Γιάννη Σμίχελη
17.
Μπάμπης: Ρε συ γνώρισα έναν δικό μας στο Ταχυδρομείο.
Πασχάλης: Ε, και; Ο πρώτος ή ο τελευταίος είναι; Μισό εκατομμύριο άνθρωποι έχουν φύγει από τη χώρα ήδη. Όλη η δυτική Ευρώπη έχει γεμίσει από δικούς μας. Τέτοια λόρδα που μας έχει χτυπήσει στη κοιλιά... Πείνα και των γονέων στα μέρη μας.
Μπάμπης: Και των εγγονιών θα έλεγα εγώ. Όλοι ζούνε, γράφουν οι εφημερίδες, από την σύνταξη του παππού και της γιαγιάς, οι γονείς συνήθως 40 έως 50 είναι άνεργοι, άντε να κάνουν κάποια περιστασιακή δουλειά και στην καλύτερη εποχιακή του 500ρικου. Ααα ρε, περήφανα γηρατειά, γίνατε η ατμομηχανή της οικονομίας, οι εκκλησίες γεμίζουν από νέους που προσεύχονται να μην πεθάνουν οι παππούδες τους και χάσουν την σύνταξη μια και δεν έχουν χάσει καμιά δουλειά αφού εδώ και 8 χρόνια δεν την βρήκαν. Μικρομεσαία επιχείρηση, σου λέει, ήταν ο πυρήνας της παραγωγής και τώρα έχει γίνει η μαύρη τρύπα του χρέους, κάθε μήνα κλείνουν κάποιες χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις και αυξάνονται τα ανεξόφλητα χρέη στο δημόσιο, αλλά η πλάκα είναι ότι κλείνουν και οι μεγάλες. Οι μεγαλοκαρχαρίες νόμιζαν εδώ και 20 χρόνια πως κλείνοντας τις μικρές θα μεγάλωνε το δικό τους μερίδιο στην πίτα τους, μα τώρα που δεν καταναλώνει κανείς, τα εμπορεύματα μένουν απούλητα, οι καρχαρίες τρώνε τους υπαλλήλους τους, απλήρωτοι λέει μήνες ή παίρνουν έναντι ή τους πληρώνουν με κουπόνια. Άκου ρε, στην εποχή του μεγάλου κραχ γυρίσαμε.
Πασχάλης: Εμ το άλλο; Έχουμε λέει αποπληθωρισμό, άκουσον άκουσον, και λένε πως είναι πολύ επικίνδυνος.. ε, ναι, αφού δεν πέφτει χρήμα στην οικονομία, λογικό δεν είναι, και καλά οι μικρομεσαίοι, όσοι έχουν απομείνει, τα φυλάνε στα μπαούλα, κάτω απ' τα στρώματα για μια στραβή ή για την κηδεία τους αλλά οι επενδυτές, οι μεγάλοι και τρανοί πού είναι; Ουσιαστικά μιλάμε για εξαθλιωμένο λαό κι όμως οι επενδύσεις με το σταγονόμετρο. Αποκρατικοποιήσεις κάνετε σου λέει, μα αφού τις κάναμε το μόνο που μας έμεινε είναι το ρεύμα και το νερό, εεε και αυτά σου λένε, και αυτά. Και τι θα πίνουμε; Αφού για να ουρήσουμε πρέπει πρώτα να πιούμε νερό, αν ακριβύνει, τι θα πίνουμε; Όσο θυμάμαι τον πληθωρισμό του ογδόντα τρελαίνομαι. Τον έλεγαν διολίσθηση και υποτίμηση και το έκαναν λέει για την ανόρθωση της οικονομίας.
Μπάμπης: Καλά, καλά, άστα τώρα αυτά, πάμε στα δικά μας. Αυτόν που γνώρισα είναι χρόνια εδώ και λέει ότι μπορεί να μας βοηθήσει να βρούμε αλλού σπίτι, να πάμε μαζί στις υπηρεσίες και να μας εξηγήσουν τι δικαιούμαστε και τι όχι, μου είπε ότι έχουμε δικαίωμα επιδόματος ενοικίου, όπως και δωρεάν εκμάθησης της γλώσσας και ειδικής επαγγελματικής κατάρτισης, που χρειάζεται το δίπλωμα γλώσσας και μας πληρώνουν κιόλας. Μας εκπαιδεύουν, δουλεύουμε και μας πληρώνουν. Αλλά πρέπει να μας βοηθήσει και μου είπε πως αύριο κιόλας θα πάμε στο γραφείο απασχόλησης να μας ενημερώσουν. Θα έρθεις;
Πασχάλης: Και βέβαια το ρωτάς;
...
