Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Οι μοίρες της αστροφεγγιάς, Οικογένεια Πελτιέ, Η κατάρα, Ροζ, Ανθοπωλείον ο Έρως * Σε είδα * Μέθεξη * Άννα * Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Ποίηση: Δεύτερη φωνή Ι * Εν αρχή ην ο έρως ** Διηγήματα: Ένα πιο σκοτεινό φως * Η οργή του Θεού και άλλες ιστορίες ** Νουβέλες: Αγόρια και κορίτσια * Pelota ** Διάφορα άλλα: Πέντε βιβλία από τις εκδόσεις Ελκυστής * Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Τα μάτια τα θολά που πήραν τον δρόμο τους

Νεφέλης Πηγή

Henri Matisse (The Model, 1900)

Ξαφνικά ακούω μπουμπουνητά. Ξεκίνησε να βρέχει, ακούω τη βροχή στους τσίγκους. Είμαι εδώ ξανά. Τρώω με λαιμαργία μία σοκολάτα, είχε ξεμείνει στο ψυγείο.

Μου λείπεις, αυτό είναι αλήθεια και στον παιδικό μου κόσμο, τον φανταστικό, τα ελαττώματα έχουν την ομορφιά τους. Καμιά φορά πιστεύω πως έχω μόνιμη παραφροσύνη, αναμφίβολα πάσχω από μία ψυχολογική δυσλειτουργία. Ανεβαίνω ξανά τα σκαλιά, ακουμπάω με το δεξί μου πόδι το μπαλκόνι, σφίγγω τη γροθιά μου, παίρνω μία βαθιά ανάσα, πρέπει να είμαι σε μία συνεχή κίνηση, λένε ότι η κίνηση είναι εχθρός του μυαλού. Οι νύχτες ποτέ δεν ήταν αρκετές, δεν ήθελα να ξημερώνει, ακούω τη βρύση να στάζει, μία βρύση στάζει, για αρκετό καιρό η συνείδησή μου βρισκόταν στο σκοτάδι. Πολλές φορές το μυαλό σκορπάει, κλείνω τα μάτια μου και κάνω βόλτες στον κήπο, ανοίγω τη σιδερένια πόρτα και μπαίνω, όλα είναι ίδια μα κάτι έχει αλλάξει, εγώ έχω αλλάξει, δεν είμαι πλέον παιδί, είμαι μεσήλικας κι εσείς έχετε αλλάξει, βασικά δεν είστε μέσα στον κήπο. Για να κατευνάσω όλα τα συναισθήματα που έρχονται, κρατάω στα χέρια μου ένα αυτοσχέδιο mala, το έχω περάσει στον καρπό μου και κρατάω σφιχτά τις χάντρες του, προσπαθώ να ψάλλω κάτι ajai alai... Δεν λειτουργεί, δεν... στο κινητό μου να το βάλω να παίζει, το έχω πάντα μαζί μου, πρόσεχε! Το πάτωμα είναι σάπιο, θα βρεθείς στον κάτω όροφο. Γιατί ρημάξανε οι κήποι, πού είναι τα παιδιά, γιατί ερήμωσαν οι δρόμοι, πού κρύφτηκαν τα όνειρα, γιατί τα γέλια χάθηκαν, γιατί το βήμα είναι βαρύ και το πρόσωπο σκυθρωπό; Κατεβαίνω τις σκάλες βιαστικά, έριξα μία τελευταία ματιά για σήμερα, αύριο πάλι.

Ένα άδειο δωμάτιο, χωρίς καρέκλες, χωρίς τραπέζι κι έξω βρέχει, κανονικά δεν θα έπρεπε να βρέχει , όχι σήμερα. Στη μέση της ζωής μου τι να πω και τι να κρατήσω, τι να φτιάξω και τι να γκρεμίσω, που δεν ξέρω αν μπορώ να φωνάξω ή να ψιθυρίζω...

Πόσο θα ήθελα μαζί με τα ανοιχτά παράθυρα να ανοίξουν και τα παραθυρόφυλλα της ψυχής μου και να κάνει μία βόλτα το φως, να ποτιστεί ο μικρός μου κήπος, να έρθει η φύση σαν καλός κηπουρός και να μπει στην ψυχή μου, να την ποτίσει, να την κλαδέψει, να κόψει τα ξερά φύλλα και τα κοτσάνια και να τα τοποθετήσει με ευλάβεια στο κάτω μέρος της ψυχής, έτσι ώστε οι βροχές και τα χιόνια που θα 'ρθουν να μην την παγώσουν, να μην καούν οι ρίζες της ψυχής, να είναι καλά προστατευμένες, να δώσει βέβαια και τις κατάλληλες συμβουλές, τότε θα κλαδεύεις, τότε θα κόβεις τα ξερά και πάντα, μα πάντα, τα ξερά φύλλα και λουλούδια να τα τοποθετείς στο κάτω μέρος της ψυχής, γιατί αυτά είναι το φυσικό λίπασμα της ζωής, και εγώ ορκίζομαι να είμαι τακτική... μα δεν ήρθε...

Ξέρεις, καμιά φορά σκέφτομαι ότι αυτή είμαι, με τα λάθη μου, με τα πάθη μου, τα καλά, τα άσχημα και δεν έχω να ντραπώ για τίποτα, γιατί δεν πείραξα κάποιον ή αν πείραξα κάποιον θα ήταν άθελά μου, το λέω συχνά στον εαυτό μου αυτό, εντάξει δεν λέω αλήθεια, δεν το λέω και πολύ συχνά αλλά το λέω πιο συχνά από πριν, είναι λυπηρό να μη σε δέχονται οι άνθρωποι, γιατί με κάποιο τρόπο νομίζουν ότι είσαι διαφορετικός, τι είναι αυτό που αγάπησαν σε μένα και τώρα πια δεν το αγαπούν, δεν το αποδέχονται, τι είναι η αγάπη, τι είναι να αγαπάς κάποιον, η αγάπη είναι καθαρή, δεν έχει σε αγαπώ αν ήσουν έτσι ή αν γίνεις έτσι. Είναι κακό που κάποιες φορές στη ζωή μας μπλέκουν τα «πρέπει» με τα «θέλω» μας και εκεί για λίγο χάνεις το παιχνίδι;

Όταν έχασα τον σκύλο μου έκλαψα πολύ, για μήνες μου έλειπε, έλειπε από παντού, άκουγα για καιρό την ανάσα της, τα βήματά της, ένιωθα την τελευταία αγκαλιά που την πήρα πριν φύγει από κοντά μου, ήταν μία στάλα σκυλάκι, έβαλε τη μουσούδα της στο λαιμό μου και με μύρισε για τελευταία φορά, όπου κι αν γυρνούσα το βλέμμα μου την έβλεπα, ήταν το μόνο ζωντανό ον που με δέχτηκε όπως είμαι, μου έδωσε τόση αγάπη, τόση θαλπωρή απλόχερα, και εγώ απλόχερα της τα έδωσα όλα, ήταν η μόνη αγάπη που δεν νήστεψα, τώρα όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές μπορείς να πας όπου θέλεις, μου λείπει η ζεστασιά όταν ερχόσουν στο κρεβάτι μου, μαζί κοιμόμαστε μαζί, ξυπνούσαμε μαζί, ήσουν η πρώτη σκέψη μου το πρωί και τελευταία το βράδυ, έτσι όπως κούρνιαζες δίπλα μου άκουγα την ανάσα σου, σε χάιδευα και αναστέναζες από ευχαρίστηση, είχες μάθει τον ήχο της μηχανής του αυτοκινήτου και όταν τον άκουγες χάλαγες τον κόσμο από τα γαυγίσματα και με περίμενες στην πόρτα, αν καμιά φορά έλειπα πάνω από δύο μέρες έπεφτες σε μελαγχολία, δεν έτρωγες και όταν ερχόμουν τρελαινόσουν από τη χαρά, έχω ακόμα την αίσθηση της αγκαλιάς σου, τις τελευταίες μέρες είχες αδυνατίσει πολύ, ευτυχώς δεν χρειάστηκε να σε κοιμίσω, θα ήταν πολύ βαρύ για μένα αυτό, δεν θα το άντεχα, σου εύχομαι ψυχούλα μου να γίνεις η πιο πολύχρωμη και όμορφη ενέργεια στο σύμπαν και, πού και πού, να ρίχνεις ένα βλέμμα πάνω μου γιατί σε αγάπησα πολύ, ήσουν το πιο καλό σκυλάκι, ακόμα με πονάει ο χαμός σου. Εκεί που ήταν το κρεβατάκι σου υπάρχει ένα αφύσικο κενό, διαταράχτηκε η φυσική τοποθέτηση των πραγμάτων στο σπίτι. Ακούω έναν Κινέζο σε ένα ντοκιμαντέρ να παίζει κάτι σαν φλογέρα και με πήραν τα κλάματα...

Ήρθες και με είδες στο θέατρο, είπες ότι ήμουν πολύ καλή σε ένα έργο που έπαιζα εσένα, η γυναίκα που έπαιζα είχε τον δικό σου χαρακτήρα, όταν διάβασα για τον χαρακτήρα με έπιασε κάτι σαν κρίση πανικού, ένας θεός ξέρει πώς τα έβγαλα πέρα... Βέβαια δεν ενέκρινες την ανασχόλησή μου με το θέατρο, ούτε και το γεγονός ότι αποφάσισα να τελειώσω το σχολείο στα πενήντα μου. Όμως ποσώς με ενδιέφερε.

Μία μέρα θα ανέβω στο σπίτι στο πέτρινο και θα καθίσω περισσότερο, απλά αυτό που φοβάμαι είναι ότι αν κάτσω στη μέση με τα μάτια κλειστά θα με αρπάξουν οι τοίχοι και οι πόρτες θα κλείσουν, τα παράθυρα θα ασφαλιστούν και η πόρτα η σκαλιστή θα δεθεί με αλυσίδες για να μην μπορέσω να ξαναβγώ ποτέ πια... Όταν ήμουν μικρή έβγαζα τα ράφια από την παλιά σερβάντα και ζωγράφιζα στο ξύλο και μετά τα έβαζα πάλι μέσα, τώρα πια αυτές οι ζωγραφιές δεν υπάρχουν, είχα ζωγραφίσει ένα κορίτσι και ένα δέντρο, μάλλον τις ξέπλυνε ο χρόνος, ίσως να φταίει το γεγονός ότι έμειναν πολύ στην αφάνεια, βαρέθηκαν να περιμένουν και εξατμίστηκαν, έτσι όπως εξατμίζεται το νερό όταν πέφτει στη γη.

Ακούω τον θόρυβο από το μηχανάκι, Θεέ μου θα έρθεις και δεν θα με βρεις στο σπίτι, δεν ήθελες να παίζω με άλλα παιδιά, εγώ όμως έπαιζα, είχα μάθει τον θόρυβο της μηχανής και από το μηχανάκι και από το αυτοκίνητο και μόλις το άκουγα έτρεχα στο σπίτι, για να με βρεις εκεί, γιατί αν δεν με έβρισκες θύμωνες, δεν ήθελες να παίζω με άλλα παιδιά, για να είμαι πιο συγκεκριμένη δεν ήθελες να παίζω με συγκεκριμένα παιδιά, θεωρούσες ότι δεν ήταν από καλές οικογένειες.

Τι υποκριτικό ήταν αυτό, θεωρούσες ότι η δική μας οικογένεια ήταν η καλύτερη, μπούρδες δεν ήμασταν καλύτεροι, νομίζω ότι έτσι σε βόλευε, ήθελες να έχεις τον έλεγχο γιατί εκεί παίζεται όλο το παιχνίδι, στον έλεγχο και στην επιβολή, στερήθηκα το παιχνίδι, το ξέγνοιαστο παιχνίδι, στερήθηκα φίλους, όλα ήταν αγχωτικά, ένας αγώνας δρόμου να προλάβω να ζήσω κι όμως δεν έζησα τίποτα.

Με κυκλώνουν το σπίτι, ο κήπος, το χώμα... δεν υπάρχει τίποτα καθαρό όλα είναι βρόμικα και γκρίζα, οι αναμνήσεις είναι όλες γκρίζες, ούτε καν μαύρες, το γκρίζο δεν είναι χρώμα, είναι απόχρωση.

Πεινούσα και εσύ με είχες στη δίαιτα, πεινούσα λίγο παραπάνω με ό,τι συνεπάγεται αυτό... Όλα στο μυαλό σου τα είχες τακτοποιημένα, νομίζω ότι όλοι οι άνθρωποι το κάνουν αυτό, πείθουν τον εαυτό τους ότι όλα τα έχουν κάνει σωστά, βλέπουν μόνο το δέντρο και χάνουν ένα πολύπλοκο οικοσύστημα. Κάποια μέρα θα έρθει η στιγμή που θα πω «τόσα ήξερες, τόσα έκανες», προς το παρόν όμως δεν μου βγαίνει.

Σκόρπια αντικείμενα στο μυαλό μου, ένα ραδιόφωνο, μία σόμπα, ένα πετρογκάζ, μία ραπτομηχανή Singer πάνω σε έπιπλο, σε αυτή τη ραπτομηχανή έραβες και ξήλωνες μέτρα απελπισίας , σκυμμένη πάνω στα υφάσματα γαζώνοντας την σιωπή σου, στρίφωνες τα δάκρυα, σε βλέπω να ράβεις ένα φόρεμα μπλε με κεντημένες μαργαρίτες, εσύ τις είχες κεντήσει, πόσες νύχτες ξόδεψες, πόσες σκέψεις πέρασαν και χάθηκαν, πόσα πουκάμισα γάζωσες σε ατελείωτα γαζιά κλωστής και αυτός ο ήχος της ραπτομηχανής ρυθμικός, απαλός, συρτός σαν νεράκι που κυλάει σε κρυφό ποτάμι. Με πόσα δάκρυα ήταν ποτισμένο τούτο το φόρεμα, με πόσα «αχ» ήταν κεντημένα τα νυφιάτικα σεντόνια από την Πειραϊκή. Στα σεντόνια που ξαπλώνω κι έχουν μια απόκοσμη δροσιά το καλοκαίρι. Η ραπτομηχανή σου που κάθονταν αναπαυτικά στην κουζίνα και ξαφνικά την έδωσες, άλλαξε χέρια σαν να ήθελες να ξεφορτωθείς ό,τι σε έδενε με αυτή και την αντικατέστησες με μία καινούργια πιο μοντέρνα αλλά πάλι Singer. Νομίζω ότι είχες μία θλίψη ακόμα και όταν γελούσες, γιατί εσύ άλλα είχες ονειρευτεί, έτσι μου είχες πει μία φορά, «Εγώ παιδί μου αλλά είχα ονειρευτεί», όμως δεν μου είπες ποτέ τα όνειρά σου και εγώ χαμένη στον δικό μου κόσμο, στο δικό μου γκρίζο, δεν μπήκα καν στη διαδικασία να σε ρωτήσω τι ήταν αυτό που ονειρεύτηκες. Τα όνειρά σου θάφτηκαν μαζί σου, δεν μιλούσες και εσύ πολύ, σε αυτό μοιάζαμε μαμά... Μου λείπει αυτό το «μαμά» τώρα πια δεν μπορώ να πω θα πάω στη μαμά μου ή θα πάω στον μπαμπά μου, αυτό πια δεν υπάρχει, αυτό ήταν...

Θυμάσαι για εκείνο το ταξίδι που λέγαμε, ποιος μήνας να ήταν ο καλύτερός μου, απάντησες ο μήνας των κόκκινων σταφυλιών.

Οι παλιές γυναίκες είχαν μια εμμονή με τα σπίτια τους σε βαθμό νεύρωσης και η μάνα μου έτσι ήταν όταν επιτέλους φτιάξαμε το καινούργιο σπίτι, έτσι ήταν και η κυρα-Δάφνη που τη θυμήθηκα τώρα, θεία ήταν εξ αγχιστείας, πέθανε πριν κάνα χρόνο. Απέναντι το σπίτι της είναι κλειστό, τα καλοκαίρια άκουγα βογγητά και ψιθύρους, ο κήπος είναι νεκρός, εκείνος ο κήπος με τα λευκά τριαντάφυλλα, πάντα ζωντανός, πάντα υγρός, όμως τα παντζούρια σφαλιστά, στο υπόγειο κατοικούν αναμνήσεις, χαμένα όνειρα, παιδικά γέλια, η φιγούρα της χάθηκε ανάμεσα στο υπόγειο και στο σπίτι. Το σπίτι, όλα για το σπίτι, που έτρωγε από σένα, που έγινε εμμονή, λατρεία...

Η υγρασία σκαρφάλωνε στους τοίχους, η μυρωδιά εισχωρούσε στο μυαλό, στα ρουθούνια έβγαζε ρίζες και τύλιγε όλη σου την ύπαρξη, η μυρωδιά νικούσε πάντα ακόμα και τη μοναξιά, όλα τα άντεχες, όλα εκτός από τη μυρωδιά. Σε αφάνιζε αργά, εισέβαλε σαν καρκίνος στους μαστούς που δεν είχαν την ευκαιρία να θρέψουν ζωή. Ησύχασε η κυρα-Δάφνη, τώρα πια θα μυρίζει μόνο λιβάνι.

Γεννήθηκα σε ένα λευκό χειρουργείο μιας επαρχιακής πόλης, πρέπει να έκλαψα δυνατά. Νομίζω ότι μία μέρα θα λιώσω και ας μην είμαι από ζάχαρη, οι ρίζες μου βγαίνουν στην επιφάνεια για νερό και οξυγόνο, για παν ενδεχόμενο είναι θέμα επιβίωσης, τώρα τι; Οι ρίζες μου δεν υπάρχουν πια, έφυγαν και οι δύο, ζω σε ένα χάος, σήμερα ζω σε μία χαοτική κατάσταση, ψάχνω αφορμές για να έρχομαι στο σπίτι, όταν γίνει το μνημόσυνο ποια αφορμή θα βρίσκω για να έρχομαι; Φυσικά τον σκύλο που κλαίει, με παίρνει η γειτονιά και μου λέει ότι ο σκύλος κλαίει...

Με αγαπάς; Σε αγαπάω. Ε τότε θα μου δώσεις κάτι; Τι θέλεις να σου δώσω; Ό,τι να είναι, απλά να μου δώσεις κάτι... Να, πάρε λίγο από το λίγο μου. Και αυτό το λίγο δεν θα σου λείψει; Τίποτα δεν θα μου λείψει όσο εσύ...

Θα ήθελα λίγο χρόνο ακόμα μαζί σου και με τη μαμά και με τον Τ και με την Κ και με τον Γ, όλοι φεύγουν, όλοι οι καλοί πεθαίνουν.

Μιλάω μόνη μου, σας κουβεντιάζω μα δεν φτάνει, το θέμα είναι να σας είχα εδώ απέναντί μου τώρα, μάλλον είναι μάταια όλα. Η φωτιά συνεχίζει να καίει μέρες τώρα, έτσι μου έρχεται να πάω να δω τι επιτέλους καίει αυτός ο άνθρωπος, να δεις που θα καίει σκουπίδια, αν είναι έτσι να του δώσω και εγώ μερικά να μην βρομίζουν τον χρόνο, τον χώρο, τις ώρες μου μαζί σας. Έχω κρεμάσει στην καγκελόπορτα μία σακούλα με ξεραμένο ψωμί, λογικά θα έχει μουχλιάσει τώρα, συνεχώς λέω φεύγοντας να το πετάξω, να λοιπόν μία καλή ιδέα να πάω σε αυτόν που έχει βάλει τη φωτιά. Αν με έβλεπε η μάνα μου να πετάω το ψωμί θα έβαζε τη φωνή, δεν το πετάμε το ψωμί! Πρέπει να πάω σούπερ μάρκετ, το ψυγείο είναι άδειο, το αναβάλλω μέρες όπως και το πλύσιμο των πιάτων. Σε μεγάλη ηλικία ανακάλυψα ότι έχω δυσαριθμησία, αναγραμματισμό και μία μορφή δυσλεξίας. Πόσο με ταλαιπώρησε και με ταλαιπωρεί ακόμα, ώρες διαβάσματος δυνατά, ώρες γράφοντας και ξαναδιαβάζοντας τι έχω γράψει, ολόκληρα λεπτά να κοιτάζω αν ο αριθμός είναι ο σωστός. Με δυσκόλεψε και στη δουλειά , με δυσκόλεψε και στο θέατρο, αλλά επέμενα, επιμένω πολύ με μανία, ακόμα διαβάζω δυνατά και αργά.

Ο μπαμπάς αφανίστηκε, στο είπα, προσπαθώ να φτιάξω το παζλ, μου λείπουν κομμάτια, τι έχω διαγράψει από τη μνήμη μου για να προστατευτώ; Δεν θέλω να είμαι άδικη μαζί σου, μου έμαθες πολλά και σου είμαι ευγνώμων για αυτό, δούλεψες πολύ στη ζωή σου για να μας προσφέρεις αυτό που μπορούσες και το έκανες, δεν ήμαστε πλούσιοι αλλά δεν πεινούσαμε κιόλας, μία ζωή δούλευες από μικρό παιδί ακόμα και όταν αρρώστησες εσύ δούλευες, δεν μπορούσες, έλεγες ότι αν σταματήσω να δουλεύω θα πεθάνω πριν την ώρα μου, η ζωή σου όλη ήταν η γη σου, τα εργαλεία σου, τα μηχανήματά σου, το άγχος σου ήταν τι θα γίνουν όλα αυτά που εσύ έφτιαξες μετά τον θάνατό σου, εγώ δεν απαντούσα. Πλένω τα χέρια μου με το κρεμοσάπουνο σ' άρωμα ροδάκινο, σκουπίζω τα χέρια μου στην πετσέτα σου, νομίζω ότι κάπου θα σε δω, ότι θα ακούσω να σέρνονται οι παντόφλες σου στα πλακάκια. Κανείς νεκρός δεν έρχεται στα όνειρά μου και είμαι καλά με αυτό, όμως τώρα θέλω να έρθεις, να 'ρθεις και να με πάρεις μία αγκαλιά σαν αυτή έξω από το ιατρείο, θέλω να σε δω να μου μιλήσεις.

Πόσο με συντάραξε αυτός ο θάνατος, πόσο με λύγισε. Έχω μία έμφυτη ροπή προς το δράμα, έτσι εξηγούνται όλα, τίποτα δεν μου είναι εύκολο και όλα τα παίρνω κατάσαρκα. Έχει σταματήσει ο χρόνος, τίποτα δεν κυλάει, μένουν όλα στάσιμα, διαγράφω μία ρουτίνα, εδώ και μέρες νιώθω μία απέραντη μοναξιά, μία ματαιότητα και όλα αυτά με τον θάνατό σου, στον τοίχο είναι κρεμασμένο ένα ημερολόγιο από αυτά που βγάζεις το χαρτάκι και από πίσω έχουν συνταγές, στιχάκια, το ημερολόγιο είναι από το 2008, ημέρα Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου, νηστεία, σελήνη 5 ημερών, Ευσταθίου μεγαλομάρτυρος και Ιλαρίωνος οσιομάρτυρος, πίσω το χαρτάκι έχει μία συνταγή για σουφλέ... Εσύ έφυγες 23 Σεπτεμβρίου 2023. Πρέπει να φύγω, κάθε φορά που έρχομαι φεύγω και λίγο πιο αργά, τι τραγικό! όσο ζούσες δεν ερχόμουν και τόσο συχνά και τώρα έρχομαι κάθε μέρα... Δίνω στον σκύλο σου την ίδια υπόσχεση κάθε μέρα, τώρα πρέπει να φύγω, θα έρθω πάλι αύριο. Πρέπει να σου πάρω μία κορνίζα να βάλω τη φωτογραφία σου, συνεχώς το αναβάλλω ή το ξεχνάω ή απλά δεν θέλω, ακόμα δεν ξέρω τι περιμένω, να αναστηθείς ίσως.

Έχουν μία απόκοσμη ομορφιά τα εγκαταλειμμένα σπίτια, ετοιμόρροπα παραπαίουν ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, στις τσιμεντένιες σκάλες τους έχουν φυτρώσει χόρτα, κανείς δεν σκέφτηκε να τα απαλλάξει από το μαρτύριο του μισού, μισοετοιμόρροπα, μισογκρεμισμένα, μισοζώντανα. Ο μπαμπάς ήθελε να το γκρεμίσει αλλά δεν τον άφησα, άστο, τι σε πειράζει, είναι όμορφο.

Ναι, κάποτε ήταν όμορφο, κάποτε είχε ζωή, κάποτε άκουγες φωνές παιδικές, γυναικείες, ανδρικές...

Όλα πια εδώ είναι έρημα, μόνα, το σπίτι, το αυτοκίνητό σου, τα μηχανήματά σου, οι κολόνιες στο μπάνιο και εκείνα τα ρούχα, τα δικά σου ρούχα που δεν θα νιώσουν ξανά ανθρώπινη σάρκα πάνω τους, δεν πείραξα τίποτα Όλα τα άφησα όπως έχουν, σκοτεινιάζει σιγά σιγά, τα φώτα ανάβουν, τα βλέπω από μακριά, εδώ που κάθομαι βλέπω το βουνό, δεν θυμάμαι όμως πώς το λένε, θα πρέπει να ρωτήσω. Βράδιασε για τα καλά, είμαι έξω, δεν κάνει κρύο, έχω ανάψει τσιγάρο να πιω την τελευταία γουλιά του καφέ. Ένα τελευταίο τσιγάρο και μετά θα φύγω και εσύ κάποτε κάπνιζες πολύ, μετά το έκοψες μαχαίρι, απλά είπες δεν θα καπνίσω άλλο. Κάπνιζες Καρέλια κασετίνα, ακόμα έχω τη μυρωδιά στη μύτη μου, θυμάμαι που σου έκλεβα τσιγάρα, είμαι σίγουρη ότι το είχες καταλάβει αλλά δεν είπες ποτέ τίποτα. Με έμαθες να καβαλάω μηχανάκι, μία φλορέτα η οποία ήταν στην αποθήκη χαλασμένη, σου είπα να τη φτιάξεις και μου είπες γιατί, γιατί θέλω να μάθω, την έφτιαξες και με έμαθες να οδηγώ, έδωσες ζωή σε αυτήν την παλιά και ξεχασμένη φλορέτα και μαζί της πήρα ζωή και εγώ. Με έβλεπες να πέφτω και να σηκώνομαι με το μηχανάκι, με κοιτούσες από το μπαλκόνι και είχες ένα χαμόγελο ικανοποίησης για την επιμονή μου, έλεγες στη μαμά «κοίταξε την δεν το βάζει κάτω, θα μάθει» και έμαθα... Πάντα μαθαίνεις, άλλοτε αργά άλλοτε πιο γρήγορα, μαθαίνεις την αδιόρατη γραμμή ανάμεσα στην ελευθερία και τη φυλακή, τη σκληρότητα και την ευαισθησία, τον πόλεμο και την ειρήνη εντός σου. Κάτω στο πάτωμα υπάρχουν καρφιά που έπεσαν πάνω μου, ψίχουλα νοιαξίματος, κλωστές που έραβα τις πληγές, βελόνες πλεξίματος για καινούργιο δέρμα, σταγόνες ιδρώτα από την αγωνία. Έχω γίνει επιδέξια στο κόψε ράψε ξήλωνε. Πόσο επιμελώς έκρυβα τα πάντα, και ακόμα κρύβω, μπορείς να βρεις διάφορα κάτω από το στρώμα, μέσα στις ντουλάπες, κάτω από τους καναπέδες, κάτω από το ξεχειλωμένο δέρμα, ειδικά εκεί μπορείς να βρεις τα πάντα.

Ως συμβουλή μπορώ να σου πω να φεύγεις από ανθρώπους που κρίνουν το πριν σου, διαλύουν το τώρα σου και σου ρημάζουν το μετά, οι πιο αληθινοί άνθρωποι είναι εκείνοι που έχουν δώσει τις μάχες τους, που έχουν πληγές, που έχουν πέσει και έχουν σηκωθεί άπειρες φορές, που η ψυχή τους είναι ήσυχη γιατί οι πιο δυνατές ψυχές δεν κάνουν θόρυβο.

Τώρα τελευταία έρχεται συχνά στο μυαλό ένας στίχος του Παπαδιαμάντη «στα μάτια τα ψιχαλιστά... Μη με αρνηστείς αρνί μου»... Η άρνηση των πραγμάτων και κατά κόρον η άρνηση των συναισθημάτων. Η μάνα μου έκρυβε συναισθήματα, ποτέ μην δείχνεις στον άλλον τι πραγματικά αισθάνεσαι, πάντα να γελάς, έχω μείνει ώρες να κοιτάζω τη φωτογραφία της, γελούσε, μία φωτογραφία από τα γενέθλιά της, γελούσε, μου λείπεις, αθεράπευτα θα ήθελα να ήσουν εδώ μα δεν είσαι, δεν θα είσαι ποτέ πια και εγώ η ανόητη δεν εκμεταλλεύτηκα ούτε μία στιγμή από αυτές που σε είχα κοντά μου, βυθισμένη στους σπασμένους καθρέφτες μου, σε ένα ατέρμονο χάος, η αλλοίωση της αλήθειας της πραγματικότητας, του σωστού και του λάθους, πάντα υπερίσχυε το λάθος, λάθος όλα... Υπήρχαν στιγμές που δεν ήξερα αν αυτό που ζω είναι πραγματικότητα ή όνειρο, όλα ήταν μπερδεμένα από το αλκοόλ, τα χάπια, τις ενοχές, τις ανοχές, δεν ήξερα που θα ξημερώσω, στο πάτωμα, στον καναπέ, στο μπάνιο, με κατεβασμένα τα βρακιά ξυπνούσα, όμως πάντα ξυπνάς όσο κι αν δεν θέλεις, τα μάτια ανοίγουν και έρχεσαι αντιμέτωπος με όλα, αλλά εσύ το μόνο που θέλεις είναι να μην αντιμετωπίσεις τίποτα και τα ρίχνεις πίσω όλα, τα ρίχνεις πίσω με την κρυφή ελπίδα ότι εκείνα δεν θα βρουν το θάρρος να έρθουν μπροστά, σαν και σένα άτολμα, όμως εκείνα έχουν το θάρρος, είναι θρασύτατα και εκεί που δεν το περιμένεις σου έρχονται το ένα μετά το άλλο και με τρόπο επιτακτικό σου ζητούν θέση, ζητούν να ξεκαθαρίσεις τα πάντα κι αν δεν το κάνεις θα συνεχίσουν να έρχονται και κάθε φορά θα είναι πιο δυνατά, γιατί εσύ αντί να τα λιμοκτονήσεις, χωρίς να το καταλαβαίνεις, τα ταΐζεις, τα θρέφεις. «Έλα κοπελιά, δεν είναι ότι δεν μπορείς, είναι που δεν θέλεις.» Όχι κοπελιά, υπάρχουν πράγματα που δεν μπορείς, ΔΕΝ... Και μην το ξανακούσω αυτό γιατί μιλάτε όλοι εκ του ασφαλούς, γίνατε όλοι επί παντός του επιστητού.

Παρεμπιπτόντως ο τάφος σου φτιάχτηκε, μπήκε μάρμαρο λευκό σκαλίστηκαν τα γράμματα στην ταφόπλακα και μπήκε η φωτογραφία σου, τώρα είσαι καλά προστατευμένος από τις βροχές, τον άνεμο, τα χιόνια, την παγωνιά, αυτή η διάφανη παγωνιά που σκεπάζει τα πάντα, καμιά φορά ορατή μόνο στους μυημένους.


Copyright © Νεφέλη Πηγή All rights reserved, 2023
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Henri Matisse (The Model, 1900)

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Νόστος, Εν ονόματι της μούσας Ερατώς, Διόρθωση Ημαρτημένων, Η χρυσή κληρονόμος και Φρουτίνο4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΈνα πιο σκοτεινό φως, Μαρίας ΣυλαϊδήΟ καπετάνιος τση ΖάκυθοςΗ οργή του Θεού και άλλες ιστορίες, Ιωάννας Σερίφη
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα
Μέθεξη, Μαρίας ΠορταράκηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουPelota, Σταμάτη ΓιακουμήΕν αρχή ην ο έρως, Ευαγγελίας ΤσακίρογλουΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Άννα, Μαρίας ΚέιτζΔεύτερη φωνή Ι, Γιάννη Σμίχελη