Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Διάλογοι λογοτεχνίας - φιλοσοφίας

Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς, Λέων Τολστόι - Είναι και Χρόνος, Μάρτιν Χάιντεγκερ


Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς, Λέων Τολστόι και Είναι και Χρόνος, Μάρτιν Χάιντεγκερ και φωτογραφίες των συγγραφέων

«Όπου κι αν με πήγαν οι θεωρίες μου, βρήκα ότι ένας ποιητής ήδη είχε πάει εκεί.»
Αυτή η διάσημη φράση του Φρόιντ έρχεται να δικαιωθεί όταν κανείς μελετήσει το έργο του Χάιντεγκερ Είναι και Χρόνος σε μια συνεξέταση με το έργο του Τολστόι Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς. Στην προκειμένη περίπτωση, μάλιστα, δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με την «άφιξη» του Γερμανού φιλοσόφου σε έναν τόπο, όπου συνάντησε –ως αποκάλυψη– τις σκέψεις του συγγραφέα (ποιητή) Τολστόι, αλλά κάτι ακόμα πιο βαθύ: ήταν το ίδιο το έργο του λογοτέχνη που πυροδότησε τον στοχασμό του φιλοσόφου και μετέτρεψε σε αυτήν την εμβληματική φιλοσοφική πραγματεία ένα μέρος της πνευματικής δημιουργίας του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα.

Μία από τις βασικότερες «συναντήσεις» των δύο έργων είναι αυτή που συντελείται πάνω στην έννοια του θανάτου. Ας αναζητήσουμε αυτόν τον «διάλογο» των δύο έργων ακολουθώντας ως βάση το χαϊντεγκεριανό κείμενο και πάνω ή μέσα από αυτό θα ανασύρουμε την προερχόμενη από το έργο του Τολστόι επίδραση. Μία πρώτη παρατήρηση του Χάιντεγκερ είναι ότι «ο θάνατος είναι μία δυνατότητα του είναι, την οποία οφείλει να αναλαμβάνει κάθε φορά αυτό τούτο το ἐδωνᾶ-είναι. (Με τον όρο «ἐδωνᾶ-είναι», ο οποίος θα αναφέρεται διαρκώς –για να μπορέσει να παρακολουθήσει ο αναγνώστης– ας πούμε, κάπως απλά, ότι ο Χάιντεγκερ αναφέρεται στον άνθρωπο, όχι ως γενική, αφηρημένη έννοια, αλλά ως τον εκάστοτε άνθρωπο, την ατομικά προσδιορισμένη οντότητα που ζει, μεγαλώνει, αναπνέει και νοεί μέσα στον κόσμο που τον περιβάλλει. Με άλλα λόγια, ας εννοούμε ως «ἐδωνᾶ-είναι» τον καθένα από εμάς ξεχωριστά). Με τον θάνατο το ίδιο το ἐδωνᾶ-Είναι κείτεται προ του εαυτού του μέσα στην πιο δική του δυνατότητα ύπαρξης. Χάρη σε αυτή τη δυνατότητα το ἐδωνᾶ-Είναι νοιάζεται για το μες-στον-κόσμον-Είναι του, κατά τρόπο απόλυτο» (Ε.Χ. 452). Με άλλα λόγια ο θάνατος ως αναντίλεκτη επισφράγιση –γνωστή εκ των προτέρων– «οπλίζει» το ἐδωνᾶ-Είναι με τη δυνατότητα, και την ευθύνη θα λέγαμε, της επιλογής μιας προσωπικής υλοποίησης αυτής της δυνατότητας. Του παρέχει την επίγνωση του χρέους («οφείλει») να διαμορφώσει τη δυνατότητά του. Ως αποτέλεσμα της ύπαρξης αυτής της δυνατότητας, το ἐδωνᾶ-Είναι επιδεικνύει ένα διαρκές ενδιαφέρον («νοιάζεται») για την παρουσία του στον κόσμο, για το «χτίσιμο της εικόνας του» θα λέγαμε. Πράγματι, ο Ιβάν Ιλίτς άλλο από το να νοιάζεται για το μες-στον-κόσμον-Είναι δεν έπραξε στον βίο του. Όλες οι επιλογές του (επαγγελματικές, φιλικές συναναστροφές, γάμος) απορρέουν από το ενδιαφέρον ή, ορθότερα, την ανάγκη του να εμφανίζει μία στάση σύμφωνη με τα κοινωνικά πρότυπα, μία στάση «αξιοπρεπή», όπως διαρκώς ανέφερε.

