Το έργο του Φρανκ Μακγκίνες (Frank McGuinness) «Κάποιος να με προσέχει» (Someone who'll watch over me) ανέβηκε το 1992 στο Λονδίνο και αφορά την καθημερινότητα τριών αιχμαλώτων από Άραβες κάπου στον Λίβανο. Ένας Ιρλανδός, ένας Αμερικανός κι ένας Άγγλος κάνουν ό,τι μπορούν από τη μια για να αντέξουν άλλη μια μέρα απομόνωσης εν αναμονή της εκτέλεσής τους κι από την άλλη για να μην αφήσουν τις εθνικιστικές και κοινωνικές τους διαφορές να μπουν ανάμεσά τους. Τραγικωμικά περιστατικά χτίζουν σταδιακά ένα ισχυρό δέσιμο μεταξύ των τριών αντρών ώσπου μια μοιραία κίνηση θα επιφέρει ένα απρόσμενο τέλος.
Πρόκειται για ένα σκληρό, άκρως ενδιαφέρον κείμενο που υποστηρίζεται εξίσου καλά από τις ερμηνείες των Αντίνοου Αλμπάνη, Σωτήρη Σκάντζικα και Δημήτρη Παπαγεωργίου και χαρίζει άφθονες στιγμές πικρού χιούμορ και αγωνίας τη στιγμή που σημαντικά διαχρονικά και πανανθρώπινα μηνύματα περνάνε πίσω από τις γραμμές. Τρεις άντρες με διαφορετικές καταβολές καλούνται να παραμείνουν ζωντανοί και σώφρονες σε συνθήκες απάνθρωπης κράτησης και εν όψει της θανατικής τους ποινής, οπότε οι διάλογοι είναι κοφτεροί, τα λόγια προσεγμένα και πολύτιμα, οι διαπροσωπικές σχέσεις περνάνε από σαράντα κύματα: γέλιο και δάκρυ, μίσος και φθόνος, αλτρουισμός και προδοσία.
Ο Ιρλανδός Έντουαρντ (Αντίνοος Αλμπάνης) είναι πιο εσωστρεφής και δε μιλάει πολύ, ειδικά για την οικογένειά του. Ήρθε στον Λίβανο ως δημοσιογράφος για να κερδίσει παραπάνω χρήματα με αυτήν την αποστολή. Στο πλάι του ο Αμερικανός γιατρός Άνταμ (Δημήτρης Παπαγεωργίου) που προσπαθεί να τον στηρίξει ψυχολογικά για να μην εκραγεί. Είναι ήδη δύο μήνες μαζί στο κελί κι έχουν εκπαιδευτεί να πολεμάνε για τη ζωή τους κάθε μέρα. Τότε έρχεται ο καθηγητής αγγλικής φιλολογίας (Σωτήρης Σκάντζικας) τον οποίο καλωσορίζουν με οδηγίες χρήσης. Οι τρεις αυτοί άντρες κατά καιρούς μεταφέρονται φαντασιακά σε άλλες, πιο χαρούμενες και ευχάριστες περιστάσεις, βιώνουν έρωτες, διακοπές, επιτυχίες, στήνουν ολόκληρες ιστορίες για να ξεχαστούν και για να παραμείνουν υγιείς ψυχικά. Εξού και το χιούμορ, όσο γέλιο κι αν βγάζει, καταλαβαίνεις πως είναι μια κίνηση απελπισίας ώστε να διατηρηθούν ακμαίοι και λογικοί («Στις φαντασιώσεις μου κάνω μέχρι και προκαταρκτικά», εξομολογείται ο Άνταμ, ενώ «Τα συλλυπητήριά μου στον κώλο σου που είναι υποχρεωμένος να σε ακολουθεί», είναι μια φράση που προκαλεί επίσης άφθονο γέλιο).
Η σκληρή πραγματικότητα στο σκοτεινό κελί της αιχμαλωσίας τους πολλές φορές κερδίζει έδαφος απέναντι στις ευτυχισμένες στιγμές των φαντασιώσεών τους κι αυτό τους λυγίζει, φέρνει συγκρούσεις ανάμεσά τους· καταφέρνουν όμως να ορθοποδήσουν ξανά.
«Θα κοιτάξουμε τη μοίρα μας στα μάτια και μετά θα την αψηφήσουμε!»
Τέτοια λόγια δίνουν λίγη αντοχή ακόμα στους τρεις άντρες, οι οποίοι, παρά τις ιστορικές, πολιτιστικές και κοινωνικές διαφορές που τους χωρίζουν (έμαθα πολλά πράγματα για τις εντέλει τόσο διαφορετικές μεταξύ τους κουλτούρες και για τους λόγους που έχουν αυτές τις σχέσεις μεταξύ τους οι Άγγλοι και οι Ιρλανδοί), θα αγωνιστούν να σταθούν ενωμένοι απέναντι στο αναπόφευκτο τέλος και στη ζοφερή πραγματικότητα που κλήθηκαν να ζήσουν.
Αλμπάνης, Παπαγεωργίου και Σκάντζικας χαρίζουν ρεσιτάλ ερμηνείας και αλληλεπιδρούν άψογα και ταιριαστά μεταξύ τους, βάζοντάς μας για τα καλά στο σκοτεινό κελί των ρόλων που υποδύονται, στις ζωές τους και στον μονόδρομο που τους περιμένει χωρίς φως ελπίδας. Σε αυτό συμβάλλει τα μέγιστα η σκηνοθεσία της Αθανασίας Καραγιαννοπούλου, η οποία κατάφερε να βγάλει τον καλύτερο εαυτό των ηθοποιών και ταυτόχρονα να κάνει πιο προσιτό κι ενδιαφέρον, μέσα από ποικίλες και διαφορετικές μεταξύ τους σκηνές, ένα έργο που υπό άλλες συνθήκες ίσως να ήταν στατικό και κουραστικό.
Τα σκηνικά της Μαίρης Τσαγκάρη είναι λιτά και πρακτικά, αναβιώνουν σωστά και προσεγμένα την ατμόσφαιρα του κελιού ενώ τα κοστούμια της ιδίας είναι αυτά ακριβώς που θα φόραγαν αιχμάλωτοι άντρες μετά από καιρό κράτησης. Οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου παίζουν με τις σκιές και με τις ψυχολογικές διακυμάνσεις των ρόλων, εντείνοντας το σασπένς και χωρίζοντας σωστά τις πράξεις και τις σκηνές του έργου. Η επιλογή των τραγουδιών είναι ενδιαφέρουσα, με ρυθμούς και μουσικές που θυμίζουν ό,τι άφησαν πίσω τους αυτοί οι άνθρωποι και ταυτόχρονα με υποβλητικό τέμπο που μας προετοιμάζει για τα χειρότερα που έρχονται. Ακόμη σιγοτραγουδάω το «My mother told me» των Hound and the Fox! Μα πόσο ταιριαστό με τη στιγμή που μπήκε!
Το «Κάποιος να με προσέχει» είναι μια συναρπαστική παράσταση με ποικίλα μηνύματα και συναισθήματα, ένα έργο γεμάτο σκληρότητα αλλά και αισιοδοξία. Τρεις ηθοποιοί δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό ερμηνευτικά και εκφραστικά και μας καλωσορίζουν στις ζωές ανθρώπων που έπεσαν θύματα απαγωγής και περιμένουν τη θανατική τους ποινή. Ένταση και σασπένς, ψυχολογική βία, αγώνας και αγωνία για επιβίωση, ένα τέλος ανοιχτό σε πολλές ερμηνείες και μια δυνατή σκηνοθεσία είναι μερικά μόνο από τα θετικά γνωρίσματα μιας πραγματικά καλής παράστασης.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου