπορούσε να είναι. Χμ... Τι πολυδιάστατοι και περίπλοκοι είμαστε οι άνθρωποι. Κάπου, κάποτε, κάποιος μου είχε πει ότι είμαι λάγνα... Ω... Ω, πώς δεν το είχα καταλάβει, η λαγνεία είναι ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, πώς δεν το είχα συνδυάσει... Ζηλοφθονία, ζήλευα τους ανθρώπους που μπορούσαν να γελούν, να φωτίζουν τις μέρες τους, ενώ οι δικές μου παρέμεναν στο σκοτάδι, οργή, ο θυμός που πάντα ξέσπαγε πάνω μου σαν να ήμουνα μοναδικός αποδέκτης, απληστία, άπληστη με τα συναισθήματα, ήθελα κι άλλο αγάπη κι άλλο φροντίδα κι άλλο κι άλλο, λαιμαργία, λαιμαργία σε όλα τα επίπεδα... Λαγνεία, δεν είμαι σίγουρη, θα πρέπει να το ψάξω... Όχι , δεν μου αρέσει να βλέπω τους ανθρώπους να τρομάζουν, ούτε να κοιτάω από την κλειδαρότρυπα, τα πιο σκοτεινά τους σημεία, αν και καμιά φορά αυτό με ικανοποιεί, γιατί τουλάχιστον δεν είμαι μόνη σε αυτό τον κυκεώνα... Λαγνεία λοιπόν; Δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν...
8:13 περιμένω να πάει 9:13 να βάλω να πιω κρασί, πάντα κόκκινο, ξηρό, δεν περνάει η ώρα, καμιά φορά ο χρόνος είναι απίστευτα αργός.
Με πονάει ο λαιμός μου, είναι μόνιμο, μετά από αιώνες ανακάλυψα ότι είναι δάκρυα, ξέρεις αυτό το σφίξιμο που νιώθεις, για να τα κρατήσεις να μην ξεχειλίσουν και ο πόνος επεκτείνεται παντού.
Λένε ότι όσο πιο βαθύ το σκοτάδι, τόσο πιο δυνατό το φως, το πιστεύεις; Ε, πες μου, το πιστεύεις; Πες μου! Γιατί δεν μιλάς!
Πλησιάζουν, κάνω ένα βήμα πίσω, μετά δύο και όσο πλησιάζουν τα βήματα αυξάνονται, γίνονται τρέξιμο, τρέχω, νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα να έχω ένα κέλυφος, σκληρό για να μπαίνω μέσα να μη σπάει, να μη σπάω.
Θέλω να περπατήσω, μα κάθε φορά το αναβάλλω, θα πάω λέω, να κάνω ένα τσιγάρο και μετά θα σηκωθώ να περπατήσω, πρέπει να βγαίνω πιο συχνά, αυτό μου είπαν. Καμιά φορά λέω ο πόνος να σκορπίσει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και να γίνει σκόνη για να μπορέσω να είμαι, πιάνομαι από το εγώ μου, θυμάμαι ότι ποτέ δεν γελούσα, μόνο χαμογελούσα, με τσιμπάω για να δω αν υπάρχω, να σιγουρευτώ. Μία ατέρμονη πορεία στον χρόνο, βαδίζω σε έναν καιρό που είναι απροσέγγιστος, ποιο τάχα να είναι το αντίμετρο για να διαβώ τη ζωή, φαλκιδεύω τις εποχές, τους χειμώνες της θλίψης μου, τα φθινόπωρα της μελαγχολίας μου, την άνοιξη του έρωτα, και το γαλάζιο του καλοκαιριού, ας σκορπίσει ο πόνος σε μία πορεία αντίρροπη να μπορέσω να αντισταθμίζω επιτέλους όλα αυτά που προσπαθώ να ζυγίσω και πάντα υπάρχει μία ανισόρροπη κλήση σε αυτή τη ζυγαριά.
Και αυτός ο άνεμος πάντα δραπέτης, γιατί εγώ έναν ζέφυρο έψαχνα στη ζωή μου, υπέθεσα ότι μπορεί να ήταν μέσα στον ασκό και τον άνοιξα, ελπίζω να μαντεύεις ότι είχε δραπετεύσει και είχαν μείνει οι άλλοι και τώρα δεν μπορώ να μαζέψω κανέναν τώρα εκλιπαρώ για άπνοια!.
Επιμένω να σε ψάχνω, πάνω ψηλά υπάρχει μια λεζάντα που γράφει πέθανε, μακάρι να σε έβλεπα να μένεις.
Η παραμεθόριος του κόσμου μου είναι υποταγμένη και ο Βοράς μου και ο Νότος μου και η Ανατολή μου και η Δύση μου είναι σχεδόν ρευστή... Τον χαρταετό σου δεν τον έκρυψα, είναι εκεί κρεμασμένος, για να μου θυμίζει ότι αν δεν κάνω το βήμα θα κρεμαστώ από τους φιόγκους του... Με κούρασα.
Οι λέξεις μου μεταμορφώνονται σε παλιάτσοι, μου ψιθυρίζουν διάφορα ακατάληπτα, ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω. Με κάτι πρέπει να απασχολώ το μυαλό μου συνεχώς, ακούω δυνατά μουσική, βλέπω ηλίθιες σειρές και άθλιες ταινίες, με κάποιο τρόπο ταράζω την υπόκωφη σιωπή, είναι επιτακτική ανάγκη πια. Έχω χάσει το βλέμμα μου, κάποιος, κάτι υπάρχει πίσω μου, σέρνω τα πόδια μου, τα βαρίδια είναι ασήκωτα.
Να ξέρεις ότι σκέφτομαι συχνά τη λοβοτομή κι ας τα χάσω όλα, άλλωστε όλα είναι ένα παίξιμο.
Copyright © Νεφέλη Πηγή All rights reserved, 2023
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Οδυσσέα Ρεκούμη (Blood over Snow)