Μία από τις βασικότερες, αν όχι η βασικότερη, συνάντηση των δύο έργων, βρίσκεται στην ατομικότητα του θανάτου, τον απόλυτο δεσμό του θανάτου με το εκάστοτε ἐδωνᾶ-Είναι, δεσμό μέσα στον οποίο κανένας τρίτος δεν δύναται να εισχωρήσει. «Όταν το ἐδωνᾶ-Είναι κείτεται προ του εαυτού του, το ἐδωνᾶ-Είναι παραπέμπεται ολότελα στην πιο δική του δυνατότητα ύπαρξης. Όταν έτσι κείτεται προ του εαυτού του, διαλύονται όλες οι σχέσεις του προς κάποιο άλλο ἐδωνᾶ-Είναι. Αυτή η πιο δικιά του ασχέτιστη δυνατότητα είναι συνάμα η έσχατη... Ο θάνατος είναι η δυνατότητα της απόλυτης μη-δυνατότητας για το ἐδωνᾶ-Είναι. Έτσι ο θάνατος αποκαλύπτεται ως η πιο δική μου, ασχέτιστη, μη-παρακάμψιμη δυνατότητα» (Ε.Χ. 452). Ο Ιβάν Ιλίτς, όταν πια έχει αρχίσει να βαδίζει –συνειδητοποιώντας το πλέον– προς τον θάνατο, βιώνει ως συνταρακτική αποκάλυψη ότι τον δρόμο αυτόν τον βαδίζει ουσιαστικά μόνος. Βλέποντας τους κοντινούς του ανθρώπους να μην είναι κοντά, αντιλαμβάνεται αυτό το ασχέτιστο, το απολύτως ατομικό του δράματος. Έτσι, αποσυρόμενος στο δωμάτιό του κάποια στιγμή: «Ο Ιβάν Ιλίτς ξαναγύριζε στο γραφείο του, ξάπλωνε κι απόμεινε πάλι μόνος, μαζί του (με τον θάνατο). Κατάφατσα μ' εκείνον. Δεν του απόμενε τίποτ' άλλο παρά να τον κοιτάζει και να παγώνει ολόκληρος.» (Θ.Ι.Ι. 87). Με τα λόγια αυτά δηλώνεται αυτή η μοναχική πορεία, η πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο, όπου κανείς δεν παραστέκει, κανείς –όπως θα τονιστεί αλλού– δεν καταλαβαίνει. Ο άνθρωπος οφείλει μόνος να σταθεί ενώπιόν του... και να αναμετρηθεί. (Φυσικά, η αναμέτρηση αυτή δεν σημαίνει πάντα ρήξη· κάθε άλλο! Μπορεί –όπως θα πει τόσο ο Τολστόι όσο και ο Χάιντεγκερ– να νοηθεί (και οφείλει) ως μία «φιλική» θέαση του θανάτου, η οποία θα οδηγήσει το ἐδωνᾶ-Είναι στο αυθεντικό του ζῆν.) Ωστόσο, ο Ιβάν Ιλίτς δείχνει να αντιπαλεύει αυτή τη μοναξιά, να μην μπορεί να αντέξει την μοναχικότητα της πορείας και αναζητά ως στήριγμα τον Άλλον: «εκείνο που βασάνιζε πάνω απ' όλα τον Ιβάν Ιλίτς ήταν ότι κανένας δεν τον συμπονούσε όπως αυτός ήθελε να τον συμπονέσουν. Ήταν στιγμές που ύστερα από τόσα βάσανα που τραβούσε, ένιωσε –όσο κι αν ντρεπόταν να το παραδεχτεί– την ανάγκη να τον συμπονέσει κάποιος σαν ένα άρρωστο μικρό παιδί. Αποζητούσε ένα χάδι, ένα φιλί, όπως χαϊδεύουν και παρηγορούν τα μικρά παιδιά.» (Θ.Ι.Ι. 95). Αυτή η αναζήτηση, ωστόσο, μοιάζει να γίνεται όσο ο άνθρωπος δεν έχει έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο μέσα σε ένα πνεύμα γαλήνης, συμφιλίωσης, και, κυρίως, επίγνωσης και φώτισης. Διότι τότε όχι μόνο συνειδητοποιεί το «μόνος», αλλά με πραότητα το δέχεται και τείνει το χέρι προς τον θάνατο να βαδίσουν μαζί τα τελευταία βήματα. Άλλωστε γι' αυτό στην αρχή του βιβλίου, στην περιγραφή του προσώπου του νεκρού Ιβάν Ιλίτς, λέγεται ότι «είχε μία έκφραση που φανέρωνε πως ό,τι ήταν να γίνει έγινε πια, και όπως έπρεπε. Χώρια απ' αυτό στην έκφρασή του διέκρινες και μια μομφή ή προειδοποίηση για τους ζωντανούς» (Θ.Ι.Ι. 23). Πώς, λοιπόν, έχει αποτυπωθεί αυτή η έκφραση στο πρόσωπο του νεκρού Ιλίτς; Επειδή, όπως μόλις στην τελευταία σελίδα του έργου θα δούμε, μέσα σε αυτό το προσωπικό –και μόνο– αγωνιώδες συναπάντημα με τον θάνατο, θα καταφέρει να δει το αληθινό του πρόσωπο.

Θεμελιώδης όρος, στη συνέχεια, στο χαϊντεγκεριανό έργο είναι αυτός της αγωνίας. Μία αγωνία, η οποία ρητά διαφοροποιείται από τον φιλόσοφο από το συναίσθημα του φόβου. «Αυτό για το οποίο αγωνιά (το ἐδωνᾶ-Είναι) είναι η στοιχειώδης δυνατότητα ύπαρξης του ἐδωνᾶ-Είναι. Η αγωνία μπρος στον θάνατο δεν επιτρέπεται να συγχέεται με τον φόβο μπρος στην αποβίωση» (Ε.Χ. 453), λέει ο Χάιντεγκερ. Με λίγα λόγια, αυτό που δηλώνεται είναι ότι το ἐδωνᾶ-Είναι, αν ζήσει αυθεντικά, άλλο από το να αγωνιά για το πώς θα δικαιώσει την ύπαρξή του, για το πώς θα πραγματώσει την έξοχη δυνατότητά του, δεν πράττει. Αντιθέτως, όταν αυτός ο εσωτερικός στοχασμός δεν έχει συμβεί, τότε το αυθεντικό, το βυθισμένο στους πολλούς ἐδωνᾶ-Είναι κυριεύεται από τον φόβο μπροστά στον θάνατο. Ακριβώς, αυτά τα συναισθήματα βιώνει ο Ιβάν Ιλίτς. Εφόσον δεν βίωσε τη θετική αγωνία στην πορεία του βίου του, εφόσον δεν νοηματοδότησε ουσιωδώς την ύπαρξή του, ο θάνατος δεν φαντάζει παρά μόνο ως ένα φριχτό τέλος και ο φόβος, ο τρόμος μπροστά σε αυτόν, συνθλίβει την ψυχή του Ιβάν Ιλίτς. «Δεν μπορεί, δεν πρέπει εγώ να πεθάνω. Θα ήταν φριχτό!» (Θ.Ι.Ι. 83) ωρύεται ο Ιβάν Ιλίτς και, αργότερα, «την ώρα που του άλλαζαν το πουκάμισο, σκέφτηκε πως αν κοιτάξει το κορμί του θα τρομάξει ακόμα περισσότερο· γι' αυτό απόφυγε να κοιταχτεί» (Θ.Ι.Ι. 98). Ο Ιβάν Ιλίτς, λοιπόν, ως ένα ἐδωνᾶ-Είναι που δεν πορεύτηκε στον βίο του με το γόνιμο αίσθημα της δια βίου αγωνίας για επίτευξη μιας έξοχης δυνατότητας, είναι αναγκασμένος να υποστεί το τίμημα: τον τρόμο μπροστά στον θάνατο.

