Το φαΐ σου, την T.V. σου και άι...

Salvador Dali (Living, Still Life, 1956)

Αν είχες την ατυχία να γεννηθείς σε ένα περιβάλλον που σου μάθανε να ζεις πάντα σκυφτός, τότε απ' όσα είδες και βίωσες μεγαλώνοντας, είμαι σίγουρος πως συνέχισες γινόμενος μοιραία δουλικός. Σάμπως και φοβόσουν από πάντα το φως. Και τώρα, ντρέπεσαι να το παραδεχτείς, μα σε χαροποιούν οι διαταγές. Σε ανακουφίζει να σε προστάζουν, μιας και ξέχασες εδώ και καιρό πώς είναι να σκέφτεσαι και πώς να νιώθεις. Και στο κάτω κάτω, είτε αυτό συμβαίνει, είτε δεν έμαθες ποτέ σου να το κάνεις.
Μα για πόσο θα είσαι η πόρνη των ονείρων τους; Για πόσο θα ηδονίζεσαι να σου χαϊδεύουν το κεφάλι και να κουνάς μια αόρατη ουρά;

Θα σου μιλήσω λοιπόν για την ελευθερία, κι ας είμαι σκλάβος και ο ίδιος. Έχω δει όμως μια ακτίνα απ' το φως της και θέλω να την μοιραστώ μαζί σου.
Ζύγωσε κοντά. Χαλάρωσε λίγο της αλυσίδες που έβαλες ο ίδιος στον εαυτό σου, κι άκου.
Πρώτη φορά που ένιωσα ελευθερία, ήταν όταν έπαψα να φοβάμαι τον εαυτό μου. Συνέβη, κοιτώντας τα μούτρα μου στον καθρέφτη. Με παρατήρησα, βλέποντας στο είδωλό μου έναν ανήμπορο ξένο.
Κι αμέσως αναρωτήθηκα: Πού πήγε άραγε το χαμόγελο; Πού χάθηκε η παιδική σπίθα στα μάτια;
Μίσησα αμέσως την κατάντια μου κι έψαξα να με βρω. Μ' έβρισα με τις χειρότερες λέξεις για να μ' αναστήσω. Καταράστηκα τα «πρέπει» και τ' αντικατέστησα με ατελείωτα «θέλω».
Και τελικώς χρειάστηκε να κλάψω για να εξιλεωθώ, μέχρι που στο βλέμμα μου γεννήθηκε το χαμόγελο που τόσο μου είχε λείψει.
Και τι όμορφη που έγινε τότε η μέρα...

Ένιωσα θαρρείς και πήγα με τα πόδια φτωχός ως τη θάλασσα.
Κι απέμεινα εκεί ως το βράδυ, αφουγκραζόμενος τα κύματα, επιστρέφοντας την νύχτα πλούσιος, κρατώντας το φεγγάρι απ' το χέρι.
Δοκίμασέ το. Κι όσο θα εκπληρώνεις τις εσώτερες ανάγκες σου, θα δεις πως όλα αλλάζουν.
Ο κόσμος μέσα και γύρω σου. Οι άνθρωποι που σ' αγαπούν ακόμη περισσότερο και οι άνθρωποι που σ' απαξιώνουν άλλο τόσο.
Κι αν οι τελευταίοι, σου χαρίζουν μονάχα πληγές, μη δειλιάσεις. Τούτοι σ' έχουν συνηθίσει ζητιάνο. Κι όταν σηκώνεις ξαφνικά το βλέμμα ψηλά, κάτι τρίζει κάτω απ' τα πόδια τους.
Γιατί, ποιος είσαι εσύ που πήρε το βλέμμα απ' το χώμα, όταν γι' αμέτρητα χρόνια αποτυγχάνουν να το πράξουν οι ίδιοι, θεωρώντας συγχρόνως παράταιρο που τους αποδεικνύεις τη γύμνια τους;

Γι' αυτό σου λέω, άνοιξε την ψυχή σου. Ζήσε τη μοίρα σου. Εκφράσου μ' ένα χαμόγελο, με μια κραυγή, με κάτι. Ποτέ όμως με βία. Ποτέ με δίψα για εκδίκηση. Να σέβεσαι, να 'χεις λογική και αν θέλεις ν' ανθίσεις, να μοιράζεσαι. Αυτό σου ζητώ. Με νιώθεις;

Γίνε καλύτερος, ξεκινώντας με πράγματα απλά. Άνοιξε την ντουλάπα σου και δες. Έχεις μαζέψει τόσα ρούχα που πάλιωσαν δίχως να τ' αγγίξεις. Σάπισες κι εσύ, που δεν τα 'δωσες σ' αυτούς που κρυώνουν και τα 'χουν ανάγκη.
Κάπως έτσι συμβαίνει και με τα συναισθήματά σου.
Όσο γι' αυτούς που σε κρίνουν, πάρ' το απόφαση ότι είναι μάταιη η συμπόνια. Αν θες να τους βοηθήσεις, δώσ' τους καλύτερα έναν καθρέφτη για να κοιτιούνται. Θα 'χουν έτσι έναν καλό λόγο να λυπούνται που έκαναν τον κόσμο σαν τα μούτρα τους.
Όσο για σένα, πάρ' το απόφαση πως δε σου πρέπει η μιζέρια.
Ειδάλλως...
Το φαΐ σου, την T.V. σου και άι...

ΥΓ.: Κάθε μικρή εξομολόγηση στο χαρτί, κρύβει μέσα της και μία αφορμή. Έτσι, κι εδώ, τις λέξεις γέννησε η ύπαρξη ενός γκράφιτι. Έγραφε: «Το φαΐ σου, την T.V. σου και άι...». Το συναντούσα καθημερινά σ' έναν τοίχο στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, περνώντας από 'κεί με το λεωφορείο. Και πάντα μου έκανε εντύπωση το νόημά του. Μετά από λίγο καιρό ο τοίχος βάφτηκε και το μήνυμα χάθηκε. Ωστόσο, πρόλαβε και παρέμεινε ανεξίτηλο σε κάποιες περαστικές ψυχές.



Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Salvador Dali (Living, Still Life, 1956)