Πώς σας ήρθε η ιδέα; Ποιο ήταν το έναυσμα ή η πηγή της έμπνευσης;
Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου: Καμβάς για τη γραφή είναι ο μύθος και η Ιστορία. Η Ευφροσύνη Βασιλείου μού κέντρισε το ενδιαφέρον ως πρόσωπο που, σύμφωνα με τη δική μου εκδοχή, «κακοποιήθηκε» με πολλούς τρόπους. Κυρίως μου έκανε εντύπωση πώς την χρησιμοποίησε η επίσημη Ιστορία, η Εκκλησία και η λογοτεχνία του 19ου αιώνα. Έπλασα τη δική μου ηρωίδα. Η αχλή του μύθου με διευκόλυνε να την μεταφέρω στο σήμερα ως μια γυναίκα πιο συνειδητοποιημένη, πιο έμπειρη, με αυτογνωσία.
Η έμπνευση, αυτό που πυροδοτεί τη γραφή πηγάζει από κάτι βαθύτερο. Πηγή της έμπνευσης είναι οι ιστορίες που άκουγα από παιδί να τις μοιράζονται οι γυναίκες σαν παραμύθι. Οι ζωές τους, οι γάμοι τους, οι ευτυχίες και οι δυστυχίες τους, οι ζωές των δικών τους και των άλλων. Όσο πιο δύσκολα θέματα άγγιζαν τόσο πιο λίγα έλεγαν. Τόσο πιο θολά άφηναν τα πρόσωπα και αποσιωπούσαν τα ονόματα. «Η πολυφωνική χορωδία που αναδύεται μέσα από τα νερά της Παμβώτιδας λίμνης», όπως αναγράφεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, μοιάζει με αυτή τη χορωδία γυναικών που γνώρισα και για την οποία νιώθω βαθιά αγάπη και συμπόνια. Δεν ήταν θλιβερή, είχε και χαρά αυτή η μάζωξη μέσα στα σπίτια, όπου οι γυναίκες περνούσαν συντροφικά τον λίγο ελεύθερο χρόνο τους μιλώντας πάνω από τα εργόχειρά τους. Δεν με ενδιέφερε στο βιβλίο να εξιστορήσω τις πραγματικές τους ιστορίες. Με ενδιέφερε να δώσω φωνή στις γυναίκες και να πλέξω σαν κι αυτές έναν κόσμο κατανόησης και συμπόνιας. Πέρα από αυτό, πηγή και έναυσμα είναι και όλα όσα συμβαίνουν σε μας και στους άλλους, όσα διαδραματίζονται κοντά και μακριά μας. Κάθε είδηση και συζήτηση, που εξεγείρει την αντίδρασή μου για όσα συμβαίνουν.
Ποια η κυρίαρχη ανάγκη που σας οδήγησε στη συγγραφή της νουβέλας;
Ε.Μ.Λ.: Ανασκευάζοντας τον μύθο κι από την άλλη αποδομώντας την ταυτότητα που η επίσημη ιστορία κατασκεύασε κι επέβαλε σε μια γυναίκα, θεωρούσα ότι ανταποκρινόμουν στο αίτημα δικαιοσύνης για κάθε αδύνατο πλάσμα. Δίνοντας επίσης χώρο να μιληθούν τα τραύματα της Χαϊνίτσας αγκάλιαζα με συμπόνοια αυτήν κι όλες τις αδελφές της.
Το βιβλίο σας πραγματεύεται αέναα ζητήματα που αφορούν τη γυναίκα. Παρ' όλο που οι εποχές αλλάζουν, πόσο έχουν διαφοροποιηθεί ζητήματα που αφορούν κοινωνικά στερεότυπα και στοχεύουν τις γυναίκες ή έχουν θύματα γυναίκες;
Ε.Μ.Λ.: Τα κοινωνικά στερεότυπα διαφέρουν από κοινωνία σε κοινωνία και από εποχή σε εποχή. Τα ζητήματα παραμένουν ανοικτά, γιατί η γυναίκα παραμένει αντικείμενο σε πολλές κοινωνίες. Ακόμη και στις αναπτυγμένες δημοκρατικές χώρες, ακόμη και σε αυτές που θεωρούμε ως σύγχρονες κοινωνίες. Κάθε κοινωνία στη δική της εποχή παράγει τα δικά της στερεότυπα.
Η λογοτεχνία αποτελεί έναν τρόπο να θίξει κοινωνικές παθογένειες; Μπορεί να λειτουργήσει βοηθητικά προς ευάλωτες κοινωνικές ομάδες;
Ε.Μ.Λ.: Η λογοτεχνία θέτει ερωτήματα που θα ξεβολέψουν τον αναγνώστη. Τα θύματα της κοινωνικής παθογένειας, αυτοί οι άνθρωποι που τους ονομάζουμε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, δεν είμαι σίγουρη ότι βοηθιούνται επειδή κάποιοι γράφουν, ενώ την ίδια στιγμή εκείνοι καίγονται μέσα στο πρόβλημά τους. Η λογοτεχνία δεν θα εξαλείψει τις κοινωνικές παθογένειες. Ρωτά όμως γι' αυτές χωρίς να γνωρίζει την απάντηση. Γεννιούνται προσωπικά ερωτήματα στους αναγνώστες και είναι καλό να ελπίζει κανείς στις απαντήσεις των αναγνωστών. Να ελπίζει σε αυτούς από τους αναγνώστες, που θα εμποδίζουν, θα υπερασπίζονται, θα στηρίζουν, θα θεραπεύουν, θα νομοθετούν, θα προστατεύουν, θα δημιουργούν κάτι καλό κάθε στιγμή.