Μπάμπης: (Καλεί τηλεφωνικά τον μεσολαβητή) Γεια, φτάσαμε, είμαστε έξω από την κεντρική είσοδο, έρχεσαι; Ορίστε! Τι δεν μπορείς; Μα αφού μου είπες πως σίγουρα... Καλά... άντε θα κανονίσουμε άλλη μέρα, τα λέμε στην δουλειά. Γεια.
...
Συνάδελφος: Ρε συ, με συγχωρείς. Δεν μπορούσα ρε Μπάμπη, η γυναίκα ήθελε να
κάνω κάποια ψώνια.
Μπάμπης: Έλα ρε εντάξει, δεν πειράζει. Θα πιεις καφέ; Θα φας κάτι;
Συνάδελφος: Ναι πάμε, έλα, κερνάω εγώ, άσε, εσύ δεν έχεις πολλά λεφτά. Κανονικό ή διπλό καφέ; Με διπλό τυρί και μπέικον ή μονό σάντουιτς;
Μπάμπης: Διπλό.
Συνάδελφος: Σιγά ρε φίλε, πόσους καφέδες πίνεις την ημέρα, τέτοια ώρα διπλό καφέ!; Δεν κάνει καλό, θα σου πάρω μονό. Άντε και να προσέχεις τα νεύρα σου. Ο πολύς καφές χτυπά στα νεύρα. Και τρως πολύ ρε αδελφάκι μου, έχεις παραπανίσια κιλά, άσε καλύτερα μην φας τώρα τοστάκι, ένα ψωμάκι με κολοκυθόσπορους σου φτάνει ε;
...
Συνάδελφος: Αύριο σίγουρα. Σου το εγγυώμαι, αποκλείεται να το αναβάλω.
...
Πασχάλης: Μα πού είναι; Δεν είπε ότι θα έρθει σίγουρα;
Μπάμπης: Θα έρθει, θα έρθει μην κάνεις έτσι, ΟΚ. Κάτι έκτακτο μπορεί να του έτυχε. Α, νάτος!
Συνάδελφος: Γεια χαρά, τι κάνετε; Με περιμένετε πολλή ώρα; Αχ συγγνώμη, πάλι αυτή η γυναίκα μου. Τα ρούχα από το καθαριστήριο. Αλλά εντάξει θα τα καταφέρουμε. Πάμε γρήγορα.
...
Συνάδελφος: Αμάν! Πολύ μεγάλη ουρά. Ε, θα περιμένουμε. Κερνάω καφέ. Βρε πατριώτη, Μπάμπη, θέλετε;
Μπάμπη: Ναι.
Συνάδελφος: ΟΚ, πάω να αγοράσω. Πώς τον πίνεις ρε πατριώτη;
Πασχάλης: Σκέτο.
Συνάδελφος: ΟΚ, έναν σκέτο και έναν μέτριο. Τα λέμε σε δυο λεπτά.
...
Συνάδελφος: Ποοο, 11 η ώρα και ακόμη τίποτα. Παιδιά πρέπει να φύγω.
Μπάμπης: Μα ποιος θα μιλήσει με τον υπάλληλο;
Συνάδελφος: Καλά, τι νομίζετε, μόνο με έσας θα ασχολούμαι; Τόση ώρα περίμενα μαζί σας να σας εξυπηρετήσω. Σας έδειξα το κατάλληλο γραφείο, μίλησα με τον υπεύθυνο στην είσοδο... Αντί να μου πείτε και ευχαριστώ, μου ζητάτε κι άλλα. Τι αχάριστοι που είστε. Μα καλά, τόσα χρόνια στη χώρα αυτή, δεν μάθατε την γλώσσα; Να μιλήσετε αγγλικά, καταλαβαίνουν οι υπάλληλοι. Κοίτα να δεις, πήγα να τους βοηθήσω και μου την λένε κι από πάνω. Άλλος θα ζήταγε και πληρωμή με την ώρα, μην σας πω με το τέταρτο, άι σιχτίρ. Εγώ φταίω που είμαι καλός άνθρωπος.
Μονόλογος Πασχάλη:
Όπου ακούς πολλά κεράσια
κράτα και μικρό καλάθι
κι όπου ακούς για φαγοπότια
φάε κάτι πριν στο σπίτι
«τα καλά και τα συμφέροντα
και των άλλων οι ανάγκες
δεν μας αφορούν δικέ μου
στο βαθμό που δεν μας βλάπτουν
κι άμα έχεις και χορτάσεις
ρίχνεις κάτι στο παγκάρι
για μια ελεημοσύνη
και τον καθαρμό σου να 'χεις
αλλά προσοχή μεγάλη
να μην πάρουνε κι αέρα»
όπου ακούς πολλά κεράσια
μείνε στο σπίτι πεινασμένος
κι αν μια πρόσκληση θα λάβεις
για τσιμπούσια και τραγούδια
γδύσου πέσε στο κρεβάτι
κι ονειρέψου οπερέτα
Αφηγητής:
Την πάρτη του λεβέντη μου
κοιτάει ο καθένας
πως να βολέψει τη ζωή
που του 'δωσαν για ψέμα
Περάσανε οι εποχές
οι σύντροφοι χαθήκαν
κοίτα κουφάλες στην ουρά
πλημμέλημα η λαμογιά
κι όλοι εξαγνισθήκαν
Την πάρτη του λεβέντη μου
κοιτάει ο καθένας
κι άμα την μια φίλος σου φανώ
την άλλη θα σε φάω
στην μοιρασιά αγόρι μου
τις σάρκες σου μασάω
Μονόλογος Μπάμπη:
Ερχόμαστε με την ψυχή των πουλιών
Το μυαλό των παιδιών και τα πόδια απελπισμένων
Ζωή δίχως ελπίδα
Προχωράς μέχρι ν' αποτινάξεις την απελπισία
βρίσκοντας τους τρόπους στην πορεία
Η τύχη ξεγελά τον θάνατο
ενώ εκείνος σε καταδιώκει
Όσο απελπίζεσαι ζωντανός
τον νικάς
Αν μια φορά ηττηθείς
δεν έχεις ευκαιρία να τον αντιμετωπίσεις
ξανά
Απελπίζεσαι ζωντανός για να ελπίζεις
πώς θα του ξεφύγεις άλλη μια φορά
Ερχόμαστε σαν τα πουλιά
μα δεν είμαστε αποδημητικά
Μια για πάντα οι παλιές φωλιές
χάθηκαν
Ξανά από την αρχή
μια νέα ζωή
Τι πρόκληση και τι αγωνία
Ο κάθε φόβος ξεπετάγεται από μέσα σου
Το σκυφτό κεφάλι, οι κυρτοί ώμοι
Το βάδισμα σύρσιμο
Το κίτρινο ή χλωμό πρόσωπο
Η ταχυκαρδία, η δύσπνοια
Η αϋπνία, η εξάντληση
Η σύγχυση κι αποπροσανατολισμός
Για ένα πιάτο φαγητό
Για ένα κρεβάτι
Ρούχο καθαρό
Ντους
Που για τους άλλους
είναι αυτονόητα
Για σένα είναι ο σκοπός της κάθε μέρας
Ενώ οι δικοί σου στην πατρίδα συχνά δεν τον φαντάζονται
Αντιμέτωποι με τον αργό ή άμεσο θάνατο.
Κι όμως αν πεις τα βολέψαμε και σήμερα
Έχασες
Αν πεις υπάρχει και πιο κάτω
Υπάρχουν και χειρότερα
Υπάρχει και απόπατος κάτω απ' τον πάτο
Είσαι ήδη στον βούρκο
Επαναλαμβάνεις το ίδιο λάθος
που έκανες και στην γενέθλια γη
Πολύ απλά
παράδωσες τη ζωή σου στην μιζέρια
Οριστικά
Και πια δεν απελπίζεσαι
Γιατί είσαι ζωντανός νεκρός
Αφηγητής:
Το κάθε ποίημα είναι από τους ζωντανούς
Για του ζωντανούς
Με τους νεκρούς να μιλάνε
Αλλιώς δεν γίνεται
Νεκροί κυριολεκτικά δεν υπάρχουν
Κάπου κρύβονται
Στη χροιά της φωνής
Στο τρόπο του βλέμματος
Στη σιωπή, κυρίως εκεί ξεφαντώνουν
Στα σκέλια
Στη μυρωδιά του δέρματος
Και στο χρώμα του
Κάτω από ξερά φύλλα
Στο θρόισμα του ανέμου
Την νύχτα κάνουν μαζικές πορείες
διεκδικώντας την επίγεια ζωή τους
Στο ψιλόβροχο
Στη συννεφιά
Στο γκρι χρώμα
Μα η νέα πατρίδα τους είναι το υποσυνείδητο
Εκεί ξαναγενιούνται
Ενώ στο συνειδητό γίνονται επίκαιροι
Σχολιαστές, προφήτες και καθοδηγητές
Οπότε οι πεθαμένοι νεκροί
Δεν υπάρχουν γιατί δεν έχουν γεννηθεί
Και κάπως έτσι καταλήγουμε
Πως ζούμε διαρκώς
Πότε λοιπόν θα δεχθούμε αυτή την αλήθεια
Δίχως υπεκφυγές,
παραλείψεις, σκόπιμες κι αθέλητες
Παραχαράξεις
Και διαστρεβλώσεις
Πότε θα συνειδητοποιήσουμε
Πως η θρησκεία αφορά
Τα ερωτήματα που δεν απαντιούνται
Κι όχι ό,τι μας φοβίζει
Άραγε μπορεί να υπάρξει
απελευθερωτική πίστη;
Η αλλιώς ποια πίστη
δεν είναι δεσμευτική;
Κι ανάμεσα στην αποδέσμευση κι ελευθερία
Τι μεσολαβεί πραγματικά;
Πασχάλης:
Όσες πόρτες κι αν ανοίξεις
Πάντα κάποτε θα κλείνουν
Αν δεν είναι κείνη η μία
Που θα τρίζει την καρδιά σου
Στη θάλασσα στον ουρανό
Στα βάθη και τα ύψη
Πάω και κλαίω και πονώ
Γι' αυτό που μου 'χει λείψει
Σ' όσους τόπους κι αν σταθείς
στην κάθε πλατεία που καθίσεις
Το χώμα τους αν δεν σου πει
Ρίζες δεν θα βυθίσεις
Άραγε τι ψάχνω Θεέ μου;
Κάτι π' άλλοτε το είχα
Ή μήπως είναι ό,τι
δεν έχω βρει ακόμη;
Λ
Μπάμπης (ο αλλιώτικος):
Μου πες δεν ταιριάζεις εδώ
Μα μήτε με σένα ταίριαζα
Σου δόθηκα ολόκληρος
Κι όλο νέα ενέργεια πήγαζε
Από μέσα μου
Μέχρι που χαθήκαμε
Εξαντλημένοι από την παράλογη πάλη μας
Κι αφέθηκα να περιπλανηθώ
Εξατμίζοντας τη μυρωδιά σου
Πάνω απ' το κορμί μου
Το πιο μάταιο ήταν η γεύση σου
Και τι δεν δοκίμασα
Με βινεγκρέτ, κρέμες γάλακτος,
Κρασάτες σάλτσες και τη σόγια
Μαρινάδες μπρούσκων κρασιών, μπαλσάμικων
Με αρώματα φασκόμηλου, θυμαριού, δενδρολίβανου
Και τζίντζερ
Τίποτα
Να στέκει στη γλώσσα μου
Και η βουβή φωνή μου να επαναλαμβάνει
Τα λόγια σου, δεν ταιριάζεις εδώ
Κι όμως να θυμάσαι ένα
Πως ταιριάζω με όλους κι όλα
Μα κάποτε πλήττω, τόσο, γιατί
Όπως κι από σένα
Αγάπη δεν έλαβα
Ως τώρα από κανένα
Και την ψάχνω πεισματικά
Όχι για να σε ξεπεράσω
Μα γιατί θέλω να νιώσω κι εγώ
Ολόκληρος στη ζωή μου
Ακούς, ένα είναι, είμαι εμείς.
Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved, 2023
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Giovanni Giacometti (Still life on a chair, 1927)
Το θεατρικό του Γιάννη Σμίχελη Δάφνες του Δαφνιού δημοσιεύθηκε στο koukidaki από τον Αύγουστο του 2023, κάθε Πέμπτη, σε δεκαοχτώ μέρη. Το θεατρικό ξεκινάει από εδώ. Συνεχίζεται...