Ας μιλήσουμε πρώτα για την υπόθεση: Η μαγείρισσα και ο υπηρέτης του κόμη είναι ένα ζευγάρι νέων που σκέφτονται να παντρευτούν. Η κόρη του όμως, δηλαδή η δεσποινίς Τζούλια, γοητευμένη από την αρρενωπότητά του αποφασίζει να περάσει ένα βράδυ με τον υπηρέτη. Μετά από αυτή τη στιγμή τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο, όλες οι ισορροπίες θα διαταραχτούν, όλοι οι συσχετισμοί θα ανατραπούν και η συνέχεια μόνο αίσια δεν δείχνει. Μια πτώση χωρίς αλεξίπτωτο (;) –για εκείνη πιο μεγάλη καθώς η εκκίνησή της είναι από πιο ψηλά– με όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά, χωρίς κανένα εχέγγυο ομαλής προσγείωσης, δηλαδή μιας ομαλής συνέχειας.
Ας έχουμε κατά νου πως ο έρωτας, με τη γενετήσια ορμή του, είναι αίσθημα κατακλυσμιαίο και υπό μία οπτική βάρβαρο, αφού κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τον μαγνήτη του. Στη συνθήκη του έργου τώρα έχουμε τρεις ήρωες με κοινές συνιστώσες ανά δυάδες: Η μαγείρισσα και ο υπηρέτης έχουν κοινή καταγωγή, ανήκουν στο προσωπικό ενός ανώτερου κοινωνικά ανθρώπου με ισχύ και ζουν μετρημένα με λίγα χρήματα υπακούοντας εντολές. Η δεσποινίς Τζούλια και ο υπηρέτης κατακλύζονται από την αμοιβαία έλξη σε βαθμό που δεν υπολογίζουν κόστος και συνέπειες· η δε κοινωνική τους απόσταση εκμηδενίζεται αυτοστιγμεί. Και τέλος, η μαγείρισσα και η δεσποινίς Τζούλια διεκδικούν τον ίδιο άντρα.
Η Βάσια Βασιλείου, που σχεδίασε τα φώτα, επιμελήθηκε την κινησιολογία και σκηνοθέτησε την παράσταση, παρέδωσε στο αθηναϊκό κοινό ένα δυνατό σημείο αναφοράς. Αποτύπωσε τη δική της σφραγίδα, τη φρέσκια ματιά της, και απέδωσε όλη τη χρωματική παλέτα των ψυχογραφημάτων εύγλωττα και με ευθύνη απέναντι στο κλασικό έργο. Χρησιμοποίησε δε πλήθος θεατρικών «εργαλείων» όπως στοιχεία σωματικού θεάτρου, συμβολισμούς, ταμπλό βιβάν, χορογραφίες κ.ά. προσφέροντας θέαμα αξιώσεων που μεγιστοποιεί τις υφές και τις παραδίδει με ένταση στον θεατή αλλά έχοντας πάντα κατά νου να μην περάσει το μέτρο, να μην ξεφύγει προς την υπερβολή.
Ο θεατής μπορεί να αφεθεί και να απολαύσει το ταξίδι χωρίς προβληματισμούς κατανόησης –που είναι σημαντικότατο, αν με ρωτάτε– ή άλλες δυσκολίες –για παράδειγμα ένα γλωσσικό ιδίωμα– κι έτσι, εντέλει, έχουμε μία παράσταση υψηλών προδιαγραφών, που προσφέρει έντονες στιγμές, όμορφες σκιαγραφήσεις ηρώων, αισθαντικότητα και πλήθος συναισθημάτων (ερωτισμός, σασπένς, φρίκη κ.α.) που εναλλάσσονται ή κλιμακώνονται ως το τραγικό φινάλε. Το αδιέξοδο, που διαφαίνεται από ένα σημείο και μετά, είναι και κοινωνικό, αλλά είναι και θέμα χαρακτήρων όπως και ηθικό, αισθηματικό κ.ο.κ. με την παράσταση να προβάλει όλες αυτές τις χροιές γλαφυρά και σε βάθος.
Οι πιο σκοτεινές σκηνές φυσικά έχουν το μεγαλύτερο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον και, έτσι όπως παρουσιάζονται, προσφέρουν ένταση που αγγίζει τον φόβο, υπό την έννοια ότι προκαλούν ως και καρδιοχτύπι ή ψήγματα τρόμου στο κοινό ανεβάζοντας κατά πολύ τον αντίκτυπο της εμπειρίας. Έτσι, αποχωρώντας πια από το θέατρο νιώθεις πως έχεις εισπράξει το μέγιστο αυτής της διαδρομής (του έργου) και ξέρεις παράλληλα ότι θα το θυμάσαι αυτό το ανέβασμα.
Εν κατακλείδι, η παράσταση αξίζει πολύ και αφορά τον κάθε θεατρόφιλο και όχι μόνο τους πιο φανατικούς εξ αυτών· ουσιαστικά πρόκειται για μία νεότερη ματιά που αφορά άπαντες και είμαι σίγουρη ότι μπορεί να γοητεύσει άπαντες.
Να πάτε να τη δείτε τούτη τη ματιά!