Δημήτρης Μπαλτάς
Στο ποίημά σου Οδοφράγματα και παραπετάσματα, γράφεις ότι σε δυσαρεστούν τα σημερινά παιδιά που δεν κάνουν άλλο από το να 'ναι μακάρια «αποκοιμισμένα» και δεν νοιάζονται για τίποτα άλλο από τον εαυτό τους. Αναρωτιέμαι πώς να μην είναι έτσι η κατάσταση στην παιδική ηλικία στην οποία βρεθήκαμε κι οι δυο μας. Από την άλλη μεριά το 2023 έδειξε ξανά πάρα πολλά παιδιά γυμνασίου και πάνω, να είναι στους δρόμους αγωνιζόμενα για ζητήματα όπως καλύτερη παιδεία, μέχρι και για καλύτερες συγκοινωνίες μετά από το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη. Άρα με τι σκεπτικό το γράφεις και τι προτείνεις;
Δημήτρης Μπαλτάς: Είναι γεγονός ότι ένα μέρος της σημερινής νεολαίας συνειδητά τάσσεται με τις προοδευτικές κινήσεις και τα δίκαια αιτήματα για έναν κόσμο καλύτερο, όπου θα υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες για την καλή και σωστή διαβίωση του λαού. Είναι δίκαια και παραμένουν διαχρονικά τα αιτήματα για δικαιοσύνη και ισότητα στον κόσμο –όχι μόνο στην ελληνική κοινωνία–, για ένα κράτος πρόνοιας, αξιοκρατικό, το οποίο θα μεριμνά για όλους τους πολίτες. Ωστόσο, το συγκεκριμένο ποίημα στο οποίο αναφέρεσαι και το οποίο εντάσσεται στην ποιητική συλλογή «Τα λεπτά της σιωπής», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κάκτος, δεν αναφέρεται σε αυτή τη μερίδα νέων, αλλά στην πλειονότητα των νέων, οι οποίοι, δυστυχώς, δεν καταπιάνονται και δεν ασχολούνται με βασικά κοινωνικά ζητήματα και χρόνιες παθογένειες που τους αφορούν και μάλιστα τους αφορούν άμεσα, καθώς το μέλλον είναι μπροστά τους και, χωρίς να θέλω να φανώ πεσιμιστής, προβλέπεται ζοφερό. Και δεν αναφέρομαι μόνον στη δημόσια υγεία και παιδεία, στην ανεργία και στις κοινωνικές αδικίες και ανισότητες που μας απασχολούν στην Ελλάδα επί δεκαετίες, αλλά και σε θέματα όπως είναι ο ρατσισμός, η ιδεοληψία, η βία και η υποκουλτούρα, που μαστίζουν όλο τον πλανήτη –λιγότερο ή περισσότερο ανάλογα με τον γεωγραφικό τόπο– και στη χώρα μας έχουν γιγαντωθεί τα φαινόμενα αυτά. Πέρα, δηλαδή, από μια μερίδα νέων ανθρώπων που είναι στις επάλξεις και στους καθημερινούς αγώνες διεκδικώντας την αλλαγή, υπάρχει στην αντίπερα όχθη η μερίδα εκείνη που βρίσκεται εν υπνώσει, σε μια χειμέρια νάρκη και μαζί με τη συνεπαγόμενη έλλειψη πνευματικής καλλιέργειας οδηγείται, συχνά, σε αυτοκαταστροφικές πράξεις και σε παραβατικές συμπεριφορές. Το ποίημα έχει στόχο να αφυπνίσει τους αναγνώστες και να στοιχειοθετήσει υπαινικτικά, όπως κάνει η ποίηση συνήθως, μια σημαντική κοινωνική παρατήρηση, απότοκο της εποχής μας. Και είναι αλήθεια ότι παλαιότερα το ποσοστό της συνειδητοποιημένης και αφυπνισμένης νεολαίας ήταν σημαντικά μεγαλύτερο σε σχέση με σήμερα.
Στο ποίημα σου Σε μια καρέκλα που τρίζει γράφεις ότι «δεν αναγνωρίζεις τίποτα πια». Αυτή η αναγνώριση, πόσο θαρρείς ότι προωθεί έναν άνθρωπο και πόσο τον κάνει να οπισθοδρομεί και παράλληλα εσένα πώς σε κάνει να νιώθεις τώρα που ήδη βλέπεις να έχει περάσει καιρός από την στιγμή που έγραψες αυτό τον στίχο;
Δ.Μ.: Το ποίημα στο οποίο αναφέρεσαι έχει καθαρά νοσταλγικό και υπαρξιακό χαρακτήρα. Ουσιαστικά το σύμβολο «της καρέκλας που τρίζει» ισοδυναμεί με το διάβα του χρόνου. Είναι κοινός τόπος ότι ο χρόνος προχωρά αμείλικτος, όπως είναι, επίσης, κοινός τόπος ότι εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να τον σταματήσουμε ή να γυρίσουμε πίσω. Αυτό το πέρασμα του χρόνου, εξάλλου, στοιχειοθετεί το παρελθόν και συνάμα μας γεμίζει με αναμνήσεις, ευχάριστες ή δυσάρεστες.
Η νοσταλγία δεν σημαίνει οπισθοδρόμηση στην περίπτωση που το παρελθόν εγγράφεται στον νου και συνεπαγωγικά στο ποίημα ως ιδανικό, ή τουλάχιστον καλύτερο από την παρούσα κατάσταση. Λειτουργεί, επομένως, περισσότερο ως καταφύγιο και οι θύμησες είτε ενδυναμώνουν είτε δρουν επουλωτικά στην ψυχή του ποιητή αλλά και του αναγνώστη. Νομίζω ότι πρόκειται για ένα ποίημα, το οποίο θα μπορούσε να γραφτεί σε οποιαδήποτε εποχή, καθώς πάντοτε ό,τι μας πονά και μας πληγώνει θέλουμε να το εξοβελίζουμε από την σκέψη μας και να βρίσκουμε θαλπωρή στη φωλιά ενός πιο ωφέλιμου ψυχικά παρελθόντος, αν το παρόν μας φθείρει και μας αποδυναμώνει.
Οι ποιητές για σένα είναι αρχιτέκτονες της ψυχής κι ενορχηστρωτές του κοινωνικού συναισθήματος ή αυτά δεν περνάνε πια;
Δ.Μ.: Κοίταξε να δεις, αυτά τα τσιτάτα είναι λίγο παρωχημένα πλέον. Σίγουρα, αν μιλήσω σε προσωπικό επίπεδο ο ρόλος της ποίησης είναι καταλυτικός για την ψυχή και την κοσμοαντίληψή μου και πιστεύω ακράδαντα στον κοινωνικό ρόλο της ποίησης και τη δυναμική του. Ωστόσο, αν αναλογιστούμε το συστηματικό αναγνωστικό κοινό της ποίησης, το οποίο είναι περιορισμένο σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας, η ποίηση δεν μπορεί να καθορίσει και να ελέγξει τον κοινωνικό παλμό, δεν έχει τη δύναμη να πλάσει μια συλλογική ταυτότητα με γνώμονα το κοινό καλό.
Οι ποιητές, άλλωστε, εδώ και πολλά χρόνια διακρίνονται από εσωστρέφεια και γράφουν περισσότερο ποίηση προσωπική και βιωματική. Τα δε βιώματά τους στην εποχή μας δεν είναι κοινά, με αποτέλεσμα η κοινωνική τους θέση και η ιδεολογική τους τοποθέτηση να είναι αδύναμη ή και να εξοβελίζεται τελείως από τους στίχους τους. Δεν πρέπει να μπλέκουμε τις εποχές. Άλλη η εποχή στην οποία έγραψε ο Ρίτσος, άλλη η δική μας. Καλύτερη ή χειρότερη, δεν είμαι σίγουρος να σου απαντήσω, διότι στην εποχή του Ρίτσου υπήρχε, τουλάχιστον, ένα όραμα, μια ακλόνητη πίστη σε αξίες και ιδανικά, που τώρα έχουν ξεθωριάσει στον καμβά της συνείδησης των Ελλήνων. Βεβαίως, υπάρχουν εξαιρέσεις· εντούτοις, σήμερα η ποίηση λειτουργεί περισσότερο σε ατομικό επίπεδο παρά σε συλλογικό. Άλλωστε, η κοινή γνώμη περί άλλων τυρβάζει...
Είσαι απόφοιτος του τμήματος Κλασικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ. Αν σου πω να προσωποποιήσεις τη φιλολογία στην Ελλάδα αλλά και να την εμπλουτίσεις με κάποια χαρακτηρολογικά στοιχεία, πώς νομίζεις ότι θα ήταν το προφίλ που θα της έφτιαχνες;
Δ.Μ.: Ωραία και απρόσμενη ερώτηση. Δεν το έχω σκεφτεί μέχρι τώρα. Θα σου έλεγα ότι η φιλολογία προσωποποιημένη θα έμοιαζε με μία κυρία της λεγόμενης «καλής κοινωνίας» της δεκαετίας του '50 ή του '60, η οποία θα ήταν πάντοτε ντυμένη στην τρίχα, βαρυφορτωμένη με κοσμήματα, στο σαλόνι της θα παρήλαυνε πλήθος κόσμου της κοσμικής Αθήνας σε δεξιώσεις με συνοδεία πιάνου και κλασικής μουσικής, θα συζητούσε με τις φίλες της για τη μόδα στην Ιταλία και τη Γαλλία, θα αρεσκόταν στον υποτιθέμενο κοινωνικό σχολιασμό, θα έπληττε αφόρητα με τον σύζυγό της και τις επαγγελματικές του δραστηριότητες και θα έβρισκε περισσότερο ενδιαφέρον στο να ακούει τα προβλήματα της φτωχής υπηρέτριάς της, ανακουφιζόμενη, συγχρόνως, για τη δική της ευημερία. Λίγες γειτονιές παραπέρα οι εργάτες και οι μεροκαματιάρηδες θα έτρεχαν πανικόβλητοι να βγάλουν τα προς το ζην, αλλά αυτά τα ζητήματα θα ήταν πολύ πεζά για εκείνη και δεν θα ίδρωνε το αφτί της. Εξάλλου, θα είχε σοβαρότερα θέματα να ασχοληθεί, καθώς το απόγευμα θα έρχονταν οι φίλες της για τσάι και συμπάθιο και θα όφειλε να τις εντυπωσιάσει με τις στιλιστικές της επιλογές και τους καλούς της τρόπους. Λίγο χιούμορ ποτέ δεν βλάπτει...
Τι ήταν αυτό που σκέφτηκες αποφασίζοντας ότι η ρητορική σού χρειάζεται και την διδάχτηκες ξανά στο ΕΚΠΑ εντός του μεταπτυχιακού «Ρητορική, Επιστήμες του ανθρώπου κι εκπαίδευση»;
Δ.Μ.: Στο μεταπτυχιακό αυτό με κέντρισε η πολλαπλότητα των διαφορετικών γνωστικών αντικειμένων. Δεν ήθελα να επικεντρώσω την προσοχή μου μόνο σε ένα συγκεκριμένο και περιχαρακωμένο γνωστικό αντικείμενο, αλλά ο στόχος μου ήταν να λάβω διαφορετικά ερεθίσματα πάντοτε, βέβαια, προσανατολισμένα στο ευρύτερο πλαίσιο των κοινωνικών και ανθρωπιστικών σπουδών. Θεωρώ ότι η ρητορική έχει μια συγγενική σχέση εξ αγχιστείας με τη λογοτεχνία, καθώς σκοπός και των δύο πεδίων είναι να σαγηνεύσουν, να συγκινήσουν και να ενεργοποιήσουν τον αποδέκτη. Η καθεμιά, για τους δικούς της, διαφορετικούς λόγους. Είχα την τύχη στο πρόγραμμα σπουδών, εκτός της Ρητορικής, να συμπεριλαμβάνονται και μαθήματα Νεοελληνικής Φιλολογίας και Διδακτικής της Λογοτεχνίας, τα οποία με αφορούν ως εκπαιδευτικό και, σίγουρα, συμβάλλουν στην επαγγελματική μου κατάρτιση. Επιπλέον, αν το σκεφτείς και από μια άλλη οπτική, ο κάθε εκπαιδευτικός οφείλει να διακρίνεται από ρητορικές αρετές, αφού απευθύνεται σε ένα απαιτητικό κοινό νέων και δύσπιστων προσώπων, που δεν χαρίζονται σε κανέναν.
Αγαπημένα σου ποιήματα άλλων ανθρώπων της ποίησης έχεις και ποια είναι;
Δ.Μ.: Διαβάζω αρκετή ποίηση Ελλήνων και ξένων δημιουργών, παλαιότερων και σύγχρονων. Συνήθως ξεχωρίζω δημιουργούς διαβάζοντας το εύρος ή, τουλάχιστον, το μεγαλύτερο μέρος του δημοσιευμένου έργου τους. Όποτε θα σου πω κάποιους αγαπημένους ποιητές, αν και είμαι σίγουρος ότι θα αδικήσω κάποιους. Από Έλληνες αγαπώ τον Κ.Π. Καβάφη, τον Γ. Ρίτσο, τον Κ.Γ. Καρυωτάκη, τον Ν. Καββαδία, τον Τ. Λειβαδίτη, τον Ν. Χριστιανόπουλο, τον Ν.Α. Ασλάνογλου, τον Χ. Λάσκαρη, την Κ. Γώγου, την Κ. Αγγελάκη-Ρουκ. Από ξένους τον Φ.Γ. Λόρκα, τον Κ. Μπωντλαίρ, τον Π. Ελυάρ, τον Φ. Πεσσόα, την Ε. Ντίκινσον, τον Ε.Α. Πόε, τον Μπ. Μπρεχτ, τον Ν. Χικμέτ. Και πολλούς πολλούς ακόμα...
Εργάζεσαι κάπου;
Δ.Μ.: Έχω διδάξει φιλολογικά μαθήματα στην ιδιωτική εκπαίδευση κατά καιρούς και ακόμη σπουδάζω... με την ελπίδα στο μέλλον να οριστικοποιήσω και την επαγγελματική μου ταυτότητα, καθώς με ενδιαφέρει ιδιαίτερα, εκτός της εκπαίδευσης, και ο χώρος του βιβλίου.
Πότε έγραψες το πρώτο σου ποίημα και τι αφορούσε;
Δ.Μ.: Αν θυμάμαι καλά έγραψα το πρώτο μου ποίημα στην ηλικία των 12 ετών περίπου και παρόλο που δεν μπορώ καθόλου να θυμηθώ το περιεχόμενό του, θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά ότι του είχα δώσει τον τίτλο «Κότινος» (εμπνευσμένο φυσικά από το στεφάνι αγριελιάς με το οποίο στεφάνωναν τον νικητή στους ολυμπιακούς αγώνες της αρχαιότητας). Το ποίημα αυτό, όπως και άλλα πρωτόλεια ποιήματα, καλώς ή κακώς, δεν υπάρχουν πια.
Άλλα είδη τέχνης που σε ενδιαφέρουν ή που ασχολείσαι πρακτικά κι ο ίδιος, ποια είναι;
Δ.Μ.: Μου αρέσει ιδιαίτερα η μουσική, η γλυπτική και οι εικαστικές τέχνες ευρύτερα αλλά δεν ασχολούμαι ο ίδιος. Τις απολαμβάνω από την πλευρά του κοινού επωφελούμενος των πολύτιμων ερεθισμάτων, των εικόνων και των προσλαμβανουσών που αφειδώλευτα προσφέρουν.
Τι άλλα καλλιτεχνικά σχέδια ετοιμάζεις να μας δείξεις άμεσα;
Δ.Μ.: Ασχολούμαι με τη νέα μου ποιητική συλλογή και την προώθησή της, η οποία εκδόθηκε πολύ πρόσφατα. Παράλληλα, θα συμμετάσχω με κείμενά μου σε δύο συλλογικά έργα, τα οποία θα εκδοθούν λογικά εντός του 2024. Προς το παρόν αυτά και πάντα είμαι ανοικτός σε νέες λογοτεχνικές προτάσεις!
Σε ευχαριστώ πολύ για την συζήτησή μας Δημήτρη. Βέβαια όπως ξέρεις, δεν τελειώνει εδώ, απλά μια άνω τελεία της βάζουμε. Θα τα ξαναπούμε σύντομα. Καλή συνέχεια.
Δ.Μ.: Κι εγώ σε ευχαριστώ θερμά Χρήστο για την όμορφη συνομιλία μας. Πραγματικά την απόλαυσα. Σου εύχομαι από καρδιάς να έχεις μια όμορφη και δημιουργική νέα χρονιά με υγεία και επιτυχία σε ό,τι κάνεις. Να είσαι πάντα καλά!
Ο Δημήτρης Μπαλτάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1999. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ' όπου αποφοίτησε με άριστα το 2021. Είναι αριστούχος απόφοιτος του μεταπτυχιακού προγράμματος «Ρητορική, Επιστήμες του ανθρώπου και εκπαίδευση» του ίδιου Πανεπιστημίου. Έχει φοιτήσει στο σεμινάριο «Επιμέλεια και διόρθωση κειμένου» του ΕΚΠΑ. Ποιήματά του και κριτικές αναγνώσεις λογοτεχνίας έχουν φιλοξενηθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ έχει συμμετάσχει με ποιήματά του σε ποιητικές ανθολογίες. Έχει δημοσιεύσει τις ποιητικές συλλογές Η Αρχή (Οσελότος, 2019), Μελωδίες λήθης (Αποστακτήριο, 2021), Το όνομα του έρωτα (Αποστακτήριο, 2022), Περιγραφές του ανεκπλήρωτου (Κάκτος, 2022), Τα λεπτά της σιωπής (Κάκτος, 2023).
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου