Την παραμονή των Χριστουγέννων άγνωστοι αφήνουν έξω από αστυνομικό τμήμα του Τορόντο έναν εξηνταπεντάρη άντρα ντυμένο με στρατιωτική στολή, σκούφο αϊ-Βασίλη κι έναν γάντζο χασάπη περασμένο στον λαιμό. Ο επιθεωρητής που αναλαμβάνει την υπόθεση καλεί μία διερμηνέα, μιας και ο άγνωστος δεν μιλάει αγγλικά κι έναν δικηγόρο, του οποίου η κάρτα βρέθηκε στα ρούχα του άντρα, για να βγάλουν μιαν άκρη. Αυτά που θα ακολουθήσουν θα αλλάξουν τις ζωές τους για πάντα.
Ο Νικολά Μπιγιόν έγραψε τον «Χασάπη» το 2014 και θέλησε να δώσει με αυτό τη δική του οπτική πάνω στην απονομή δικαιοσύνης και ως πού πρέπει να φτάνει κανείς για να πάρει το αίμα του πίσω. Εγκληματίες πολέμου, αθώα θύματα, εμφύλιος και εκδίκηση πρωτοστατούν σε ένα παιχνίδι για γερά νεύρα που δεν με άφησε στιγμή ήσυχο και με γέμισε πολλά, και αντιφατικά μεταξύ τους, συναισθήματα. Η σχετικά ήρεμη αρχή, όπου γνωρίζουμε τους χαρακτήρες του έργου, δεν προϊδεάζει ούτε για τις σταδιακές αποκαλύψεις ως προς την ταυτότητα του άντρα ούτε για τις μεγάλες ανατροπές που οδηγούν σ' ένα σκληρό, απάνθρωπο τέλος για γερά στομάχια. Η ψυχολογική βία και οι συναισθηματικοί εκβιασμοί κορυφώνονται από σκηνή σε σκηνή βάζοντας τον θεατή σ' έναν μονόδρομο όπου πρωτεύουν η αναζήτηση της αλήθειας, η ομολογία και φυσικά η τιμωρία, σε μια διαδικασία που εμπλέκει αθώους, στήνει καλοστημένες παγίδες και έχει μέσα της μια βαθιά κρυμμένη αλήθεια.
Ο Λουκάς Κούτρας στον ρόλο του αγνώστου, ο Νίκος Σκουλάς ως επιθεωρητής Λαμπ, ο Ορέστης Τουλιάτος στον ρόλο του δικηγόρου Χάμιλτον Μπαρνς και η Έλια Βεργανέλη ως διερμηνέας αποτελούν μια γερή ερμηνευτικά ομάδα με καλές κυρίως στιγμές. Έχουν καλή χημεία, αλληλεπιδρούν σωστά μεταξύ τους· ας μου επιτραπεί όμως να ξεχωρίσω τον Νίκο Σκουλά. Τον βρήκα πιο άμεσο, πιο ανθρώπινο, ζούσε κυριολεκτικά στο πετσί του τον ρόλο, άλλωστε ο επιθεωρητής είναι ένας χαρακτήρας που ξεκινάει πιο ελαφρά, πιο διασκεδαστικά, φαίνεται οικογενειάρχης, χαρούμενος και περήφανος πατέρας, μόνο που όσο ξετυλίγεται το κουβάρι της υπόθεσης αρχίζει να ατσαλώνεται, οι αποκαλύψεις να τον μεταμορφώνουν, κάποια στιγμή λυγίζει από το βάρος των εξελίξεων και στη μεγάλη ανατροπή μεταμορφώνεται σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Το γεγονός ότι είναι και ο σκηνοθέτης της παράστασης δεν έχει σημασία, αφού είναι έτσι δοσμένη που το βάρος των ερμηνειών μοιράζεται εξίσου σε όλους και μένει στον καθένα να ενσαρκώσει όσο μπορεί καλύτερα και πειστικότερα το πρόσωπο που του ανατέθηκε.
Ο Ορέστης Τουλιάτος με έπεισε για τον ρόλο του στην ιστορία κι ας είχε περιθώρια για περισσότερη εκφραστικότητα και μεγαλύτερο χώρο στην ερμηνευτική του γκάμα. Η Έλια Βεργανέλη, ως ψυχρή και σκληρή διερμηνέας, ταιριάζει απόλυτα με την ατμόσφαιρα που αποπνέει το έργο και η ιστορία, ενώ ο Λουκάς Κούτρας που μιλάει φαρσί τα λαβινιανά (γλώσσα που έφτιαξε ο συγγραφέας αποκλειστικά για το έργο του) αρχίζει κι αυτός σταδιακά να ακολουθεί τα ερμηνευτικά βήματα του Νίκου Σκουλά που θα μας φέρουν στην αλήθεια που κρύβει. Να προσθέσω μόνο πως, φεύγοντας από το θέατρο, κάτι μου έλειπε. Είδα τα γεγονότα, κατάλαβα τις κρυμμένες αλήθειες, ένιωσα τα συναισθήματα που ανέφερα πιο πάνω, κουβαλούσα όμως την αίσθηση πως κάτι δεν ήταν εκεί, πως όσα είδα δεν είχαν τις διακυμάνσεις που χρειάζονταν ώστε να μείνω κυριολεκτικά με κομμένη την ανάσα, παρ' όλη τη σωστή ερμηνευτική και σκηνοθετική υπογραφή. Η μουσική του Ανδρέα Γαλανόπουλου επιτείνει την κορύφωση των εξελίξεων, τα σκηνικά της Θάλειας Ξενάκη είναι απλά και λειτουργικά (μου άρεσε το εύρημα με το ανοιγοκλείσιμο της πόρτας), χαρακτηριστικά του μέρους όπου διεξάγεται το έργο και τα κοστούμια της Βάσως Τσίκου είναι πρακτικά και ταιριαστά.
«Αν αφαιρέσεις τη ζυγαριά από τη δικαιοσύνη, τότε μένει το σπαθί», αναφέρεται κάπου κι αυτή η πρόταση πρεσβεύει το περιεχόμενο του έργου. Ένας άγνωστος άντρας παρατημένος μπροστά σ' ένα αστυνομικό τμήμα, ένας δικηγόρος με μυστικά, μία διερμηνέας που δεν είναι αυτό που φαίνεται κι ένας επιθεωρητής που προσπαθεί να ξεμπλέξει το κουβάρι, είναι οι ήρωες μιας ιστορίας που καταγράφει με ρεαλισμό και σκληρές σκηνές τη δίψα για εκδίκηση και αυτοδικία με κάθε τρόπο και κόστος, με πλήρη αδιαφορία απέναντι στις συνέπειες που θα έχει αυτό στους άλλους, μα κυρίως μέσα μας.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου