Γιάννη Σμίχελη
8.
Μπάμπης: Ρε συ Κώστα μόλις έλαβα κλίση απ' τον Πίνο. Δεν πρόλαβα ν' απαντήσω και μου άφησε μήνυμα, με χαιρετά, μου εύχεται καλή τύχη και μου γράφει ότι πάει να ψάξει την Σβετλάνα στην Ιταλία.
Κώστας: Μα καλά, πάλι πίσω στην Ρωσίδα, αυτό το παιδί δεν ξέρει άλλο ποδόγυρο; Και ο ξάδελφος; Δηλαδή φεύγει από τον λύκο για να καταλήξει στα δόντια της αρκούδας; Κάτι δεν μ' αρέσει, κάποιο λάκκο έχει η φάβα. Μήπως έχεις ψιλά; Κέρματα;
Μπάμπης: Πάρε 3 ευρώ.
Κώστας: Πάμε απ' το δημόσιο τηλέφωνο της γωνίας να τον καλέσουμε.
Μπάμπης: Έλα, κάλεσέ τον.
Κώστας: Μα γιατί επιμένεις ρε Μπάμπη; Στην τελική, αυτός σου ξηγήθηκε σκάρτα απ' την αρχή. Άσχετα αν σου το 'παιζε φιλικός κι άνετος, σε έθαβε στον μπάρμπα συνέχεια για να σε σουτάρει και να πάρει αυτός πιο πολλά φράγκα.
Μήτσος: Κώστα θα πάρεις ή θα πάρω;
Κώστας: Καλά, από τον θάλαμο. Πάμε. Όμως δεν σε αντιλαμβάνομαι. Δεν είναι ο κόσμος αγγελικά πλασμένος.Το πνεύμα της χριστιανικής αδελφότητας πιο πολύ στους χριστιανούς δεν κολλάει!
Μπάμπης: Κώστα άσε τις μπουρδολογίες. Πληκτρολόγα το νούμερό του.
Κώστας: Γεια σας, μπορώ να μιλήσω στον Πίνο;
Άγνωστος: Και συ, ποιος είσαι: Ο Ξίνο, ο Λίνο ή ο Στίνο;
Κώστας: Είμαι ο...
Άγνωστος: Άκου φιλαράκο, ξέρω ποιος είσαι και μην ξαναπάρεις. Γκέγκε;
Κώστας: Εεε... γεια.
Μπάμπης: Τι έγινε ρε Κώστα; Τι μούτρα ξινά είναι αυτά;
Κώστας: Να διαγράψεις αμέσως το νούμερο του Πίνο από το κινητό σου, και προπαντός τον ξεχνάς, ή μάλλον δεν τον γνώρισες πότε. Σύμφωνοι;
Μπάμπης: Ρε άσε το δούλεμα.
Κώστας: Μπάμπη του κατηχητικού είσαι παιδάκι μου; Ή μαλακίζεσαι μέχρι θανάτου; Έχεις τ' αφτιά σου βουλωμένα με ζυμάρι ή πας φιρί φιρί να καταλήξεις στον πάτο κάποιου ποταμού;
Μπάμπης: Τι εννοείς ρε;
Κώστας: Καλά είσαι και μεγάλος μπουμπούνας. Θα σου δώσω μια ευκαιρία να γλιτώσεις το τομάρι σου. Αλλά μόνο μία ερώτηση θα σου κάνω και συ βάλε το κουλό σου να δουλέψει. Λοιπόν, είσαι σίγουρος ότι το μήνυμα του Πίνο από το κινητό του σου το έστειλε ο Πίνος;
Μπάμπης: Δηλαδή;
Κώστας: Σκάσε και βάλε το «γεωτρύπανο» σε λειτουργία. Οι κουβέντες τέλος. Από δω και πέρα θα μιλάμε με σφραγισμένα στόματα.
Μπάμπης: Τι μου λες τώρα;
Κώστας: Μπάμπη, σου λέω να καλύψεις τα νώτα σου γιατί σε αυτές τις περιπτώσεις ή την τρως πισώπλατα ή τα κλειστά χείλη φυλάνε τον θησαυρό.
Μπάμπης: Τι;
Κώστας: Τη ζωή σου. Πάμε στο δωμάτιό σου, κουφιοκέφαλο αθώο παρθένο άμυαλο παιδί. Άντε κουνήσου!