Αν έπρεπε να το ξαναγράψετε από την αρχή, θα αλλάζατε κάτι και γιατί;
Ε.Μ.Λ.: Ίσως θα δυνάμωνα τη φωνή των γυναικών της Κύπρου που τόσα χρόνια, από την εισβολή του 1974, κουβαλούν το βάρος του βιασμού μέσα σε μια σκληρή σιωπή. Κουβαλούν προσωπικά το βάρος μιας ενοχής, ενώ αυτό θα έπρεπε να βαραίνει την κοινωνία και την πολιτεία. Αν δεν το έκανα πιο ξεκάθαρο μέσα στη νουβέλα, αν προτίμησα να το αναθέσω στη Χαϊνίτσα, ένα πρόσωπο πολύ μακρινό και σχεδόν άγνωστο, είναι γιατί το τραύμα του '74 παραμένει για τη γενιά μου ανοικτό. Δεν έχω βρει το κατάλληλο μυθικό όστρακο να το φιλοξενήσω και να το αγκαλιάσω. Με υπερβαίνει. Η πραγματικότητα είναι συντριπτική και ό,τι γράφεται για τέτοιας διάστασης τραγωδίες μού φαίνεται σε αρκετές περιπτώσεις πολύ φτωχό. Ας φαίνεται πολύ μακρινό το '74 και ας θεωρείται από κάποιους η εμμονή να γράφουμε γι' αυτό ως αιτία που καθηλώνει την τέχνη. Ό,τι καθηλώνει την τέχνη μας ας αναζητηθεί έξω από το τραύμα ως θεματική της λογοτεχνίας μας. Ας εξετάσουμε τα βιβλία που γράφονται, κατά πόσον παλιοί και νέοι λογοτέχνες κατορθώνουμε να επεξεργαστούμε λογοτεχνικά τις ιστορίες μας.
Τι θα θέλατε να πείτε στους φιλαναγνώστες που πρόκειται να διαβάσουν τη νουβέλα;
Ε.Μ.Λ.: Εύχομαι, ό,τι κι αν είναι αυτό που κέντρισε το ενδιαφέρον τους και έφερε το βιβλίο στα χέρια τους, να επιβεβαιωθεί και να καρποφορήσει μέσα από την ανάγνωσή του.
Αν έπρεπε να περιγράψετε το βιβλίο με μια λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Ε.Μ.Λ.: Ζώπυρον.
Θυμάμαι τη συλλογή σας Ένα δέντρο λιβάνι και πάλι ο ξηρανθός. Ποίηση ή πεζογραφία;
Ε.Μ.Λ.: Και τα δύο με μια αδυναμία προς την ποίηση. Το δέντρο είναι ένα και στη φυλλωσιά των λέξεων του κελαηδούν και τα δύο.
Η Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου μίλησε για τη νουβέλα της Τα κόκκινα ελάφια, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν. Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε:
Η ερωτική τόλμη της γυναίκας, που ισοδυναμεί με κοινωνική και πολιτική ανταρσία, ξεσπά μπροστά στον αμήχανο άντρα ως απειλή. Αυτό συχνά γίνεται αιτία να καταδικαστεί ακόμη και σε θάνατο. Τρεις γυναίκες ανασκευάζουν αυτήν την παλιά ιστορία, που ωστόσο επαναλαμβάνεται με άλλα πρόσωπα και σε διαφορετικές συνθήκες μέχρι και σήμερα.Η πρώτη γυναίκα θέλει να απαλλαγεί από μια κατασκευασμένη ταυτότητα και αρνείται τον ρόλο που της επέβαλε η επίσημη Ιστορία. Η δεύτερη κόβει τα νήματα που την κρατούν δεμένη με τον αδερφό της, νήματα γερά και ματωμένα από τον καιρό του βιασμού της από τους «άλλους». Η τρίτη γυναίκα, ζωντανή-νεκρή, καταθέτει τη δική της μαρτυρία. Δεν ήταν η όμορφη ούτε η ξεχωριστή. Κι όμως σε μια πιο δίκαιη στιγμή της Λογοτεχνίας και της Ιστορίας θα μπορούσε να είναι αυτή στο κέντρο της αφήγησης.Μαζί τους είναι κι άλλες γυναίκες. Οι αόρατες γυναίκες μπαίνουν με το όνομά τους στο κάδρο της ιστορίας, σαν μια πολυφωνική χορωδία που αναδύεται μέσα από τα νερά της Παμβώτιδας μέχρι και τα νερά της Κύπρου, στην Κοκκινοπεζούλα.Όλες μαζί, με τις φωνές και τις σιωπές τους, συνθέτουν ένα τραγούδι ανυπέρβλητης συμπόνιας μέσα σε έναν κόσμο σκλαβιάς και βίας.
Η Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου γεννήθηκε στην Κύπρο. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση και στην Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου ως συντονίστρια προγραμμάτων Λειτουργικού Αλφαβητισμού. Από το 2003 μέχρι το 2011 υπηρέτησε στα σχολεία της Εντός των Τειχών Λευκωσίας, για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση εκπαιδευτικών και κοινωνικών προγραμμάτων για μετανάστες και πολιτικούς πρόσφυγες. Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές κι ένα μυθιστόρημα, ενώ έχει ασχοληθεί και με την παιδική λογοτεχνία. Συνεργασίες της δημοσιεύονται σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Έργα της έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά, σερβικά και αγγλικά. Επίσης, τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης Κύπρου για το έργο της Ο Νώε στην πόλη (εκδόσεις Πλανόδιον, 2012). Το βιβλίο Τα κόκκινα ελάφια είναι η πρώτη νουβέλα της.