Γιώργου Αναστασιάδη
Πόσο πολύ το σκεφτόταν!
Ένα όμορφο διήμερο, μετά από τόσες πολλές κουραστικές ημερίδες, μαζεύοντας σκόρπιες εφημερίδες με μπαγιάτικα νέα...
Την είχαν κουράσει όλα αυτά.
Πόσο πολύ είχε κουραστεί από τα ίδια και τα ίδια, με όλα αυτά τα άτακτα γίδια που την περιέβαλαν μέσα στο καθημερινό της μαντρί. Τι κι αν είχε μόλις αγοράσει το πανέμορφο μαντρί-παλάτι με ειδικές υποδοχές για τράγους και γαϊδάρους, που τόσο πολύ –δεν– ήθελε μια ολόκληρη ζωή.
Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν είχε πιστέψει ότι τα υλικά αγαθά θα μπορούσαν να την ξεφορτώσουν από όλο αυτό το απίστευτο ψυχικό βάρος που είχε ζαλικωθεί, τόσο πολλά χρόνια, από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, μικρό κοριτσάκι μέσα σε ένα μεταχειρισμένο καροτσάκι από super market, που ο πατέρας της την είχε πάρει για οικονομία, για να την βγάζει τις μουντές Κυριακές καμιά βόλτα, μιας που τα έσοδα της οικογενείας δεν έφταναν ούτε για ένα ζεστό ψωμάκι στο τραπέζι κάθε μέρα.
Οι μπροτσούρες του φτηνού ταξιδιωτικού πρακτορείου διαφήμιζαν εορταστικά διήμερα και τριήμερα σε πολύ προσιτές, για την μέση χρεωμένη οικογένεια, τιμές. Τις ξεφύλλιζε με πάθος και αγωνία, εκείνες τις γαλάζιες νύχτες που τις περνούσε στα πεταχτά μέσα σε καθαρές τουαλέτες και την άλλη μέρα το πρωί, συζητούσε για ταξίδια με τις φίλες της που δούλευαν σε εταιρείες κοινωνικού ανταγωνισμού και υψηλού status.
Ο πόθος για ένα ταξίδι γινόταν μέρα με την ημέρα τόσο δυνατός που έφτασε σε σημείο να καταπνίγει ακόμα και τα εκκωφαντικά αέρια από ξερά φασόλια που κατέβαζε λαίμαργα για τόσες μέρες προσπαθώντας να κ(λ)άνει οικονομία, μπας και κάποια στιγμή μπορούσε να πετύχει το ακατόρθωτο... να πραγματοποιήσει αυτό το ταξίδι προς την δική της Ιθάκη.
Το όνειρο πλησίαζε πιο κοντά, μέρα με την ημέρα, και το μυαλό της είχε πια απογειωθεί, αγνοώντας όλες εκείνες τις ντουζίνες από πνιχτές, πνιγμένες και πνιγηρές καθημερινές τσιρίδες και γεμάτα λαγνεία βλέμματα κάποιου γέροντα πιθήκου, προϊσταμένου της, μέσα στο καθημερινό εργασιακό της κελί, φορώντας πλέον μόνο τα πρεσβυωπικά του γυαλιά.
Το υπό πτώχευση πρακτορείο «Le μπατίρ», συνεργαζόμενο με το επίσης φημισμένο γραφείο «Άι Σιχτίρ», είχε προλάβει να συμβληθεί με το πρόγραμμα κοινωνικού τουρισμού και οι τιμές φάνταζαν πλέον ασύλληπτα συλληπτικές για το πτωχό της το βαλάντιο. Εξάλλου ακόμη και ο φιλαράκος της, που μόλις είχε επανέλθει στη δουλειά, παίρνοντας επιτέλους την μεγάλη απόφαση να προχωρήσει στο αντιγριπικό του εμβόλιο, την είχε ενθαρρύνει να προχωρήσει επιτέλους στην αγορά εισιτηρίων και να κλείσει (μετά τα ρήματα και τα ουσιαστικά της γλώσσας διαβάζοντας ολόκληρες νύχτες το μικρό παιδάκι της) τη διαμονή, όχι σε μονή, μα στην ονειρική τοποθεσία δίπλα από την λίμνη με τους φαλακρούς κάστορες.
Πλέον η απόφαση είχε ληφθεί και τα επιπλέοντα καλάμια της λίμνης είχαν πάρει μια μεγαλειώδη θέση μέσα στο δυνατό, παιδικό της μυαλουδάκι, επισκιάζοντας και ρίχνοντας στην μπάντα ακόμη και τα καινούργια της έπιπλα που μόλις είχε αγοράσει με αιματηρές οικονομίες από το γιουσουρούμ και τον τσιφούτη επιπλοποιό.