Κώστας: Είσαι σίγουρος ότι έγραψε το μήνυμα ο Πίνος;
Μπάμπης: Μα τι λες τώρα; Ποιος να το έγραψε; Και γιατί να το στείλει σε μένα;
Κώστας: Μπάμπη, ποιος είδε τον Πίνο πριν φύγει;
Μπάμπης: Εμείς.
Κώστας: Ποιοι εμείς;
Μπάμπης: Εσύ, εγώ, η γυναίκα σου, ο Βλάσης, ο Στέλιος...
Κώστας: Τσούτσου. Εσύ και γω τον συνοδέψαμε στο ταξί. Οι άλλοι ήταν στο μαγαζί, ο μπάρμπας εξαφανισμένος. Μόνο εσύ κι εγώ είδαμε τις πινακίδες του αυτοκινήτου και τον οδηγό.
Μπάμπης: Πού να θυμάμαι τον αριθμό κυκλοφορίας ρε;
Κώστας: Ακριβώς, ούτε τον οδηγό, ούτε ότι έφυγε με ταξί ο Πίνος.
Μπάμπης: Ε, με τι έφυγε τότε; Πιωμένος είσαι ρε;
Κώστας: Δεν ήρθε καν για να φύγει μπαμπούκο. Δεν τον γνώρισες καν. Ξέρεις αν τον είχε δηλωμένο ο γέρος; Δεν υπήρξε ποτέ Πίνος για σένα και μένα Μπάμπη. Πότε!
Μπάμπης: Κι αν τον έχουν δει κι άλλοι εκτός μαγαζιού, εκεί που γύρναγε;
Κώστας: Αξιότιμε συνάδελφε, γιατί καυγάδισαν γέρος και Πίνος;
Μπάμπης: Για την βαρεμάρα του Πίνου.
Κώστας: Όχι, γαμώτο, όχι. Για το ξεπόρτισμά του. Ο γέρος έβαλε δικούς του να τον παρακολουθούν, οπότε έριξαν σύρμα και έσβησαν τα ίχνη του.
Μπάμπης: Σιγά ρε, ποιοι είναι;
Κώστας: Πάρτα διπλά για να μην σου τα χρωστάω. (Μούτζα με τα δύο χέρια) Ο Πίνος δεν σύχναζε στην εκκλησία, στο δημαρχείο, το μουσείο και την χορωδία, αλλά στα μπουρδέλα, τα κλαμπ με στριπτιτζούδες και στα φρουτάκια.
Μπάμπης: Σε ποια;
Κώστας: Εκτός από πραγματικά πορτοκάλια, μανταρίνια, κεράσια φράουλες κτλ., υπάρχουν και ζωγραφιστά Μπάμπη, εικονικά κι αυτά αν και δεν τρώγονται σε τρώνε, σου ρουφάνε το αίμα, είναι φρούτα βρικόλακες κι άμα λάχει σε θάβουν κιόλας.
Μπάμπης: Ρε Κώστα άσε το δούλεμα. Άκου γιαρμάδες δράκουλες!
Κώστας: Γίνονται και νεκροθάφτες άμα λάχει, σ' αυτοκτονούν στο πι και φι προηγουμένως.
Μπάμπης: Δεν μου τα κάνεις πιο λιανά Κώστα;
Κώστας: Όχι, σου αρκεί μόνο να βάλεις στο φτωχό σου το μυαλό πως όταν σε ρωτήσουν για έναν τύπο ονόματι Πίνο, εσύ θα πεις πως δεν τον γνωρίζεις.
Μπάμπης: Καλά. Δηλαδή να ράψω το στόμα μου.
Κώστας: Πρώτα θα κάνεις delete στο μυαλό σου ό,τι έχει καταχωρηθεί με το όνομα Πίνο. Μετά το στόμα δεν μιλάει γιατί δεν ξέρει. Εξασκήσου στην αμνησία σε παρακαλώ αγαπητέ Μπάμπη.
Μπάμπης: Όλο με κωδικούς και υπονοούμενα μιλάς ρε Κώστα.
Κώστας: Ναι ρε Μπάμπη γιατί όποιος ξέρει τα μισά, τα ξέρει όλα στραβά και κινδυνεύει να βρεθεί με κολιέ βαρύτιμο και συμπαγή στον πάτο λίμνης, ποταμού, ενώ όποιος τα έχει μάθει όλα ταυτόχρονα πάσχει κι από ανίατη αμνησία, αν χρειαστεί κι από άνοια, έκτοτε είναι τυφλός, κουφός, κεκεδίζει ενώ σε έκτακτη ανάγκη του κόβεται κι η γλώσσα.
Μπάμπης: Τι λες ρε;
Κώστας: Για να γλιτώσει τη ζωή του ας είναι η γλώσσα περιττή.
Μπάμπης: Κι αν του ζητήσουν να γράψει;
Κώστας: Τότε του κόβουν τα χέρια.
Μπάμπης: Εεεεεεε;
Κώστας: Μπάμπη δεν σε ξέρω καιρό, μήτε αρκετά καλά ώστε να σου μιλήσω εντελώς ανοιχτά. Επειδή όμως είμαστε μπλεγμένοι στην ίδια υπόθεση κι απειλούμαστε από τον ίδιο λόγο, απαιτείται να συνεννοηθούμε ώστε να μην αλληλοφαγωθούμε ή μας εξαϋλώσουν πρόωρα. Άκου, σώπα, μην ρωτάς κι απλά κατάπιε και χώνεψε ό,τι σου πω. Απειλείται η ζωή και των δύο μας.
Την πρώτη φορά που ο Πίνος εργάσθηκε εδώ συνέβη ένα περιστατικό που μόνο εγώ το ξέρω. Ήταν βράδυ, Σεπτέμβρης μήνας, Κυριακή, την Δευτέρα είχαμε ρεπό. Η κίνηση ήταν πεσμένη. Μπαρμπα-Μήτσος, Βλάσης, Στέλιος και Πίνος πίνουν μπύρες και κουβεντιάζουν. Εγώ κάθομαι στην αυλή, καπνίζω τσιγάρο και πίνω ένα ποτήρι κρασί. Ξαφνικά ακούω φωνές, βρισίδια χοντρά, τα μούτρα του Πίνο μες στα αίματα, τον γέρο να του ουρλιάζει «Έξω από το μαγαζί μου καθίκι, κι αν ρουφιανέψεις θα σε περιλάβουν οι μεγάλες δυνάμεις». Και τον πέταξαν μαζί και οι τρεις έξω. Ο Πίνος κάθισε στη ρίζα της μπροστινής λεύκας, μες στα αίματα, μετά από λίγο πέρασε ένα ασθενοφόρο, τον μάζεψε και ως εκ θαύματος τον είδα ξανά στο μαγαζί με τον γέρο και τους άλλους να πίνουν καφεδάκια, να γελάνε και να κοροϊδεύει ο ένας τον άλλο ακριβώς το επόμενο πρωινό. Ο Πίνος έμεινε για έναν χρόνο, δεν τον ενοχλούσε κανένας, έπαιρνε χοντρό μεροκάματο και εξαφανίσθηκε ένα απόγευμα στέλνοντας μήνυμα στον μπάρμπα πως πάει να βρει την Σβετλάνα του. Μπάμπη, τα υπόλοιπα δεν χρειάζεται να τα ξέρεις, σου λέω μονάχα πως αφού εμείς όλοι δεν ενωνόμαστε να τους αντιμετωπίσουμε θα συνεχίσουν να μας ρουφάνε το αίμα διότι διαθέτουν τη δική τους ιερά συμμαχία με τις ανάλογες μεγάλες δυνάμεις.
Μονόλογος Κώστα:
Το δίκιο με το άδικο
συχνά μαζί κοιμούνται
πλάτη με πλάτη σμίγουνε
χώρια παραμιλούνε
Κάποιοι κινούν τα νήματα
κι άλλοι τ' ακολουθούνε
κάποιοι ορμούν στα κύματα
κι άλλοι απλώς κοιτούνε
Παρακαλώ σε λέοντα
μες στην καρδιά που στέργεις
παρακαλώ και σε λαγέ
που στο μυαλό μου στέκεις
Στο άδικο που θα γενεί
έχω το μερτικό μου
το δίκιο δίπλα να σταθεί
να βρω τον λυτρωμό μου
Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved, 2023
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Giovanni Giacometti (Still life on a chair, 1927)
Το θεατρικό του Γιάννη Σμίχελη Δάφνες του Δαφνιού δημοσιεύθηκε στο koukidaki από τον Αύγουστο του 2023, κάθε Πέμπτη, σε δεκαοχτώ μέρη. Το θεατρικό ξεκινάει από εδώ. Συνεχίζεται εδώ