Νεφέλης Πηγή
Στα σύννεφα γράφονται ανεξίτηλα όνειρα, ροζ επιγραφές, ανιδιοτελή αισθήματα· στα σύννεφα δεν γράφονται οι μύχιες αποκαλύψεις του σκοτεινού χαοτικού μυαλού, αυτές καταγράφονται στις κατακόμβες και στις δαιδαλώδεις στοές της ψυχής και το σώμα, υποχείριο αυτής της διαδρομής. Πόσο σκοτάδι γέννησα, πόσες σάρκες έφαγα, πόσο αίμα ήπια, πόσα ανομολόγητα πάθη έπνιξα στις διαδρομές αυτής της οικειοθελούς φυλακής... Αγάπα με χωρίς σήμερα, χωρίς αύριο, χωρίς ποτέ.
Τόσα καλοκαίρια, έτη φωτός μακριά από τα χρώματα, τόσοι χειμώνες μακριά από το λευκό. Οι όρκοι έχουν έναν και μοναδικό προορισμό να καταπατούνται πάντα, αυτό έχει καταδείξει η ιστορία του ανθρώπου. Να μπορούσες να μυρίσεις τον πόθο μου απόψε! Το φεγγάρι απλώς είναι εκεί –αγάπα με, νιώσε με– δεν ξέρω αν υπάρχει.
Δεν σε πήρα –ενώ έπρεπε– όμως καταλαβαίνω τις διαχωριστικές γραμμές που πέρασες, δεν έχω απαντήσεις να σου δώσω και πολλές φορές δεν υπάρχουν.
Θα σου πω όσα ψέματα θέλεις, θα σου δώσω όσες ελπίδες αντέχεις, μα μη μου ζητάς να σου φανερωθώ, είναι άδικο να σπάσω.
Οι πόλεις φαντάζουν τρομακτικές... στα μάτια μου υπάρχει το ανεπαίσθητο του φόβου, αναρριχάται σιγά σιγά από την ίριδα, την ανάσα, το στόμα, ζει, τρέφεται, ανασαίνει, χτυπάει, πορεύεται εντός μου.
Δεν υπάρχει φως πουθενά.
Πενθώ πάντα, χάνω ανάσα, σκοτάδι παντού, ανασχηματίζω τη ζωή που δεν έχω. Σπάω, γέρνω.
Μυρίζει σαπίλα, το σαθρό δάπεδο υποχωρεί, μυρίζει σαπίλα που την ραίνετε σαν να είναι ακριβό άρωμα.
Οι άνθρωποι είναι σκληροί, δεν συγχωρούν εύκολα, δεν ξέρω γιατί μα πάντα είχα έναν φόβο απέναντί τους, ίσως και για αυτό δεν μιλούσα, με τρόμαζαν.
Κάποτε ήθελα στο σπίτι κόσμο, μετά σταμάτησα να θέλω, ήμουν καλύτερα χωρίς ανθρώπους γύρω μου, ήθελα χρόνο να καταλάβω αυτό που μου συμβαίνει, ο κόσμος κάτι είχε, έτσι όπως έβλεπα τα άτομα να περπατούν μου φαίνονταν αλλόκοτα. Δεν θέλω άλλα νοσοκομεία, δεν θέλω άλλο θάνατο, όχι γιατί δεν μπορώ αλλά δεν θέλω πια, θέλω ηρεμία. Τους παρακολουθώ, κάθε τι άγνωστο προς αυτούς το βλέπουν περίεργο, ίσως και εγώ να τους φαίνομαι περίεργη, γιατί στην ουσία δεν έχω επαφές με πολλούς ανθρώπους δεν βγαίνω και πολύ έξω.
Η απληστία δέρνει τους ανθρώπους. Στην απληστία οι άνθρωποι δεν έχουν όνομα. Κάθε τόσο με σπρώχνω να κάνω ένα βήμα ακόμα. Έχω ένα σφίξιμο στο στομάχι, δεν είσαι καλά, καταρρέεις, ο καρκίνος εξαπλώνεται παντού, έχεις πλέον λίγο οξυγόνο, η ανάσα δεν φτάνει και εγώ θυμάμαι τα καλά, τα άσχημα υπερισχύουν όμως, τα άσχημα, πάντα αυτό γίνεται, θυμόμαστε τα άσχημα και όχι τα όμορφα, διαγράφουμε τις όμορφες και καλές στιγμές γιατί υπήρχαν και καλές στιγμές, για αυτό είμαστε περίεργοι εμείς οι άνθρωποι, καμιά φορά σκέφτομαι πόσες ενοχές νιώθω, πόση ντροπή αισθάνομαι για πράγματα που έκανα, ακόμα και για πολύ απλά μικρά μικρά λάθη, μικρές εκτιμήσεις. Αυτό τον καιρό νιώθω ντροπή και ενοχές, δεν ξέρω αν η Μ. θα με συγχωρέσει ποτέ, εγώ, εγώ νομίζω ότι εμένα δεν θα με συγχωρήσω πότε. Εντός μου υπάρχουν απαρχαιωμένα μουσεία αισθημάτων, ανθρώπων σκονισμένα μούσια που τα εκθέματά τους έχουν πιάσει αράχνες, βρόμα, αγάλματα που δεν τους δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να δείξουν αυτό που είναι, αγάλματα από πέτρα μάρμαρο, γυαλί, χαλκό, μπρούτζο, ξύλο, αν και σκονισμένα, παρατημένα είναι όμορφα, είναι... είναι κομμάτι δικό μου κατά δικό μου...
Θέλω να μοιραστώ πράγματα με τους δικούς μου ανθρώπους, να τους πω τι έχω καταφέρει, να τους πω ότι αυτά που τόσα χρόνια έγραφα και κατέθετα σε λευκές κόλλες χαρτί έγιναν ένα δημόσιο βιβλίο.
Μόνο τον εαυτό σου σκεφτόσουνα μία ζωή και τώρα που είσαι άρρωστος είσαι ακόμα χειρότερος, μας τρέχεις, τα θέλεις όλα τώρα, τώρα, χωρίς να σκεφτείς αν μπορούμε, να πεις δεν πειράζει παιδί μου και αύριο μέρα είναι αλλά όχι να με τρέχεις. Ο κύκλος της αρρώστιας δεν πρόκειται να κλείσει ποτέ, πολλές φορές σκέφτομαι ότι γεννήθηκα μόνο για αυτό, να τρέχω τους γέρους στα νοσοκομεία, να περνάω τις μέρες μου και τις ώρες μου εκεί, εγωιστής ήσουν και είσαι ακόμα, ο υπέρμετρος εγωισμός σου δεν έχει τέλος!
Το κύτταρο της κοινωνίας είναι σάπιο. Είμαστε σαν αυτά τα πρόβατα που πάνε όλα μαζί χωρίς να καταλαβαίνουν πού και γιατί.
Έχω εξασθενήσει ψυχολογικά, είμαι άχρωμη και συνέχεια σε μία ένταση, νομίζω ότι οι παλμοί μου είναι συνέχεια ανεβασμένοι με έναν κόμπο στο στομάχι.
Είμαι δίπλα σου στο κρεβάτι, μας είπαν ότι θα πρέπει να προετοιμαστούμε για το αναπόφευκτο, θέλω να κλάψω για όλα, για τις στιγμές που δεν με κατάλαβες, για τις στιγμές των καθολικών και ξερών όχι, για την αγάπη που σου είχα και μετά μετατράπηκε σε θυμό, τώρα πια δεν μπορείς να με πληγώσεις, μόνο ο θάνατός σου μπορεί. Η μυρωδιά του νοσοκομείου δεν θα φύγει νομίζω ποτέ... Η θέα από εδώ είναι ίδια, τίποτα το καινούριο καμία αλλαγή... Με τον θάνατο της μαμάς δεν ήταν έτσι, ίσως γιατί χρόνια ο θάνατος πλανιόταν από πάνω μας, από πάνω της, έγινε –ας μου επιτραπεί– «ομαλά». Τη μαμά την θρήνησα τώρα, πέθανε το 2019 και γω θρήνησα το 2023, τώρα αρχίζω να της συγχωρώ πράγματα και λόγια.
Θέλω να πιστεύω ότι τις σχέσεις μου με την Τ. τις έχω φτιάξει, έτσι νομίζω, τώρα μένει η σχέση μου με τον Γ.
Δεν θέλω να μαλώνω μαζί του πια, δεν αξίζει σε κανένα παιδί να αισθάνεται ότι δεν είναι καλός και αντάξιος, έχει μόνο μια ζωή για να το καταφέρει. Όμως η ζωή είναι λίγη, ποτέ δεν θα είναι αρκετή για να λέω στα παιδιά μου πόσο τα αγαπώ. Όλα τα γιατί εξαφανίστηκαν, πια ακούω την ανάσα σου, τα μάτια σου είναι θολά, απόκοσμα, φεύγει σιγά σιγά η ζωή και αυτό με βαραίνει, θα κοπεί ο ομφάλιος λώρος με τον θάνατό σου, τίποτα πια δεν θα με δένει με το δέντρο και τις ρίζες του.
Αυτό το παλιό πέτρινο σπίτι που τόσο αγάπησα, έρημο εδώ και χρόνια, κανείς δεν πατούσε εκεί, μόνο εγώ πήγαινα. Με το πρώτο βήμα οι θύμησες, πλακώναν οι μυρωδιές, έρχονταν τα παιδικά μου χρόνια, έκαναν φούρλες στο μυαλό... Εγώ παιδί μόνο, πάντα μόνο, κλεισμένο στον εαυτό του και στις σκέψεις του. Δεν τα μύρισα τα νιάτα μου και τώρα σχεδόν, στη μέση της διαδρομής, είμαι μισή, τίποτα δεν έζησα, τίποτα δεν είπα και αυτή η θλίψη που δεν λέει να φύγει... Όχι, τώρα θυμάμαι τα όμορφα μαζί σου μπαμπά και έτσι πρέπει και θέλω... τα σπασμένα κομμάτια του μυαλού μου ζητούν θέση, κανονική θέση, φωνάζουν να μπουν στη σειρά. Παίρνω ανάσες βαθιές να μην με δεις να κλαίω. Θέλω πριν φύγεις για αυτό το ταξίδι, που δεν έχει γυρισμό, να σου πω ένα συγνώμη, ελπίζω να προλάβω να σου πω ένα συγνώμη. Θυμάμαι τη μέρα που βάλαμε το port στην ειδική φλέβα για τις χημειοθεραπείες και για τις μεταγγίσεις, να μη σε τρυπάνε συνέχεια, κάτσαμε έξω στις καρέκλες του νοσοκομείου και εκεί σε μια αγκαλιά μ' έκανες τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο στον κόσμο, αυτή η θέρμη τότε –και μιλούσαμε– δεν θα την ξεχάσω ποτέ, πετούσα στα σύννεφα, με λούσανε τα γέλια. Ήμουν το πιο ευτυχισμένο παιδί. Κάθε φορά που ερχόμουν στο σπίτι, στο πατρικό μου σπίτι, σε έβλεπα να κάθεσαι στην καρέκλα στο τραπέζι και να έχεις αναμμένη την τηλεόραση στο τέρμα και δεν με άκουγες καλά.
Έφυγες 23 Σεπτεμβρίου 2023, σήμερα Κυριακή κάναμε το ξόδι σου, κάτσαμε μέσα στο σπίτι σου. Για εννέα μέρες κάθε απόγευμα πήγαινα στον τάφο σου, άναβα κερί και μετά λιβάνιζα και στη μαμά και πέρναγα από όλους τους νεκρούς τους φίλους που έφυγαν, πολλά τα χρόνια, εννέα μέρες στο πατρικό μου σπίτι, σήμερα 1η Οκτωβρίου το 2023. Κλείσαμε με το αμπαρώσαμε και φύγαμε, μου φαίνεται σαν ψέματα που θα έρχομαι και δεν θα σε βλέπω να κάθεσαι στην καρέκλα με την τηλεόραση στη διαπασών. Είναι δύσκολο σήμερα, και τώρα που γύρισα στο σπίτι εμφανίστηκε αυτός ο κόμπος στο στομάχι ξανά, για αυτά που αφήνω πίσω, για αυτά που έγιναν, τα καλά, τα άσχημα, τα όμορφα... κλείσαμε τη μεγάλη σιδερένια πόρτα, λύσαμε τον σκύλο, το είχε καταλάβει κι εκείνος ότι κάτι έλειπε, κάτι θα λείπει πάντα, δεν μπορώ να σου δώσω καμία υπόσχεση μπαμπά, δεν μπορώ να σου πω ότι θα πηγαίνω συνέχεια, δεν ξέρω, αυτό που μπορώ να σου πω είναι ότι θα το προσπαθήσω, θα προσπαθήσω να ανοίγω την πόρτα και θα μπαίνω στο σπίτι όπου μεγάλωσα· ξέρω ότι είναι νωρίς ακόμα, νόμιζα ότι είσαι απέθαντος, αυτό νόμιζα συγγνώμη, συγγνώμη για όλα.
Κάποιες νύχτες προσπαθώ να θυμηθώ τα παιδικά μου χρόνια, να θυμηθώ την αδερφή μου, δεν μπορώ, έχω μνήμες από πιο μεγάλη ηλικία και αυτό γιατί όταν ήμασταν μικρά μας χώριζαν, όταν η μαμά έμπαινε στο νοσοκομείο η μία έμενε στο πατρικό σπίτι και η άλλη στης γιαγιάς. Εγώ ήμουνα εκείνη που έμενε στο πατρικό και πολλές φορές γινόμουν δέκτης της οργής του μπαμπά μου, η αδερφή μου επιμένει ότι δεν θυμάται και είναι λογικό, άλλωστε εκείνη ήταν η προέκταση της μαμάς μου, όπου ήταν η μαμά μου θα έβλεπες και την αδερφή μου. Ανεβαίνω τα σκαλιά στο παλιό πέτρινο σπίτι, μαζί μου ακολουθούν οι αναμνήσεις κάθε σκαλί και μία ανάμνηση, κάθε γωνιά και ένα πρόσωπο· στέκεται εκεί επιβλητικό ετοιμόρροπο μα συνάμα αγέρωχο και δυνατό. Από μέσα οι τοίχοι πέφτουν, τα τζάμια έχουν σπάσει, παράθυρα έχουν πέσει, η μεγάλη επιβλητική πόρτα, η ξύλινη, στέκει ακόμα εκεί ορθάνοιχτη σαν να με περιμένει κάθε φορά να μπω να κοιτάξω από το μπαλκόνι. Η απέραντη Κωπαΐδα, χωράφια, δέντρα, ποτάμια, δέος. Κοιτάζοντας παλιές φωτογραφίες, πάντα στο χέρι σου είχες ένα ποτήρι κρασί και ένα τσιγάρο, από σένα μάλλον το πήρα το πιώμα και το κάπνισμα. Μυρίζω την κολόνια σου, και αυτό από σένα το πήρα, δεν πάω πουθενά χωρίς να βάλω άρωμα και εσύ το ίδιο.
Κατεβαίνω, κατεβαίνω βαθιά, προσπαθώ να ανοίξω το παράθυρο, είναι κλειστό, κάποιος πήρε τα κλειδιά και τα πέταξε, φωνάζω έλεος! Ανόητη πώς μπόρεσες να σκεφτείς ότι υπήρχε έστω και η παραμικρή πιθανότητα να βγεις στο φως, γυρνάς τη φαλτσέτα στην πληγή, την μπήγεις βαθιά, πασπαλίζεις με αλάτι μην τυχόν και δεν αντιληφθείς το τσούξιμο. Εγώ έκλεισα όλες τις πόρτες, εγώ πέταξα τα κλειδιά, νερά από δάκρυα, μην πατάς έχω σφουγγαρίσει, δεν πατάει κάνεις αν δεν στεγνώσει.
Ο μπαμπάς πέθανε! Στο είπα, πρόσεχε μπαμπά η αρρώστια δεν αστειεύεται, πρόσεχε, στροφή μπροστά σου, θα σου φτιάξουμε ένα όμορφο μνήμα με πλαστικά λουλούδια, λιβανίζω εμμονικά τον τάφο σου, ακόμα υπάρχει το χώμα με τα κεριά λιωμένα, όσο περνούν οι μέρες το χώμα κάθεται, ανοίγουν ρωγμές ίδιες με αυτές της ζωής μου... ...τα πιάτα ρημάζουν στον νεροχύτη. Τα δύο σου χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε. Θέλω από εδώ και πέρα όλα να είναι εύκολα, δεν θέλω τίποτα ΔΥΣΚΟΛΟ, ΤΊΠΟΤΑ, νισάφι ΠΙΑ!
Καμιά φορά νομίζω ότι έχω βγει από το σώμα του, νομίζω ότι είμαι μια άλλη στη θέση μου... Όταν κατέβαινα από το ταξί είχα την εντύπωση ότι δεν πατούσα στη γη, δεν ήμουν εγώ, για κλάσματα του δευτερολέπτου χανόμουν, όλα είχαν μπει στον αυτόματο. Πλένω με καινούργιο απορρυπαντικό τα ρούχα, δεν βγαίνουν καθαρά, η διαφήμιση έλεγε ότι τα κάνει αστραφτερά, γιατί, γιατί δεν καθαρίζουν, γιατί;
Η τσιγαρίλα είναι παντού, αυτή η κιτρινίλα κολλημένη στα τζάμια, στους τοίχους, στα ρούχα, στα μαλλιά, στο σώμα... τρίβω, πλένω, αερίζω, αρωματίζω, τίποτα τίποτα, κανένα αποτέλεσμα... ΚΑΙ ΜΗΝ ΠΑΤΑΤΕ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΧΩ ΣΦΟΥΓΓΑΡΙΣΕΙ! Μην πατάτε, σας παρακαλώ ας στεγνώσει πρώτα.
Ο μπαμπάς πέθανε, στο είπα; Σκληρός άνθρωπος, εγώ όμως κοιμόμουν με τη φωτογραφία του στο μαξιλάρι. Νομίζω ήταν μία φωτογραφία που έκανε μονόζυγο στο στρατό· την έχω ακόμα... Έχω βάλει κάτι να πιω για τον πόνο, όχι τον δικό σου, όχι για τον θάνατό σου, όχι, όχι, για τον προσωπικό μου θάνατο, τον αφανισμό της οντότητάς μου... Θέλω να μου πεις πόσους θανάτους μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος, ο πιο σκληρός είναι ο εντός του αφανισμός... Τίποτα δεν θέλω και όλα τα θέλω, πάρε μία γομολάστιχα και σβήστα όλα, τις λέξεις, τις αναμνήσεις, τα όνειρα... σβήστα όλα, να μη μείνει τίποτα, ούτε καν στάχτη να θαφτεί.
Copyright © Νεφέλη Πηγή All rights reserved, 2023
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Salvador Dali (Duck, 1918)