Το μικρό της αυτοκινητάκι, φορτωμένο με κάθε λογής σουσουδάκι, μουσουδάκι, αρκουδάκι μαζί με μοσχαράκι σε μικρά και μεγάλα τάπερ, καλά τυλιγμένα ανάμεσα σε εφημερίδες, κρυμμένα σε σακούλια και τσουβάλια, είχε ξεκινήσει από πολύ πρωί. Γκάζι, φρένο, γκάζι, φρένο και συμπλέκτης άλλαζαν ταχύτητες χαρούμενα λες και είχαν πια απαλλαγεί από την πνιγερή μυρωδιά της μουντής καθημερινότητάς της, μπαίνοντας και βγαίνοντας από το δυστυχισμένο αλλά καινούργιο της μαντρί.
«Τρεχάτε ποδαράκια μου και λησμονείτε κάλτσες»... ήταν όλο αυτό το διάστημα, έχοντας συνεχώς την σκέψη της γύρω από την αρχαία στέψη της. Πάντα έβλεπε τον εαυτό της ως πριγκίπισσα του παραμυθιού που όμως κάπου στην πορεία ο πρίγκιπας τελικά αποδείχτηκε πολύ μικρός και λίγος.
Ούτε κατάλαβε πώς πέρασαν οι ώρες, μετά την έξοδό της από τα Διαβατά, διαβαίνοντας την Εθνική, που μόνο εκεί δεν διατηρούσε λογαριασμό. Είχε τόσο πολύ μπλεχτεί με όλες αυτές τις αγορές και τα καινούργια πραγματάκια της, που είχε πια χάσει τον μπούσουλα με τους λογαριασμούς και τις τράπεζες. Ακόμη και στο ψυγείο της είχε ξεχασμένα αποκόμματα κάτω από τα νυχτερινά δαγκώματα σε τούρτες και κέικς. Πόσο πολύ την τρόμαζαν οι τράπεζες... και τώρα πια είχε παγιδευτεί για μια –σχεδόν– ολόκληρη ζωή στα δίχτυα τους.
Προσπάθησε, οδηγώντας το αυτοκινητάκι της, να ξεχαστεί. Παρά τις φωνάρες και τα μπαλάκια από χαρτιά που την πετούσαν τα δυο γλυκά της μαϊμουδάκια, από το πίσω κάθισμα, που είχε αποφασίσει να πάρει μαζί της. Προσπαθούσε καθ' όλη τη διαδρομή να συγκεντρωθεί στην χριστουγεννιάτικη μουσική που έπαιζε το ραδιοφωνάκι της... Μέσα της σχημάτιζε όμορφες, γιορτινές εικόνες που όσο πήγαιναν σχηματοποιούνταν σιγά σιγά και βγαίνοντας από το Σχηματάρι είχαν πια υλοποιηθεί στο πανέμορφο χειμερινό τοπίο, μέσα στην ομίχλη των βουνών και την αχλή των ψεύτικων ειδώλων. Οι εικόνες και οι σκέψεις διαδέχονταν η μια την άλλη και η αστερόσκονη του χιονιού πάνω στα κλαδιά κάποιου φανταστικού γιορτινού έλατου έδινε τη θέση της στην άχνη ζάχαρη των κουραμπιέδων.
Όλα ήταν κάπως μπερδεμένα, κάτω από τα πολύ χαϊδεμένα μαλλάκια της και στο σημείο ακριβώς που η σκληρά μήνιγγα συναντούσε τις μαλακές έλικες της φαιάς ουσίας του εγκεφάλου, δίνονταν η μεγάλη μάχη της.
«Τον νου σου Κόγκα φτάσαμε!»... ακούστηκε η βροντόφωνη φωνή της συνείδησής της, από το κάθισμα του συνοδηγού!
Ήταν τόσο πολύ απορροφημένη μέσα στις σκέψεις της που είχε πια χάσει τον δρόμο και το αυτοκινητάκι λες και πήγαινε από μόνο του, ακολουθώντας τις καθαρές λευκές γραμμές πάνω στο μαύρο οδόστρωμα, θυμίζοντάς της τις καθαρές κάλτσες και τα κομμάτια από μανίκια από πουκάμισα που έπρεπε να σιδερώσει όταν γύριζε πίσω στο καινούργιο της σπιτάκι.
Το πόδι της πάτησε δυνατά το φρένο, τόσο δυνατά που το φρένο έσκουξε και το κοντοκομμένο νύχι της, τρύπησε και βγήκε έξω από την προπερυσινή συνθετική μπότα της. Ένοιωσε ένα μικρό τσούξιμο σε εκείνο το δάχτυλο που από καιρό τώρα το είχε μουδιασμένο και πλέον ξεχασμένο.
«Ζήτωωω! Φτάσαμεεεεεε!..» ακούστηκαν τα μικρά μαϊμουδάκια από το πίσω κάθισμα, και άρχισαν να γαργαλεύουν το ένα το άλλο χαρούμενα κάτω από τις μασχάλες, τόσο δυνατά και γρήγορα που ακόμη και ένα μικρό μπαμπουράκι, που είχε χαθεί κάτω από το κάθισμα, ξεχασμένο και ξεπεσμένο από το καλοκαίρι, κατάλοιπο από την επιδρομή τους στους πανέμορφους καρπουζώνες της παραθαλάσσιας Καρπαζονίας, τρόμαξε και έβγαλε φτερά πετώντας μακριά και χάθηκε μέσα στα χιονισμένα κλαδιά των πεύκων.
«Φτάσαμε! Φτάσαμε! Τα κορίτσια βράσαμε!» φώναζε ο μικρός αρσενικός, που είχε δεμένο στο πίσω κάθισμα. Η χαριτωμένη μανούλα-οδηγός, αφήνοντας προς στιγμή τα όνειρα της σε σιγή, αγριεμένη, γύρισε και τον κοίταξε με βλοσυρό βλέμμα. Άνοιξε μια οργιά το στόμα της, γεγονός που μετάνιωσε αργότερα αφού και πάλι είχε ξεχάσει να πλύνει τα δόντια της το πρωί και του έκανε μια πολύ αυστηρή σύσταση.
«Αρσενικέ μαϊμούνε!» του είπε, «Δεν βράζουμε ποτέ ανθρώπους! Οι άνθρωποι δεν αποτελούν μέρος μιας υγιεινής δίαιτας!» του είπε, «Μόνο μοσχάρι και κανένα ψαράκι ξαναζεσταμένο σε γυάλινο σκεύος!» συνέχισε να λέει η μικρούλα, στον μικρό αρσενικό της, με πολύ αυστηρό ύφος, σε νεοναζί τόνο χωρίς κανένα απολύτως νάζι, στο πίσω κάθισμα που τον κρατούσε αλυσοδεμένο καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Ένοιωθε από μέσα της σαν αναμμένο πετρογκάζι...
Ο μικρός μαϊμούνος σάστισε από το βλοσυρό ύφος και τον τόνο της βροντερής φωνής και κρύφτηκε τρομαγμένος κάτω από το προπολεμικό αμπέχονο του παππού του, από τον πόλεμο της Αλβανίας, μην μπορώντας να βγάλει ούτε μια τόση δα μικρή κραυγή. Ένα μακρόσυρτο, λυπητερό «πριιιιτς» ήταν αρκετό να σκεπάσει το βαρύ πέπλο της θλίψης και της ταραχής, που φάνηκε αμέσως να απλώνεται μέσα στο μικρό αυτοκινητάκι. Ο μόνος που μειδίασε τρώγοντας αποξηραμένα μύδια ήταν ο άλλος αρσενικός μικρούλης, ο αδελφούλης του, που φαινόταν να κρυφογελάει κάτω από τα μικρά, πονηρά του ματάκια αφού για άλλη μια φορά τα βλέμματα του Βούδα και των υπόλοιπων θεών της Βλαχάλα, στράφηκαν εναντίον του κακόμοιρου αρσενικού μικρού-μεγάλου μαϊμούδου.
Τα πράγματα και οι αποσκευές δεν άργησαν και πολύ να ξεφορτωθούν. Ανάμεσα σε δυο φεγγάρια και σε χρονο dt (12123x+2342y*2dt_g/p εις το τετράγωνο) είχαν όλα αποσυσκευαστεί, περιμένοντας τα έρμα μέσα στην ερημιά, υπομονετικά να μεταφερθούν από τον γκρουμ (γουργουρίζοντας και μουρμουρίζοντας για πουρμπουάρ) κάτω στα τσιμέντα του παγωμένου packing.
Δεν είχε ξεχάσει τίποτα, ακόμη και κάτι παλιές κούτες από το Leroy είχε πάρει μαζί της για να τις αερίσει, με κάτι σωβρακοφανέλες, στοιβαγμένες για το κρύο και το μπούζι του χειμώνα. Η υγρασία της λίμνης τρυπούσε κόκκαλο τόσο πολύ που νόμιζε κανείς ότι είχε κατουρηθεί πάνω του, αφού ως γνωστόν η άμμος και η υγρασία έχουν τον τρόπο τους να τρυπώνουν παντού.
Η μικρούλα οδηγός ξαναγυρίζοντας το τιμόνι του μυαλού της, προς φωτεινές σκέψεις, οπλισμένη με ενθουσιασμό μικρής αρκούδας που μόλις έχει ανακαλύψει μέλι σε σάπια κουφάλα κάκτου, όρμησε με περισσή δύναμη μέσα στο lobby. Η χαρά της ήταν τόσο μεγάλη που έδωσε μια, με ένα θεόρατο σάλτο, σαλταρισμένη όπως ήταν πάντα, και με ανάποδο φλικ φλοκ και διπλή πιρουέτα, ανεμίζοντας την τεράστια καπελαδούρα της σαν ανεμοδούρα, προσγειώθηκε με πάταγο μπροστά από τον ρεσεψιονίστ με μια ακροβατική εκτέλεση υψίστης δυσκολίας και απαράμιλλης ποιότητας, αποσπώντας τα χειροκροτήματα του κοινού που περίμενε βαριεστημένο και στημένο στο lobby το λεωφορείο του ΚΤΕΛ για να τους πάει για πρωινό στο κοντινό γηροκομείο, μιας που και αυτοί είχαν κουπόνια κοινωνικού αλτρουισμού, γεγονός που δεν επέτρεπε περιττές οικονομικές πολυτέλειες...
«Κλειδιά και γρήγορα!» είπε κοφτά και χαρωπά, αλλά όχι και τόσο ορθά, στον αξύριστο ρεσεψιονίστ με το ψεύτικο σιλικονάτο χέρι του, ακουμπισμένο πάνω στον πάγκο, εκείνο που είχε για να κάθεται στην καρέκλα των εμβολιασμών πανέτοιμος για την 23η του δόση. Το αληθινό του χέρι, του άρεσε πάντα να το έχει κάπου καλά κρυμμένο και χωμένο, προσφέροντας εαυτόν απέραντη ηδονή μετρώντας κρυφά κέρματα και επιταγές μέσα σε μια λερωμένη τσέπη, γεγονός που πάντα του χάριζε λίγο χαρά σε όλη την πορεία της, κατά τα άλλα, μίζερης και καταθλιπτικής ζωής του...
«Μισό... μαντάμ!» της αποκρίθηκε λίγο εκνευρισμένος με τον τόνο της.
«Είσαι κι εσύ σαν τους άλλους; Με τα κουπόνια;» συνέχισε με τον ίδιο τόνο, αποφεύγοντας να την κοιτάξει στα μάτια, λόγω του αποκλίνοντος στραβισμού του.
«Κλειδιά... μμμ... μια πορδή θα πάρεις κι εσύ σαν τους άλλους!» σκέφτηκε ο εξπρεσιονιστής ρεσεψιονίστ και φτύνοντας τον κόρφο του σαν να είχε κάποιο φίδι, έξυσε με τόσο ευχαρίστηση τα τριχωτά του ρουθούνια, που χρησιμοποίησε γι' αυτό και το άλλο του χέρι, εκείνο που είχε πάντα χωμένο εκεί που είπαμε ή σκεφτήκαμε πρωτύτερα. Πνίγοντας μια μικρή ρεψιά ικανοποίησης από την μαγιά της μπύρας που είχε κι αυτή κρυμμένη στην αριστερή του κωλοτσέπη, άρπαξε με το χοντρό, ιδρωμένο χέρι του, ένα μεταλλικό αντικείμενο που έμοιαζε με κλειδί και το πέταξε πάνω στον πάγκο της ρεσεψιόν, προς το μέρος της μικρούλας μανούλας με τη γυαλούρα και την καπελαδούρα.
Μόλις είχε κοπάσει η σκόνη στο δάπεδο του lobby από την εκπληκτική προσγείωση της μικρούλας μας μανούλας και την εντυπωσιακή της είσοδο στο ξενοδοχείο και ένα άλλο (μικρότερο αυτή τη φορά, είναι γεγονός) συννεφάκι σκόνης σηκώθηκε από τον πάταγο του μεταλλικού αντικειμένου μπροστά στα μουτράκια της.
«Ε..Ε...Ευχαριστώ!» ψέλλισε σαστισμένη η μικρούλα με την καπελαδούρα, αναθυμούμενη ξανά τους ευγενικούς της τρόπους, που είχε στιγμιαία ξεχάσει λόγω του πρωινού συμβάντος μέσα στο μικρό αυτοκινητάκι κόντρα (φιλέτο) προς στο μικρό, μεγάλο, αρσενικό, λατρεμένο της μαϊμουδάκι.
Έκλεισε το δείγμα κλειδιού μέσα στη χούφτα της. Πόσο κρύωσε η δυστυχισμένη! Κρύο το χεράκι της και ακόμη πιο παγωμένο το μέταλλο του κλειδιού... και αυτός ο αξύριστος, ιδρωμένος γορίλας-ρεσεψιονίστ να την κοιτάει πια κατάματα, χάσκοντας όλο κομπασμό που βρήκε ευκαιρία να την εκφράσει τη δυσαρέσκειά του για τα κουπόνια κοινωνικού αλυτρωτισμού και να την φτύσει με λόγια πικρά στα μούτρα της. Την είχε βάλει στη θέση της! Ήταν πολύ ικανοποιημένος με αυτό! Σάμπως μπορούσε να κάνει και τίποτα άλλο πέρα από το να «την λέει» σε μικρά κοριτσάκια και λευκές αγνές πριγκίπισσες; Μάλλον όχι και αυτό τον εξιτάρισε πάρα πολύ! Έτσι του ερχόταν να βγάλει φωτογραφία από τα θλιμμένα μουτράκια του κοριτσιού της ιστορίας μας και να την τοποθετήσει πάνω στον φθαρμένο αλλά λουστραρισμένο πάγκο της μπάρας της ρεσεψιόν, μαζί με εκείνη την γαμπριάτικη που είχε τραβήξει με την πλούσια και κατά 45 χρόνια μεγαλύτερη γυναίκα του, καβάλα στην πρώτη αγελάδα που άρμεξε ο πεθερός του και από εκεί έκανε όλη του την περιουσία πουλώντας ξινά τυριά σε αλλήθωρα ρομπότ. Σπυρί σπυρί το έχτισε το ξενοδοχείο και κανένας «κουπονάτος» δεν θα ήταν ικανός να σταθεί μπροστά του με ύφος πρωθυπουργού και τύχη καλή για να του συμπαρασταθεί ή να τον συνδράμει στον πόθο του για δίψα χρήματος και εξουσίας. Έτσι νόμιζε και αυτός, ο μικρός φλύαρος και δυστυχισμένος, καθημερινός μας ανθρωπάκος. Τόσο ήξερε και αυτός, τόσο λογάριαζε με τον ξενοδόχο (αφού ο ίδιος τύγχανε ιδιοκτήτης και ξενοδόχος), τόσο αισθανόταν ο κακόμοιρος.
Ο διάδρομος μακρύς. Το κοριτσάκι της ιστορίας μας, για άλλη μια φορά προσπαθούσε να ελιχθεί στα σκονισμένα κουλουάρ του ξενοδοχείου, τσακώνοντας το σεσουάρ που πήγε να πέσει πληγώνοντάς την στο σπασουάρ, κουνώντας με τέχνη τον δικό της κολουάρ σαν μαντάμ Μποβουάρ, αγκομαχώντας να κρατήσει ψηλά την ευγενική της κλάση και τα κοινωνικά προσχήματα, παρόλο που είχε φορτωθεί μόνη της, με όλα τα βάρητα και τις ευθύνες του κόσμου και τα μπαγκάζια από τα πορτ μπαγκάζια, ακόμη και από το ΚΤΕΛ που την ακολούθησε σε όλη της την διαδρομή του ταξιδιού, σέρνοντας με το ποδαράκι της, μια ομπρέλα πάνω σε ένα σκουριασμένο πατίνι του μικρότερου αρσενικού της μαϊμουνιού. Να την λοιπόν που έφτασε επιτέλους στο τέλος του διαδρόμου. Γκρουμ... γκρουμ... βροντάγανε κοπανώντας στους τοίχους τα τσαΐρια που κουβαλούσε μοναχό του το καημένο... μα πού στην ευχή θα έβρισκε έναν γκρουμ;! Ποιος νοιαζότανε γι' αυτήν αλήθεια...
«Το “τσάμπα” πληρώνεται με κόστος ιδίας σωματικής κόπωσης και τα κουπόνια τελικά κοστίζουν πολύ ακριβά!» έμοιαζαν να της μιλούν μέσα στο μυαλό της οι φωτογραφίες και τα κάδρα εκατέρωθεν του σκοτεινού διαδρόμου, από όλο το σόι του ρεσεψιονίστ-ιδιοκτήτη, ευρισκόμενα σε παράταξη, στοιχισμένα ατάκτως και φέροντα εις περίοπτη θέση τη φάτσα της πενθεράς του ρεσεψιονίστ-προικοθήρα-ιδιοκτήτη. Την πενθερά του, τη χορεύτρια που πέθανε από τριχομονάδα, χτίζοντας τούτη την μικρή ξενοδοχειακή μονάδα. Ας είναι βαρύ το τσιμεντοκονίαμα που την σκεπάζει και που με δόλο φρόντισε για αυτό ο ρεσεψιονίστ-ιδιοκτήτης...
Τα πράγματα και οι αποσκευές της τακτοποιήθηκαν αμέσως, λες και η χριστουγεννιάτικη μαγεία είχε ξεχυθεί με το άπλετό της φως και έδωσε δύναμη στο δύστυχο κοριτσάκι χωρίς σπίρτα. Πάτα κιούτα... όλα στη θέση τους! Αλλά, για μια στιγμή! Τι άθλιο δωμάτιο ήταν πάλι αυτό που μόλις είχε μπει και δεν είχε προλάβει να πάρει ακόμη μυρωδιά από το ξινισμένο γάλα που είχε χυθεί από πέρυσι τα Χριστούγεννα, μέσα στο μικρό πολωνέζικο ψυγείο!;
«Ρε συ!» αναρωτήθηκε το κοριτσάκι...
»Τι αχούρι είναι αυτό... μανούλα μου κοντή, μικρή... Γερακίνα φουντωτή!»
Γύρισε το βλέμμα της ολόγυρα και αντίκρισε ολόγυμνους, κιτρινισμένους τοίχους με επικάλυψη μουχλιασμένης ταπετσαρίας από τον τοπικό κίτρινο τύπο, γεμάτο ρύπο. Κάπου στη γωνιά μια γιγαντοαφίσα, κι αυτή μουχλιασμένη από την Super Κατερίνα του 1979, σκισμένη... γεμάτη ρομποτικά ορυκτέλαια παλιάς και νέας τεχνολογίας.
«Θα σε αγαπώ για πάντα. Θέλω μαζί σου να πιω μια πορτοκαλάδα Fanta. Θα είσαι πάντα στην Φαντασία μου!» έγραφε από κάνω μια ξεθωριασμένη λεζάντα. Η αφίσα απεικόνιζε έναν πιθηκόμορφo ροκά ηθοποιό με χαίτη και αλογοουρά, παλιό σύμβολο και φαντασίωση για μικρά αλλήθωρα κοριτσάκια-ρομποτάκια, που κρύβονταν μέσα στο πάπλωμα, παρέα με τις αδερφές τους και γάτες φουντωτές, όλοι μαζί και γιούρια με τους ιεροεξεταστές γονείς τους.
Ευτυχώς το κοριτσάκι είχε προνοήσει και γι' αυτό! Τα καδρόνια από το Leroy Merlin που είχαν περισσέψει μετά την ανακαίνιση του καινούργιου της σπιτιού θα αποδεικνυόταν μοιραία! Αμέσως έπιασε δουλειά. Ενήργησε αστραπιαία (και πριν ενεργηθεί) ως άλλος μάγος Merlin... πριν προλάβεις να πεις «περγαμόντο» έπιασε αίφνης δουλειά! Μια πρόκα από εδώ, μια καλλιτεχνική πινελιά ανά χείρας με το βρόμικο σφουγγάρι του μπάνιου και αμέσως το αχούρι έλαμψε και το κοριτσάκι έκλαψε από υπερηφάνεια! Δεν της πήρε και πολλή ώρα! Όλα άστραφταν και βρόντηξαν σαν να την επισκέφτηκε το καλό ξωτικό των Χριστουγέννων μαζί με τον Mister Forte! Τα πάντα ήταν πεντακάθαρα, λαμπερά και αστραφτερά σαν την πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου!
«Τέλεια!» (και παύλα...) είπε με το μυαλό της και γέλασε εις διπλούν, πολύ... πολύ... πολύ χαρούμενη μιας που δεν την βρήκαν και αυτή νεκρή σαν τον επίσης «κουπονάτο» διπλανό της!
«Καιρός για πρωινό... ή μαλλον.. χμμμ... μεσημεριανό» ξανασκέφτηκε αφού με την ώρα, ως γνωστόν, δεν τα είχε ποτέ καλά και είχε τσακωθεί με όλα τα αναλογικά ρολόγια μιας που δεν διέθεταν ηλεκτρική εκκένωση για να την ειδοποιούν πότε αλλάζει η ώρα και ο χρόνος.
Φόρεσε τα καινούργια της, λευκά, φτερωτά σανδάλια του Ερμή που την χρησίμευαν να τελειώνει τις δουλειές της πιο γρήγορα και κατέβηκε πηλαλώντας στα ξύλινα σκαλοπάτια, προσέχοντας μην σκοντάψει πάνω στα οστά άλλων κοτσονάτων «κουπονάτων» πελατών, που ο καλός μας ρεσεψιονίστ είχε αφήσει εκεί ως παραδειγματισμό ενάντια στον συγχρωτισμό τσαμπατζήδων φορέων Covid.
Η σάλα είχε στρωθεί και είχε διακομισθεί με χριστουγεννιάτικο, λαμπερό ντεκόρ και κάποιο αργόσυρτο βαλς έπαιζε μέσα από τα κρυφά μεγάφωνα του lobby, μόνο για τους πλούσιους και ευτραφείς βλαχοκυμπάριδες πελάτες που είχαν αρκετά φράγκα για να πληρώσουν την περιττή πολυτέλεια. Όλοι οι άλλοι «κουπονάτοι» μόνο θα έβλεπαν, βουτηγμένοι και δυστυχισμένοι μέσα στην υποτέλεια.
Το κοριτσάκι όμως, έλαμπε σαν Σταχτοπούτα που μόλις είχε καθαρίσει τον κόπρο του Αυγεία από το «τζαμπέ» μισοτιμής (λόγω τιμής) δωμάτιο που της είχε παραχωρηθεί από την προσφορά του κοινωνικού τουρισμού κι έτσι με ένα ακόμη περίτεχνο σάλτο και διπλό σπαγκάτο, προσγειώθηκε αυτή τη φορά μπροστά στην πελώρια και πανώρια γαβάθα από σπαγγέτι!
«Μασάει η κατσίκα ταραμά» ξανασκέφτηκε, γελώντας και έφτυσε μόνη της, χάμω στο χώμα τα κουκούτσια από λεμόνια που πάντα κρατούσε εύκαιρα μεταξύ φρονιμίτη και ούλου, για να δείχνει σε κάθε αδαή και δυστυχή που θα την πλησίαζε από τι ξινό υλικό ήταν (απο-)καμωμένη σαν την ωραία κοιμωμένη!
Με μια αστραπιαία κίνηση, έκανε έναν πρόχειρο απολογισμό της ζωής της, στα γρήγορα, στο ένα λεπτό, κατά όπως έχει συνηθίσει, θυμήθηκε έναν παλιό λογαριασμό του ΟΥΘ που είχε ξεχάσει άπλυτο και απλήρωτο μαζί με μια παλιά κλίση και ένα κλύσμα και βίδωσε μηχανικά την τεράστια, μοιραία καπελαδούρα της, με το δαντελωτό, γαλάζιο βέλο που τόνιζε το μυστήριο της ύπαρξής της. Κάτι βούιζε πάνω στο κεφαλάκι της.
Μην ήτανε οι σκέψεις και τα θλιβερά σενάρια του μέλλοντος;Μην ήτανε το κινητό της, που είχε κρύψει μεταξύ καπέλου και τριχωτού της κεφαλής της;Ποιος ξέρει...
Πάντως το καπέλο ήταν στη θέση του, σφιχτά βιδωμένο όπως και οι ιδέες της από μικρή, παρά τα πηδήματα και τις πιρουέτες της... αλλά ο μικρός; Πού ήταν πάλι αυτός ο μικρός; Πού είχε κρυφτεί και πάλι αυτός ο μεγάλος-μικρός, ευαίσθητος, αντιδραστικός, πανέξυπνος πιθηκάκος;
Κάτι σάλευε κάτω από το λευκό, ατσαλάκωτο, τραπεζομάντιλο του εστιατορίου. Τσουπ! Να 'τος, ο ατιμούλικος! Κάτω από το τραπέζι, μασούσε μια γκοφρέτα με γέμιση από ξηρές φακές, από εκείνες τις γλυκούτσικες που του αρέσουν πολύ αλλά ποτέ δεν το παραδέχτηκε μπροστά της δημόσια!
«Σε τσάκωσα ατιμούλικο, μικρό μου πιθηκάκι!» του είπε με μια έκφραση πικρής αγάπης, με τέτοιο μαγικό τρόπο που για πρώτη φορά στη ζωή της την έκανε να γελάσει αληθινά! Ήταν δε τέτοιο το χαμόγελο και η αγάπη της, που ο μικρός αρσενικός πιθηκάκος έκανε ένα σάλτο και βρέθηκε αμέσως χωμένος μέσα στην αγκαλίτσα της, κρατώντας ένα μικρό 20άρι που είχε πάρει στο σχολείο και σκόπιμα της το κρατούσε κρυφό γιατί φοβόταν. Ο φόβος έγινε καπνός σαν τζίνι αρωματικό και αμέσως σκορπίστηκε μέσα στην λαμπερή αίθουσα, κάνοντας ακόμη και τις σούπες να δακρύσουν και τα γεμιστά κοκόρια μέσα στους ασημένιους δίσκους να αναφωνήσουν και να ξεσπάσουν σε γέλια, τραγούδια και χαρούμενα τιτιβίσματα σαν μικρά, ολοζώντανα πουλάκια μέσα σε μικρά, παιδικά χεράκια.
Τσούπ!.. και να σου και το άλλο, νεότερο στα χρόνια αλλά μεγαλύτερο στη σκέψη, αρσενικό μαϊμουδάκι, να ξεπροβάλει μέσα από την πελώρια γαβάθα από το προφιτερόλ, εκεί που είχε τρυπώσει κρυφά όλη την ώρα που το κοριτσάκι της ιστορίας μας κάρφωνε τα δοκάρια από το Leroy Merlin και είχε πάρει φόρα, ανακαινίζοντας το θλιβερό «τσαμπέ» δωμάτιο, εκεί όπου τελευταία είχε φιλοξενηθεί ο Άρχοντας των «κουπονιών»...
«Μαμά! Μανούλα! Μητέρα! Μαμά!» είπανε όλοι μαζί και αναμαλλιαστήκανε κι αγκαλιαστήκανε όλα μαζί σαν ένα μικρό κουβαράκι... πιθηκάκια, αγοράκια, κοριτσάκια, μικρά χαρούμενα νανάκια σαν ξωτικά κάτω από δέντρο χριστουγεννιάτικο!
Τελικά ήταν το καλύτερο διήμερο της ζωής (της)!
«Χε! Χε! Χε!(σε) τις κοινωνικές ανισότητες και το κοινωνικό μας –τοξικό– status!» σκεφτόταν τις εικόνες και γελούσε κάτω από τις μουστάκες της, πασαλειμμένες με χριστουγεννιάτικες μουστάρδες!
«Μπλιπ! Μπλοπ! Μπλουπ! Μπλαπ!» συμπλήρωναν στις σκέψεις της τα μικρά γλυκούτσικα πιθηκάκια, που συνεχώς τριγύριζαν και κουλουριάζονταν πάνω της σαν μικρά, χιονάτα τρυφερά γατάκια!
Καλές Γιορτές! Με φρέσκια ελπίδα!Τέλος!.. ή Αρχή, ουρλιάζοντας με γιορτινή ιαχή;!
Σημειώσεις:
Εδώ, σε αυτήν την ιστορία η ηρωίδα έχει πια αλλάξει. Πρόκειται για μια νεαρή μανούλα, που από μικρό κορίτσι έχει μεγαλώσει σε στερήσεις και έχει εγκαταλειφθεί από τον «πρίγκιπα» που είχε γνωρίσει και επιλέξει στα άγουρα της χρόνια, ίσως με βάση πρότυπα που της πλασάρανε μέσα από περιοδικά ευρείας κατανάλωσης, ίσως και από τα δικά της τα μυαλά...
Ζώντας σε ένα τοξικό κοινωνικό, ανταγωνιστικό περιβάλλον, υπό σεξουαλική παρενόχληση στον εργασιακό της χώρο, προσπαθεί να κρατήσει την μονογονεϊκή της οικογένεια... Μετά από αιματηρές οικονομίες κατορθώνει –μετά από στερήσεις– να κάνει τις διακοπές των ονείρων της πραγματικότητα. Παρ' όλα αυτά τίποτα το υλικό δεν έχει να της χαρίσει τίποτα παραπάνω για να την κάνει να χαμογελάσει μέσα στην ψυχή της. Ακόμη και ο ξενοδόχος την αντιμετωπίζει υποτιμητικά. Μπαίνοντας στο πολυτελές ξενοδοχείο, νομίζει ότι η λάμψη θα την κάνει να νιώσει αυτοπεποίθηση και θα έχει να την προσφέρει πολλά, αλλά τελικά όλα αποδεικνύονται μάταια...
Υπάρχει ελπίδα; Ναι!
Τελικά, την τελευταία στιγμή, αποφασίζει να αλλάξει στάση προς τα δυο αγοράκια της και εκείνη ακριβώς την στιγμή η μαγεία των Χριστουγέννων ξεκινά, φέρνοντας την ανατολή και το φως μέσα στην ψυχούλα της...
Η Σταχτοπούτα μεταμορφώνεται ψυχικά και όχι σωματικά μέσα σε πολυτέλειες και υλικά αγαθά. Εκεί η Σταχτοπούτα γίνεται πριγκίπισσα και λάμπει ως πριγκίπισσα από τους δυο μικρούς της ήλιους...
Copyright © Γιώργος Αναστασιάδης All rights reserved
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Salvador Dali (1946)