Δάφνες του Δαφνιού

Γιάννη Σμίχελη

Giovanni Giacometti (Still life on a chair, 1927)

6.


Κώστας: Καλώς ήρθες στους Αναστενάρηδες.
Μπάμπης: Κάρβουνο δεν το λένε το μαγαζί;
Κώστας: Ε, σκέψου λιγάκι.Τ' αφεντικά τ' αποκαλούν στ' αναστενάρη. Για μένα είναι στο Δαφνί των αναστεναγμών.
Μπάμπης: Δηλαδή ξεπερνά το Δρομοκαΐτειο.
Κώστας: Άντε μπράβο, αρχίζεις να μπαίνεις στο νόημα. Εδώ η έννοια της λογικής δεν έχει ορισμό.Το 'πιασες;
Μπάμπης: Οκ. Τα φράγκα μας θα τα παίρνουμε;
Κώστας: Μην είσαι σίγουρος. Εδώ πετάει ο γάιδαρος με άδεια κοιλιά. Γενικά πετάνε διάφορα: υπονοούμενα για νταλαβέρια, χοντράδες στο προσωπικό, μπινελίκια καθέτως κι οριζοντίως, αλλά και σκεύη, μαχαίρια κουτουλουπού κουτουλουπού. Χαραλάμπη, αν θέλεις τα φράγκα σου πρέπει να κλαφτείς, πολύ να κλαφτείς στον γέρο, όχι στη γριά, μήτε στα ακέφαλα κοκοράκια. Γκέγκε; Π.χ. η μανούλα μου έχει λίγα λεφτά και πολλά έξοδα. Παρακαλετό να ρίξεις τέτοιο που στο πάτωμα να πέσεις να σε πληρώνουν κάθε μέρα. Αλλιώς σε βλέπω στο δρόμο να ζητιανεύεις.


Μονόλογος Κώστα:

Απαίτηση και τούτη!
θέλω λέει τη ζωή!
αν δεν πω το παραμύθι
θα με φάν' στο πι και φι
— Πετάει ο γάιδαρος;
— Πετάει
Υποκλινόμαστε;
— Δεν μας αρκεί
Είναι προνόμιο μεγάλο
μία δουλίτσα
με μισθό αντοχής
'Γώ ζήτησα να έχω
θεσούλα βολική
σε ανεκτή ταρίφα
Αποκλείεται μου λένε
απαιτείται συνενοχή
Μόκο; είναι μια αρχή
Μοτέρ στα ποδάρια;
Καλό μα δεν αρκεί
Αν θέλεις το σκατό σου
να μην κάνεις παξιμάδι
θα λερωθείς
Απ' την βρομιά ζούνε
οι άνθρωποι οι γυαλιστεροί
Και οι καθαροί
να ψοφήσουνε της πείνας
Μου 'παν να εννοήσω
αλλά τούτο πέφτει πολλά βαρύ


Μπάμπης: Ρε Κώστα, πλάκα μου κάνεις; Ήρθα συστημένος εδώ.
Κώστας: Σιγά τα ωά. ΑΑΑ, και μια στοιχειώδη ενημέρωση, εδώ ακούνε και οι τοίχοι. Το πιθανότερο στον προθάλαμο, εκεί που καπνίζουμε, είναι κρυμμένο μικρόφωνο ή κάμερα. Να προσέχεις τι θα λες και θα το παίζεις μαλάκας, αλλά να ξέρεις πως δεν φτάνει, θα σου 'ρχονται από 'κεί που δεν το περιμένεις, όταν δεν το περιμένεις, κι από μένα που στο παίζω φίλος, είναι ζήτημα επιβίωσης. Επιπλέον μια μικρούλα λεπτομέρεια που σ' αφορά, έρχεται ο αντικαταστάτης σου.
Μπάμπης: Τι;
Κώστας: Το παρατσούκλι του είναι ο Πίνος, γιατί τα πίνει όλα. Μην φοβάσαι δεν κινδυνεύεις από ένα χαμένο κορμί, αλλά να προσέχεις. Το εννοώ, τα πίνει όλα, οινόπνευμα για πρωινό, νέφτι για μεσημεριανό και το πετρέλαιο το βράδυ.


Μονόλογος Πίνου:

Όλα τα μωρά στην πίστα
Και ουίσκια για φωτιά
Δώσε χείλια πιάνω γάμπα
Γκομενάρα μου γλυκιά
Σπάστα όλα, 'γώ πλερώνω
Δεν μασάω τσαμπουκά
Όποιος πά' να σε πειράξει
Θα τον κάνω μια χαψιά


Πίνος: Έτσι που λες Μπάμπη, τα διέλυσα όλα για αυτή την παλιοπουτάνα. Από την Ρωσία ήρθε, έψαχνε δουλειά και την πήρα στη λάντζα. Η γυναίκα μου δεν έβγαλε κιχ. Η κότα τι να έλεγε, αρκεί που 'πεφταν τα φράγκα. Ώσπου η Σβετλάνα μου σκάει το παραμύθι: «Είμαι έγκυος, θα κρατήσω το παιδί μας και θέλω να παντρευτούμε». Μωρή, της λέω, πας στα καλά σου; Τι θα την κάνω την Λίτσα; Ξέρεις πόση διατροφή θα μου ζητήσει; Δεν με νοιάζει, μ' απαντάει. Θέλω να κάνουμε οικογένεια. Σβετλάνα κόψ' το, δεν γίνεται. Αν δεν γίνεται θα φύγω, μου λέει. Θα πάω Ιταλία που είναι ο ξάδελφός μου. Και το παιδί που κουβαλάς, τι θα το κάνεις; Την ρωτάω. Να μην σε νοιάζει. Μου πέταξε ένα ποτήρι βότκα στα μούτρα. Παπί και ξεφτίλα ταυτόχρονα μες στο στέκι του ο Πίνος. Πα πα πα πα, αχ αχ αχ αχ. Κι έφυγε, πήγε στην Ιταλία, ούτε δύο μέρες δεν μου έδωσε ν' αποφασίσω, έφυγε με τ' αυτοκίνητο που της είχα δωρίσει. Τι μαλακία να το γράψω στ' όνομά της, αν ήταν στο δικό μου θα 'χα δηλώσει κλοπή, θα την εντόπιζαν στο πι και φι και θα την μπουζουργιάζαν. Έτσι θα την μάντρωνα, τόσο όσο χρειαζόταν να ξαποστείλω την Λίτσα με το γάντι. Τίποτα, η Σβετλάνα εδώ και τώρα γάμο αλλιώς αντίο. Α ρε, πώς τι πατάνε οι αισθηματίες! Ξέρεις τι θα πει καψούρα, Μπάμπη, ε; Μίλα ρε, ξέρεις; Τι; Δεν ξέρεις; Καλά, κοίτα εμένα, είμαι ο ορισμός του καψούρη.


Μονόλογος Πίνου:

Τα μάτια σου δύο περιστέρια
Πετούν και τρέχω να τα πιάσω
Είναι κατάμαυρα ρουμπίνια
Αχ πόσο θέλω να τ' αγκαλιάσω
Τρελή καψούρα μου φευγάτη
Δίχως εσένα πια δεν ζω
Άσπρη και μαύρο δεν με πιάνουν
Τις φλέβες θα κόψω να σωθώ


Πίνος: Εγώ ο Πίνος το καμάρι της σούβλας και της νυχτερινής Θεσσαλίας. Έπεσα σε βαθιά κατάθλιψη. Παφα, πούφα, παφα, πουφα όλη μέρα κι όλη νύχτα, με το ποτήρι μου γεμάτο, να το ρουφάω το ποτό σαν να 'μαι κεντρική αποχέτευση και να μην κατεβάζω μπουκιά, έβλεπα παϊδάκια και έκανα εμετό, ποιος εγώ, που στην καθισιά μου ξεκοκάλιζα μια προβατίνα για πλάκα, έχοντας συνοδεία τζατζίκια, τηγανιτές, τυροκαφτερή και βλίτα οπωσδήποτε, πάντα το πράσινο μου έκανε καλό στη χώνεψη, πάντα. Πρώτο φάρμακο γι' αφόδευση. Φυσικά δεν πάταγα στο μαγαζί, ώσπου μου το έκλεισε η εφορία. Αχ, Σβετλάνα με πρόδωσες. Και η Λίτσα με χαντάκωσε, βρήκε την ευκαιρία να τσεπώνει χωρίς να χτυπάει στη μηχανή, είχε μυριστεί πως από μένα το ξύγκι τέλειωνε, άλλωστε τα νυχτοπερπατήματά μου τα 'χε συνηθίσει, οπότε όπως κάθε θηλυκό κοίταξε να γκαβατζώσει και να την κάνει για άλλες «πολιτείες». Τα βρήκε με έναν υπάλληλο του χονδρέμπορά μου, που αυτός ήθελε να εκδικηθεί τ' αφεντικό του γιατί του είχε κλείσει πρώτα το μαγαζί με αθέμιτο ανταγωνισμό –τον κάρφωσε στο υγειονομικό λαδώνοντας ταυτόχρονα έναν υγειονομικάριο ώστε να έχει σίγουρο το κλείσιμο– και μετά τον προσέλαβε ως υπάλληλο γιατί ήξερε τη δουλειά, τράβηξε ύπουλα και την πρώην πελατεία του. Το 'μαθα εγώ  –μου τα σφύριξε όλα ο λαδωμένος ελεγκτής– εμ πώς κύριε, θέλεις να κάνεις τη λαδιά σου, τότε πλήρωσε, μου 'πε ένα βράδυ στο μαγαζί που είχε πιει δυο ποτηράκια παραπάνω, όπως π.χ. ο Τσιπούρας, εμ πώς νομίζεις έκλεισε τον Κοκοβιό και μετά τον προσέλαβε στην επιχείρησή του, ε, πώς, εεε; ΠΩΣ; ΕΓΩ να 'μαι καλά, γι' αυτό σου λέω Πίνο, ό,τι θέλεις από μένα, όσο είμαι φίλος σου είσαι καλυμμένος, μην φοβάσαι τίποτα. Και τα ψιθύρισα όλα ο βλαμμένος στην Λίτσα κι αυτή που νταραβεριζόταν μαζί με το θύμα καθημερινά τον συμπάθησε, τον συμπάθησε πολύ, τον ερωτεύτηκε και του 'σκασε το μυστικό. Όταν λοιπόν ήμουν φτερό στον άνεμο κι αλοιφή στα πατώματα, ο Κοκοβιός προμήθευε τη Λίτσα επί πίστωση στην αρχή και μετά η Λίτσα του 'κοβε δίχρονες επιταγές που 'ταν στο όνομά μου, και ταυτόχρονα χτύπαγε τα μισά. Α, φυσικά ο Κοκοβιός στο τιμολόγιο έβαζε τις μισές προμήθειες, οι άλλες πιστώνονταν στον μαύρο λογαριασμό του Τσιπούρα ο οποίος για την εξόφληση είχε τα Πιραγχάκια, δύο ανιψάκια με ειδικότητα στις λάμες, που επισήμως ήταν εισπράκτορες, την ημέρα, ενώ την νύχτα τους κάλυπτε η μαυρίλα. Με παρατσούκλι οι Αόρατοι. Ώσπου πλακώνουν στο μαγαζί την ημέρα που εξαφανίστηκε η Λίτσα κι εγώ πάνω στη μαστούρα μου και βαθιά χωμένος στην παλαβή καψούρα μου, μα και ψιλοχεσμένος από τον φόβο, τους λέω παιδιά δεν έχω μία πάρτε τα μηχανήματα, άλλωστε το μαγαζί κλείνει, η Λίτσα έφυγε κι εγώ κωλύομαι να εργαστώ. Μου 'παν καλά, τα φόρτωσαν αμέσως σε τριαξονικό και πάπαλα. Είχα μια καβατζούλα μικρή, ώστε να την κάνω για άλλες πολιτείες, μα δεν πρόλαβα μιας και η κλίση της εφορίας ήταν άμεση κι η αντίδρασή της ταχεία. Η Λίτσα δεν είχε καταβάλει το ΦΠΑ για δύο χρόνια, είχε γίνει δικαστήριο, είχα καταδικαστεί ερήμην, η κουφαλίτσα τα είχε κρύψει καλά και δεν ήξερα τίποτα μέχρι που ήρθαν τα όργανα της τάξεως με το ένταλμα της σύλληψης. Δεν με χώσαν μέσα αφού κατέβαλα εγγύηση δύο χιλιάδων και διακανονισμό του χρέους σε δόσεις, εφόσον πρώτα πλήρωσα το μισό, δηλαδή 50 χιλιάρικα. Έτσι είχα μείνει σχεδόν ρέστος. Με ένα δεκάρικο στην τσέπη. Εντούτοις ο μαλάκας έψαχνα την Σβετλάνα, με μεγάλες τύψεις που την είχα εγκαταλείψει, έγκυο γυναίκα κιόλας. Αλώνισα ολόκληρη την Ιταλία, έφτασα μέχρι το τελευταίο χωριό της Αίτνας, μου 'χαν πει πως φρόντιζε τη μάνα ενός Σικελού. Τελικά όταν την βρήκα στο τηλέφωνο μου 'δωσε τον ξάδελφο να μιλήσουμε. «Αν ξαναπάρεις», με ιταλική προφορά να μου μιλάει ο τύπος, «την ίδια στιγμή θα είναι τα χέρια σου κομμένα και τα αρχίδια σου ξηλωμένα, Ήδη ξέρω πού βρίσκεσαι, κατιλαβού;»
Κώστας: Ρε Πίνο, τι ώρα είναι αυτή; Σε λίγο έρχεται ο γέρος.
Πίνος: Κωστάκη, δεν μας χέζεις; Τ' αρχίδια θα μου κλάσει ο μπάρμπας.
Κώστας: Τι 'πες ρε κόπανε; Έχουμε σήμερα 150 άτομα, είναι τρεις το μεσημέρι, γύρος και κρέατα δεν είναι μαριναρισμένα και μας την λες κι από πάνω!


Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved, 2023
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Giovanni Giacometti (Still life on a chair, 1927)
Το θεατρικό του Γιάννη Σμίχελη Δάφνες του Δαφνιού δημοσιεύθηκε στο koukidaki από τον Αύγουστο του 2023, κάθε Πέμπτη, σε δεκαοχτώ μέρη. Το θεατρικό ξεκινάει από εδώ. Συνεχίζεται εδώ.