Μία επιπλέον ιδέα του Χάιντεγκερ, η οποία άρρηκτα συνδέεται με τον βίο του Ιβάν Ιλίτς είναι αυτή που έχει να κάνει με την απόπειρα του ἐδωνᾶ-Είναι (ως αναυθεντικού δρώντος) να «δραπετεύει» από τον θάνατο. «Αρχικά και κατά το πλείστο το ἐδωνᾶ-Είναι επικαλύπτει στον εαυτό του το πιο δικό του ἐδωνᾶ-Είναι προς θάνατο, δραπετεύοντας προ αυτού.» (Ε.Χ. 453) Πραγματικά, ο Ιβάν Ιλίτς, όταν αρχίζει να έρχεται αντιμέτωπος με το φάσμα του θανάτου, επιδιώκει με κάθε τρόπο να δραπετεύει από την σκέψη του και την σκιά που αυτός απλώνει πάνω από τη ζωή του. Έτσι ο Ιβάν Ιλίτς λέει: «Θα καταπιαστώ με τη δουλειά μου. Σάμπως μ' αυτήν δεν έζησα πάντα; Και τότε αποδιώχνοντας κάθε έννοια και αμφιβολία, πήγαινε στο δικαστήριο.» (Θ.Ι.Ι. 84) και λίγο μετά «για να γλιτώσει απ' αυτήν την κατάσταση, ο Ιβάν Ιλίτς προσπάθησε να βρει παρηγοριά αλλού, αποζήτησε άλλα καταφύγια. Και για ένα μικρό χρονικό διάστημα τα καταφύγια αυτά φάνηκαν να τον προστατεύουν. Σε λίγο όμως πάλι, όχι πως γκρεμίζονταν, μα γίνονταν διάφανα, λες και ο πόνος διαπερνούσε τα πάντα και τίποτα δεν ήταν ικανό να τον πνίξει.» (Θ.Ι.Ι. 85). Θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε ότι, όπως σε αυτό το τελευταίο στάδιο της ζωής του ο Ιβάν Ιλίτς αναζητά καταφύγια, αποδράσεις (δραπετεύσεις) και κυρίως, επικαλύψεις του θανάτου ή των σκέψεων περί αυτού, έτσι και σε όλο τον πρότερο βίο του αναζητούσε τις κουρτίνες με τις οποίες θα έκρυβε τη γύμνια, το κενό, το ανούσιο, το αναυθεντικό του βίου του.

Αφού, λοιπόν, ο Χάιντεγκερ είδε ότι ο λανθασμένος τρόπος προσέγγισης του θανάτου είναι αυτός της «επικαλυπτικής αποφυγής του θανάτου» (Ε.Χ. 458), έρχεται να δείξει ότι αυτή υπηρετείται μέσω των αερολογιών των πολλών, με βασικότερη αυτήν του «μία των ημερών όλοι θα πεθάνουμε». Και στο ερώτημα που εύλογα θα έθετε κανείς: «γιατί αυτή η αναντίλεκτη βεβαιότητα είναι αερολογία;» ο Χάιντεγκερ απαντά διότι αυτό λέγεται χωρίς ουσιαστική θέαση του περιεχομένου της πρότασης, αλλά ως μία κοινοτοπία της οποίας, εντέλει, το νόημα είναι ότι «όλοι θα πεθάνουν, αλλά εμείς τουλάχιστον όχι ακόμα» (Ε.Χ. 459). Ο Χάιντεγκερ, λοιπόν, επισημαίνει τον απολύτως επιφανειακό και –όπως τονίζει– αναληθή (Ε.Χ. 460) τρόπο με τον οποίο το ἐδωνᾶ-Είναι επαναλαμβάνει ως επωδό, μηχανικά, αυτό το «όλοι θα πεθάνουμε», χωρίς ίχνος συναίσθησης του πόσο απόλυτα αφορά και τον ίδιο. Αντιθέτως, ο δικός του θάνατος μοιάζει μονίμως απών, ως κάτι το αναφερόμενο στην απροσδιοριστία ενός μακρινού μέλλοντος. Πραγματικά, σε όλο το έργο τού Τολστόι αυτή η τάση δραπέτευσης από τη βαριά σκιά του θανάτου είναι κυρίαρχη και εκφράζεται από όλα τα πρόσωπα του έργου. Όταν, για παράδειγμα, στην αρχή του έργου ο Πιοτρ Ιβάνοβιτς βλέπει τον νεκρό Ιβάν Ιλίτς, αποστρέφει τη ματιά του από το πρόσωπο, αλλά κυρίως, από την ιδέα του θανάτου. «Στο πρόσωπο του νεκρού υπήρχε η προειδοποίηση για τους ζωντανούς. Η προειδοποίηση αυτή φάνηκε στον Πιοτρ Ιβάνοβιτς άτοπη, ή τουλάχιστον σαν να μην τον αφορούσε. Ένιωσε ένα δυσάρεστο συναίσθημα και κάνοντας ακόμα μια φορά βιαστικά τον σταυρό του, στράφηκε μ' έναν τρόπο που τον βρήκε και ο ίδιος πολύ απότομο και αδέξιο και τράβηξε για την πόρτα.» (Θ.Ι.Ι. 23) Είναι, λοιπόν, αρχικά οι γνωστοί του Ιβάν Ιλίτς, που σε αυτό το συναπάντημα με τον θάνατο και στην όποια διάνοιξη ενός δρόμου στοχασμού πάνω στο είναι τους θα μπορούσε –κατά τον Χάιντεγκερ– να τους οδηγήσει ο θάνατος αυτός, αυτοί στρέφουν αλλού τη ματιά, δραπετεύουν. Παρομοίως, οι δικοί του άνθρωποι, η γυναίκα του, η κόρη του, ο γαμπρός του, βιώνοντας περισσότερο ή λιγότερο τη δύναμη, τη ζωτικότητα, την υγεία, το σφρίγος της νεανικής ηλικίας και το από αυτήν πηγάζον αίσθημα παντοδυναμίας, άτρωτης φύσης, αν και –αναμφισβήτητα– γνωρίζουν σε θεωρητικό επίπεδο την καθολικότητα του θανάτου, ζουν και ενεργούν ως αν αυτός δεν τους αφορά, σαν να πεθαίνουν μεν όλοι, αλλά όχι αυτοί οι ίδιοι. (Αν στο σημείο αυτό θέλαμε να προβούμε σε έναν σύντομο, προσωπικό σχολιασμό θα μπορούσαμε να πούμε ότι μία τέτοια στάση, ίσως κακώς στηλιτεύεται από τον Χάιντεγκερ. Γιατί να μην νοηθεί ως μία απόλυτα υγιής, δυναμική και αισιόδοξη κατάφαση στη ζωή; Γιατί να μην ακουστεί ως μία άρνηση καταβολής και συντριβής από τη δύναμη του θανάτου και ταυτόχρονη πρόσδεση στο άρμα της ζωής; Φυσικά, ο Χάιντεγκερ –και προηγουμένως ο Τολστόι– δεν αφήνουν αναπάντητο το ερώτημα. Αυτό πράγματι θα μπορούσε να νοηθεί ως φωτεινή, καταφατική στάση ζωής, αν παράλληλα συνοδευόταν από ουσιαστικό στοχασμό, συνειδητοποίηση του είναι-προς-θάνατον και μετουσίωση σε ενεργεία τού δυνάμει της έξοχης δυνατότητας. Ωστόσο, τα πρόσωπα του έργου ουδόλως «αξιοποιούν» με τον τρόπο αυτό τη βεβαιότητα του θανάτου, αλλά πορεύονται –ως πλήθος– άλογα, αστόχαστα και αναυθεντικά με κλειστά τα μάτια και τον νου απέναντι στη θέα του δικού τους –μελλοντικού– θανάτου.)

Ωστόσο, αυτό που ουσιαστικά αποτελεί και το καίριο σημείο του χαϊντεγκεριανού στοχασμού είναι το πώς θα νοηθεί ο ενδεδειγμένος τρόπος στάσης του ανθρώπου απέναντι στον θάνατο. Αφού ειπώθηκε ότι ως τέτοια δεν είναι ούτε η απόδραση από αυτόν, ούτε η μοιρολατρική παράδοση σε αυτόν, ούτε η εμμονική προσήλωση στη βιομέριμνα, ούτε σαφώς η αποβίωση ως αυτοχειρία, έρχεται ο Χάιντεγκερ να κάνει λόγο για το «προλαμβάνειν». Αυτό «το προλαμβάνειν αποδείχνεται ως δυνατότητα του να κατανοήσω την πιο δική μου έσχατη δυνατότητα ύπαρξης, δηλαδή ως δυνατότητα αυθεντικής ύπαρξης» (Ε.Χ. 468), και παρακάτω: «Ο θάνατος είναι η πιο δική μου δυνατότητα, μέσα στην οποία το ἐδωνᾶ-Είναι νοιάζεται απόλυτα για το Είναι του... Χάρη σε αυτήν την έξοχη δυνατότητά του, είναι αποκομμένο απ' τους πολλούς, δηλαδή ήδη εκάστοτε προλαβαίνοντας μπορεί να αποσπάται απ' αυτούς... Ο θάνατος δεν «ανήκει» μόνο αδιαφοροποίητα στο δικό μου ἐδωνᾶ-Είναι, αλλά και το διεκδικεί ως άτομο. Ο κατά το προλαβαίνειν κατανοούμενος ασχέτιστος χαρακτήρας του θανάτου εξατομικεύει το ἐδωνᾶ-Είναι καθιστώντας το αυτό τούτο. Αυτή η εξατομίκευση είναι ένας τρόπος κατά τον οποίο διανοίγεται το «ἐδωνᾶ» στην ύπαρξη. Το ἐδωνᾶ-Είναι μπορεί να είναι αυθεντικά αυτό τούτο, μόνο αν αφ' εαυτού του καταστήσει τον εαυτό του ικανό προς αυτό.» (Ε.Χ. 469). Αυτό, ουσιαστικά, αποτελεί το μείζον θέμα, την κεντρική ιδέα, όπως αυτή αναδεικνύεται σε όλο το έργο του Τολστόι. Ο Ιβάν Ιλίτς σε όλο του τον βίο άλλο δεν έκανε από το να πορεύεται μακριά από αυτό το μονοπάτι της ατομικότητας, της εαυτότητας. Απεναντίας, κάθε σκέψη, κάθε απόφαση ζωής ήταν υποταγμένη στις πεποιθήσεις των άλλων. Οι λέξεις «όρια», «κανόνας», «πρέπει», «αξιοπρέπεια», «η τάξη μου και οι αρχές της», διατρέχουν όλο τον βίο του, εξορίζοντας κάθε ίχνος εξατομίκευσης του τρόπου του σκέπτεσθαι και του ζῆν. Ο Ιβάν Ιλίτς πορεύεται προς τον θάνατό του χωρίς ποτέ να αποτελέσει τον φάρο, ο οποίος θα έπρεπε να φωτίσει το αληθώς δικό του ἐδωνᾶ-Είναι και να στρέψει στην αγωνιώδη (όχι έντρομη!) πορεία αναζήτησης και υλοποίησης της έξοχης δυνατότητάς του. Όπως θα πει στο τέλος, «όλη η ζωή ήταν ένα ψέμα». Έτσι, αυτό που ο Χάιντεγκερ, ολοκληρώνοντας, θα προτείνει ως δέουσα στάση απέναντι στον θάνατο και, κατ' επέκταση, απέναντι στη ζωή, αυτό το αυθεντικό είναι θα έρθει να το «διδάξει» ο Τολστόι, με τις τελευταίες σελίδες του έργου του. Εκεί, ο Ιβάν Ιλίτς βλέπει πλέον το αληθινό φως. Ως άλλος πλατωνικός δεσμώτης-απελεύθερος, θεάται την έως τώρα πλάνη του, κατανοεί εντέλει αυτό που φοβόταν να αποδεχτεί: «ότι δεν έζησε όπως έπρεπε!». Συναισθάνεται ότι ο βίος του όλος ήταν αυτός εντός ενός διαμορφωμένου –ερήμην του– πλαισίου, στο οποίο υποτάχθηκε. Νοεί τώρα το αληθώς είναι του και, ως αν να συντελείται μία μετάλλαξη εντός του (είναι αυτό που αργότερα θα ονομάσει συνείδηση και ενοχή ο Χάιντεγκερ), αντιλαμβάνεται –στην ολότητά της– την ύπαρξή του, το λανθασμένο της πορείας του και βλέπει καθαρό και αγνό το φως. Ξαφνικά, όλος ο τρόμος, μπροστά στη φρίκη του θανάτου, συντρίβεται, ο ίδιος ο θάνατος ηττάται, χάνει πλέον την κυριαρχική του ισχύ και έρχεται όχι ως βίαιο κόψιμο ενός νήματος, αλλά ως γαλήνιο επισφράγισμα. Αυτό που, ωστόσο, οφείλουμε να επισημάνουμε είναι το τι συνετέλεσε σε αυτήν την μεταστροφή, την αποκάλυψη: ο Ιβάν Ιλίτς, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του, υπερβαίνει το εγώ του. Για πρώτη φορά παύει να είναι αυτός το επίκεντρο όλου του κόσμου του, ή πιο σωστά, ο ίδιος ο κόσμος όλος. Για πρώτη φορά βλέπει στον Άλλον (στο γιο του, αλλά ακόμη και στη γυναίκα του) κάτι που όφειλε να προσεγγίσει αλλιώς στη ζωή. Για πρώτη φορά «χαμηλώνει», «εκμηδενίζει» το εγώ του, ζητά συγχώρεση (ίσως, κυρίως, από τον εαυτό του που τον ευτέλισε στον βίο του όλο), νιώθει πια ελεύθερος από την υποταγή στους πολλούς και, έτσι, απελεύθερος πια, εν πλήρη ειρήνη, φεύγει. Φεύγει, για να αφήσει –όπως είδαμε στην αρχή του έργου– νεκρός πια, στο νεκρικό κρεβάτι, το γαλήνιο πρόσωπό του, το γλυκό και γεμάτο επίγνωση πρόσωπό του ως τη μομφή του, το δίδαγμα και την προειδοποίησή του για εμάς τους ζωντανούς.


Σπύρος Φλώρος

Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα