Αλίκης Σκαράκη-Φλεμετάκη
Μέσα της βρίσκονταν ο πατέρας μου, η μητέρα μου, ο αδελφός μου και εγώ.
Ο βαρκάρης προσπαθούσε να την κουμαντάρει μέχρι να μας βγάλει έξω στο λιμάνι της Ντέρνα.
Το πλοίο που μας μετέφερε είχε αράξει αρόδο έξω από το μικρό λιμάνι.
Μία οικογένεια αναγκάστηκε να κατεβεί από μια σχοινένια σκάλα για να μπει σε αυτή την βαρκούλα, που χοροπηδούσε απελπισμένα πάνω στην πράσινη μανία της θάλασσας.
Θολό νερό και αφροί σκηνογραφούσαν το τοπίο. Ο αδερφός μου φώναζε: «Μη μαμά, μην κατεβείς γιατί είσαι χοντρή και θα βουλιάξει η βάρκα.». Εγώ κατέβηκα τελευταία, με τον πανικό ζωγραφισμένο στο πρόσωπο και στην ψυχή μου.
Μακάρι να ήταν όνειρο!
Είχε έναν ύπνο βαρύ και απερίσπαστο, μέχρι που μια μέρα ξύπνησε απότομα σαν εφιάλτης, την ώρα που κολυμπούσα στα βαθιά, μια ηλιόλουστη μέρα.
Εμφανίστηκε με κρίση πανικού. Βούλιαζα και δεν μπορούσα να φωνάξω βοήθεια, μόνο τα χέρια μου πήγαιναν πέρα δώθε καλώντας βοήθεια.
Βρέθηκε ένας άνθρωπος, πρώην ναυτικός, που με αντιλήφτηκε και με έβγαλε έξω.
Από τότε πηγαίνω μέχρι τη μέση στο νερό.
Χάθηκε η μαγεία της θάλασσας. Ανακατεύτηκε με φόβο και αγωνία.
Σε ένα βαθμό χάθηκε «το νερό τα σβήνει όλα» κατά την Marie Cardinal σε ένα μυθιστόρημά της. Να είχα τα φτερά των γλάρων, να πετούσα ψηλά στις δυσκολίες και το ράμφος τους να χτυπώ το κακό, το όποιο κακό, και να αγκάλιαζα την ευδαιμονία.
Copyright © Αλίκη Σκαράκη-Φλεμετάκη All rights reserved, 2023
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Julien Pacaud Εργογραφία