Ο Ισπανός ζωγράφος και χαράκτης Φρανθίσκο Γκόγια (Francisco Goya y lucientes) γεννήθηκε το 1746 στο χωριό Φουεντετόδος, όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια πριν μετακομίσουν οικογενειακά στη Σαραγόσα. Σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων ξεκίνησε μαθήματα ζωγραφικής. Το 1764 και το 1766 συμμετείχε σε εξετάσεις για την υποτροφία που είχε θεσπίσει η Βασιλική Ακαδημία του Σαν Φερνάρντο στη Μαδρίτη, στις οποίες απέτυχε. Αργότερα, υπήρξε μαθητής του διακεκριμένου αυλικού ζωγράφου Φρανσίσκο Μπαγέ, στη Μαδρίτη. Το 1771 ταξίδεψε στη Ρώμη όπου συνέχισε την εκπαίδευσή του, ενώ μετά την επιστροφή του ανέλαβε τις πρώτες σημαντικές παραγγελίες για εκκλησίες και μοναστήρια της περιοχής της Σαραγόσας, κυρίως νωπογραφίες. Το 1773 νυμφεύτηκε την Χοσέφα Μπαγέ, αδελφή του διαπρεπούς δασκάλου του και εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη. Το 1780 εκλέχθηκε μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Σαν Φερνάντο. Πέντε χρόνια αργότερα, διορίστηκε βοηθός διευθυντή του τμήματος ζωγραφικής της Ακαδημίας, ενώ το 1786 ανακηρύχθηκε «ζωγράφος του βασιλιά» της Ισπανίας Καρόλου Γ'. Σύντομα εξελίχθηκε σε έναν από τους διασημότερους ζωγράφους και χαράκτες. Το 1795 διορίστηκε Διευθυντής Ζωγραφικής της Ακαδημίας, όμως παραιτήθηκε δύο χρόνια μετά, εξαιτίας προβλημάτων υγείας, που είχαν εμφανιστεί από το 1792, από μία σοβαρή νόσο που προξένησε την μόνιμη απώλεια της ακοής. Τα συμπτώματα του συνδρόμου της πάθησής του ήταν περιορισμένη εγκεφαλική λειτουργία και προσωρινή απώλεια όρασης, ακοής και ισορροπίας. Πιθανόν συφιλιδικής προέλευσης, ανίατα τότε. Το 1799, ονομάστηκε «Πρώτος ζωγράφος της αίθουσας του βασιλιά».
Ο Γκόγια υπήρξε το πρότυπο της μοντέρνας συνείδησης του καλλιτέχνη, που θεωρεί υποχρέωσή του να πάρει θέση απέναντι στα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα της εποχής του. Αυτήν ακριβώς την «μοντέρνα» πλευρά του αποκαλύπτουν οι σειρές από τις χαλκογραφίες του. Τον ίδιο χρόνο, τυπώθηκε και η δημοφιλής σειρά χαρακτικών του με τίτλο «Καπρίτσια», ενότητα που είχε ξεκινήσει από το 1796 και επιβεβαίωνε μία γενικότερη αλλαγή στο ύφος του, αν και οι επίσημες παραγγελίες που αναλάμβανε διατηρούσαν ακόμα τα καθιερωμένα παραδοσιακά μοτίβα. Τα «Καπρίτσια», με 80 χαρακτικά, τα δημοσίευσε σε ώριμη ηλικία, το 1799. Ο κόσμος είχε βιώσει την Γαλλική Επανάσταση και ο ίδιος είχε περάσει κοντά από τον θάνατο και είχε βιώσει έναν «στραγγαλιστικό έρωτα», κατά την έκφραση του Μπαλζάκ με τη δούκισσα της Άλμπα.
Ο Γκόγια χωρίς ίχνος ωραιοποίησης, ακαδημαϊσμού και νεοκλασικισμού μάς φέρνει σε πρώτο πλάνο τον άνθρωπο και τα συναισθήματά του και τα συνεχή δεινά που βιώνει με εφιαλτική οπτική απόδοση. Με την διαδικασία αυτή, ο Γκόγια και η προσωπική ζωγραφική του, είναι ένας καίριος μεταβατικός σύνδεσμος από τον συναισθηματικό ανθρωπισμό του ρομαντισμού, στα δυνατά και ενίοτε φρικτά συναισθήματα του εξπρεσιονισμού. Πρόθεση της τέχνης του είναι να προκαλέσει ζωηρή αισθητική συγκίνηση. Σε αυτό συντελεί τόσο η θεματική, όσο και η απαράμιλλη τεχνική του. Η έμφαση είναι στο χρώμα και το σχεδόν ασαφές ιμπρεσιονιστικό περίγραμμα. Το έργο βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, πάλλεται από ενέργεια, οι φωτοσκιάσεις δημιουργούν κλίμα δραματικό και καθηλωτικό. Ο Σαρλ Μποντλέρ αναφέρει: «Η μεγάλη αξία του Γκόγια είναι να δημιουργεί το τερατώδες με αληθοφάνεια.». Επίσης ο Θεόφιλος Γκοτιέ επισημαίνει: «Οι συνθέσεις του Γκόγια είναι βαθιές νύχτες, όπου κάποια απρόσμενη φωτεινή αχτίδα σχεδιάζει αχνά χλωμές μορφές και αλλόκοτα όντα.».
Το 1808, ο βασιλιάς της Ισπανίας παραιτήθηκε και τον διαδέχτηκε ο γιος του, Φερδινάνδος Ζ', ο οποίος κατέφυγε στο εξωτερικό λόγω της εισβολής των στρατευμάτων του Ναπολέοντα. Ανάμεσα στα διασημότερα έργα του Γκόγια, αυτής της περιόδου, ανήκει ένας κύκλος χαρακτικών με γενικό τίτλο «Οι συμφορές του πολέμου», με 80 χαρακτικά. O Γκόγια κατέγραφε με απελπισμένη ένταση τους αγώνες, τα μαρτύρια, τις ψευδαισθήσεις και τις ήττες ενός λαού, που πίστευε και είχε την ελπίδα πως η ελευθερία και η αλήθεια θα άλλαζαν την πορεία της ιστορίας. Με οξύτητα και ρεαλιστικό βλέμμα απεικόνισε τη μετατροπή ανθρώπων σε τέρατα. Οι ιστορικοί της τέχνης θεωρούν τη σειρά ως μια εικαστική διαμαρτυρία κατά της βίας της και της οπισθοχώρησης του φιλελευθερισμού μετά την παλινόρθωση της μοναρχίας των Βουρβόνων. Τα χαρακτικά δεν δημοσιεύτηκαν μέχρι το 1863, 35 χρόνια μετά τον θάνατό του. Πιθανώς μόνο τότε θεωρήθηκε πολιτικά ασφαλές να δημοσιευθεί μία σειρά τέτοιων επικριτικών έργων. Με την απαράμιλλη σχεδιαστική του ικανότητα, ο Γκόγια κατάφερε να αποτυπώσει και να σχολιάσει καυστικά σ' αυτές τις εκπληκτικές χαλκογραφίες τα έκτροπα της κοινωνίας που έβλεπε γύρω του και να καταγγείλει με δριμύτητα τα δεινά και τον παραλογισμό του πολέμου.
Το 1819, ο Γκόγια μετακόμισε στα περίχωρα της Μαδρίτης και το εξοχικό του ονομάστηκε «Το σπίτι του κουφού». Εκεί αρρώστησε βαριά, την ίδια περίοδο που φιλοτέχνησε τους αποκαλούμενους «Μαύρους» πίνακές του. Το 1824 εγκαταστάθηκε αρχικά στο Παρίσι, ενώ αργότερα έζησε στο Μπορντό μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1828. Στα τελευταία χρόνια του ολοκλήρωσε την περίφημη ενότητα «Ταυρομαχίες», με 33 χαρακτικά. Στην ύστερη ενότητα «Τρέλες», με 18 χαρακτικά, οι αλλόκοτες φαντασιώσεις του Γκόγια φθάνουν στο αποκορύφωμα. Ο Αντρέ Μαλρώ αναφέρει: «Για πρώτη φορά ένας καλλιτέχνης άκουσε να αναβλύζει μέσα του ένα μήνυμα από το διαρκές τραγούδι του σκότους.». Το έργο του Φρανσίσκο Γκόγια, σύμφωνα με τον παλιό διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνο Καλλιγά, «ξεκινά από τον ρεαλιστικό, πρόσχαρο και φωτεινό παλιόκοσμο και καταλήγει στο τέλος της ζωής του σε εξπρεσιονιστικές μορφές και στο χείλος της αβύσσου που αντιμετωπίζει με δέος η... γυμνή ύπαρξη του ανθρώπου».
Πολυσχιδές, διπολικό και εμβληματικό έργο του Γκόγια εκτείνεται από την περίοδο του ροκοκό μέχρι τις συναισθηματικές εκρήξεις του ρομαντισμού. Περιλαμβάνει περισσότερους από 700 πίνακες ζωγραφικής, 900 σχέδια και σχεδόν 300 χαρακτικά, που στο σύνολό τους χαρακτηρίζονται από καινοτομίες και ρηξικέλευθα στοιχεία σύνθεσης, προδρομικά σινιάλα μιας μοντέρνας ιδιοσυγκρασίας.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στο ένθετο Art and Business της εφημ. ΑΞΙΑ.