Σικάγο, αρχές δεκαετίας 1930. Ο ιταλικής καταγωγής Τόνι Κάτσο, τολμηρός και φιλόδοξος, προσπαθεί να αναρριχηθεί ως αρχηγός της τοπικής μαφίας. Εργάζεται ως πρωτοπαλίκαρο ενός γνωστού μαφιόζου. Ζει μαζί με την δεσποτική μητέρα του και την μικρότερη αδελφή του. Σιγά σιγά, εδραιώνεται σε αυτόν τον κόσμο αλλά η αλαζονεία του και η υπερβολική σιγουριά του, καθώς και ένα σημάδι που έχει στο πρόσωπο, θα τον οδηγήσουν σε ένα μοιραίο τέλος.
Ακολουθώντας την συνταγή των βουβών ταινιών, λίγη μουσική και κάποιοι υπέρτιτλοι για να επεξηγούν λίγο την υπόθεση, ο σκηνοθέτης επιλέγει τη λύση της παντομίμας για να μας διηγηθεί την ιστορία του (αν και η προαναφερόμενη ταινία δεν ήταν βωβή). Σε αυτήν την προσπάθεια είναι παρόντες όλοι οι ηθοποιοί της ομάδας Splish Splash. Οι ηθοποιοί χρησιμοποιούν μόνο τις κινήσεις και τις εκφράσεις του προσώπου για να μας μεταδώσουν τη χαρά τους, την επιτυχία τους, τον έρωτά τους και γενικά κάθε συναίσθημα.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στα υπέροχα, χειροποίητα σκηνικά που είναι όλα φτιαγμένα με χαρτόνι (τηλέφωνα, κάγκελα φυλακής, γκλομπ αστυνομικού κ.λπ.). Είναι τόσο καλαίσθητα και τόσο ρεαλιστικά κατασκευασμένα που χρειάζεσαι κάποιο χρονικό διάστημα για να συνειδητοποιήσεις ότι δεν είναι αληθινά. Η μουσική και τα τραγούδια έχουν επιλεχθεί από γνωστά και αγαπημένα κομμάτια εκείνης της εποχής. Τα κουστούμια είναι εξαιρετικά και αντιπροσωπεύουν απόλυτα την εποχή του μεσοπολέμου.
Όλη η ομάδα των ηθοποιών έχει κάνει μια εξαιρετική δουλειά, ιδιαίτερα στην κινησιολογία τους και στην χορογραφία των κινήσεών τους, προσφέροντας ένα αποτέλεσμα πρωτότυπο, ξεφεύγοντας από το συνηθισμένο πλαίσιο της θεατρικής πρόζας. Μας θυμίζουν ότι η παντομίμα είναι ένα ξεχωριστό θεατρικό είδος, που ειλικρινά δεν έχουμε την ευκαιρία να το παρακολουθούμε συχνά.
Έχω μόνο ένα παράπονο: όλοι οι υπέρτιτλοι, οι οποίοι επεξηγούν τα δρώμενα, είναι γραμμένοι στα αγγλικά. Κατανοώ την επιρροή από την πρωτότυπη αμερικανική ταινία, αλλά το έργο παρουσιάζεται στην Ελλάδα και όσο και αν το θεωρούμε δεδομένο ότι η αγγλική γλώσσα στην εποχή μας είναι πλέον lingua franca, δεν παύει να υπάρχουν πολλοί Έλληνες θεατές που δεν γνωρίζουν σε καλό επίπεδο αυτήν τη γλώσσα. Και δεν είναι υποχρεωμένοι να την γνωρίζουν. Γνωρίζω ότι το έργο παρουσιάζεται στην Αθήνα από την περσινή χρονιά, αλλά ποτέ δεν είναι αργά να διορθωθεί ένα λάθος.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου