Γιάννη Σμίχελη
Ένιωθα διαρκώς μια κατάθλιψη
Σαν να μου κάρφωναν μαχαίρια με τα βλέμματα
Δεν ήταν μόνο εντύπωσή μου
Μου το έδειχναν κάποιοι με ξεκάθαρο τρόπο
Όπως η Σοφάρα, η γυναίκα του μπάρμπα μου
Πήγαμε να ευχηθούμε χρόνια πολλά
Στο σπίτι τους για την ονομαστική εορτή του Αντρέα
Κι αυτή μπρος στα μούτρα μου
Δεν υπολόγιζε καν πως ήμουν επτά οκτώ ετών
Περίμενε να φύγουν αυτοί, δείχνοντας με την προβοσκίδα της
Εμένα, εννοώντας φυσικά και την μάνα με τον αδελφό μου
Και μετά θα φάμε όλοι μαζί το ψητό που ετοίμασα
Κακήν κακώς τους σήκωσα και φύγαμε.
Βέβαια από την μεριά του πατέρα μου τα πράγματα
Δεν πήγαιναν καλύτερα.
Σας έβαλα στην περιουσία μου να κοπανάει η θεία
Στον αδελφό της
Το μαγαζί του πατέρα μου να χτυπάει η κουνιάδα της
Σ' αυτό δουλεύετε, άσχετο αν η επιχείρηση είχε δυο έτερους.
Το πρώτο πεδίο καυγάδων που θυμάμαι ήταν το σπίτι στον
Κορυδαλλό
Ο πατέρας μου το έπαιζε μπρούκλης, όταν του έτρεχαν από τα μπατζάκια
Μα επαναστάτης καθώς του άδειαζαν γρήγορα οι τσέπες
Και διεκδικούσε τα δικαιώματα που παραχωρούσε απερίσκεπτα
Ή για να τους ξεφορτωθεί
Έχει όμως ο καιρός γυρίσματα και οι μπίζνες στο Ελλάντα
Είναι όπως οι άνεμοι στο Αιγαίο, πολύ γρήγορα γυρνάνε
Από την άλλη τα πεθερικά του φραγκοφονιάδες
Μες στην κλάψα, δεν έχουμε, δεν ράνουμε
Τόσα στόματα έχω να θρέψω κλαιγόταν ο παππούς ο κουρέας
Μα ενοίκιο από το παιδί σου να ζητάς
Να τον ρωτάει η δεύτερη νοικάρισσά του, είναι σωστό;
Μα βγάζει τόσα ο άντρας της, να μην δώσουν και σε μας
Που το χτίσαμε το ρημάδι;
Βέβαια ο γέρος μόλις εβασίλεψε για τον άλλο κόσμο
Άφησε κάμποσες χρυσές λίρες στον υιό και στην Σοφάρα
Μάρα, σάρα, κουκουνάρα
Βαρύ πυροβολικό η κυρία ραραρα.
Που λέτε σ' αυτό το διώροφο μαζευόνταν να φάνε
Και πριν προλάβουν να τσουγκρίσουν τα ποτήρια
Ο κακός χαμός
Γιατί διεκδικείς μερίδιο αφού αρχικά το αρνήθηκες;
Γιατί έχει δικαίωμα η γυναίκα μου
Άλλα έλεγες στα πεθερικά σου
Ρε αν δεν πέθαινε ο πατέρα σου ξαφνικά, θα το σούφρωνες κι αυτό
Όπως το μαγαζί, τα μετρητά και τις λίρες
Η γυναίκα μου έχει μερίδιο
Να σβουρίζει η τρίχα του θείου, να σηκώνεται κάγκελο εκείνη του πατέρα
Τέλος πάντων να καταλήγουν στη μοιρασιά
Και μετά στο κεφάλαιο για την ανέγερση του τετραώροφου
Κάποια στιγμή έφευγαν τραπέζια, πετάγονταν ποτήρια
Μαύρος χαμός... διάλειμμα μια εβδομάδα
Και δώσε του ξανά από κει που πλακώθηκαν.
Ο πατέρας μου ήταν εργολάβος οικοδόμων
Έκανε μια σούμα, έβγαλε τον λογαριασμό
Ζήτησε τα φράγκα να ξεκινήσει την οικοδομή
Έλα ντε που ο πληθωρισμός έτρεχε στα τέλη του εβδομήντα
Αυξήσεις τιμών, νέες διαπραγματεύσεις, ατέλειωτοι καυγάδες
Πανδαιμόνιο, χριστοπαναγίες, ανεβοκατέβαιναν καντήλια
Σαν να ήταν ο διάκονος σε σκάλα με τον αναπτήρα στο χέρι
Και οι Ταξιάρχες σε διαρκή διένεξη
Ανέβα ο Γαβριήλ κι άναψε, κατέβα ο Μιχαήλ αφού έχεις σβήσει
Τέλος πάντων χτίστηκε η πολυκατοικία
Δίχως βαμμένη πρόσοψη, και άνευ ανελκυστήρα
Έμαθα να κάνω γυμναστική από παιδί σε σκάλες.
Στο μαγαζί ήταν τα ίδια μα κάπως αλλιώτικα
Η κάθοδος της οικογένειας από την Αθήνα
Ήταν αναπόφευκτη
Είχαμε τρελαθεί ν' ακούμε για μπέσα
Που έτρεχε ο γέρος μου
Για τον δείνα συγγενή εξυπηρέτηση
Θέλει κρασί, λάδι δυο ντενεκέδες και τρία βάζα μέλι
Θυμαρίσιο, ίδιο κι απαράλλακτο του κρητικού βουνού γλυκάδι
Να το μαζεύουνε οι μέλισσες από τους θάμνους
Μεθυσμένες και να ζαλίζονται από το ξανθί χρώμα του
Οι Αθηναίοι
Έλα ντε όμως που τα βερεσέδια πήγαιναν τρένο
Να ουρλιάζει η μάνα μου, δεν έχω να πάρω παπούτσια
Και όντως θυμάμαι πως φορούσα τρύπια για κάνα δυο μήνες
Πριν τα καινούργια αγοραστούν
Και τι ντροπή!
Να χάσκουν τα δάκτυλά των ποδιών στον ουρανό
Και να δέονται την ενδυμασία του σύννεφου
Μόνο που δεν παρακάλαγα να ξεκολλήσουν
Για να μείνει μόνη της η τρύπα ορφανή
Έτσι που λέτε, κι αν δεν λέτε δεν πειράζει
Από τις δυτικές συνοικίες, τον Κορυδαλλό
Με τους Ταξιάρχες και τους βαρυποινίτες
Στον Άγιο Νικόλαο και τους νεόπλουτους
Εγώ το έβλεπα σαν Σκύλλα και Χάρυβδη
Ντουέτο καταθλιπτικής λαιμαργίας
Τουτέστιν η εικόνα της Ελλάδας σε δυο στάσεις
Η μια του γύφτου που περνάει και ρωτάει
Παλιοσίδερα, παλιά έπιπλα, όλα τα αγοράζω
Πατάτες, καρπούζια, πεπόνια όλα τα πουλάω
Αγία Βάρβαρα δίπλα και εμπορικό δαιμόνιο φτωχολογιάς
Μεροδούλι μεροφάι και η κομπίνα σίδερο που το κουνούπι
Κατεβάζει απ' το τσερβέλο του και τρελαίνεται
Κι από την άλλη Saint Nicholas, hallo darling
voulez-vous coucher avec moi ce soir
Και να πέφτουν τα χρυσάφια, καδένες, δακτυλίδια
Τρέλα για τον Greek κάμακα
Και οι αλχημείες των περιπτύξεων να χαλάνε την καθαρότητα του έθνους
Υβριδιακοί άνθρωποι πέρα από μια εθνοταυτότητα
Να μια σοβαρή συμβολή κατά στην εθνοκαυλίαση
Την έκανε ο τουρισμός κομματάκια, θρύψαλα
Ψάχνει σήμερα να βρει ο πατριδοκάπηλος χαϊβάνια
Και βρίσκει μπουχέσες
Ρε ποιος θα χύσει το αίμα του για την πατρίδα;
Ποια πατρίδα τον ρωτάνε, τον σπόρο του Μιχαλολιάκου
Το Griechenland ή το Finland;
Πάντα όμως υπάρχουν βλέπετε και τα κωθώνια που
κλουθούνε των κασιδιάρηδων
Αλλά το τι είχα Γιάννη, ό,τι 'χα πάντα
Κι αν ήξεραν την Αντιγόνη του μπακάλη
Την Σοφοκλέους να διαβαίνουν για το Σύνταγμα
Τον Αίαντα για παντόφλα φεριμπότ
Την Ηλέκτρα του μανάβη
Και στον Οιδίποδα τους έμενε το πους
Για να τον κάνουν πους-άπς
Ώστε να φτιάχνουν μούσκουλα
Και να γίνουν μπρατσαράδες του εθνοσωτήρος Κασιδιάρη
Όλα καλά κι όλα ωραία και της πατρίδος η αλλήθωρη κόψη
Περήφανα ξεπουλημένη.
Είναι τυχαίο που ο Κούλης ψάχνει Έλληνες να νιώθουν ετσά
Κι ας ζουν στην Ζιμπάμπουε, το Πεκίνο, την Μαδαγασκάρη
Μόσχα, Istanbul και New York και ξέρουν την Αθηνά σαν
Μπαρ στριπτιζάδικο ή σουβλατζίδικο
Ακολουθεί το σοφό ρητό όποια πέτρα κι αν σηκώσεις
Κι έναν Έλληνα θα βρεις.
Σου λέει ο άλλος είναι τυχαίο που οι Χιλιανοί έκαναν την δικτατορία
Του Πινοσέτ καπάκι με το τέλος εκείνης του Παπαδόπουλου
Όχι βέβαια, είναι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου
Κι ακολουθούν τα ήθη κι έθιμα της μαμάς πατρίδας.
Όταν βέβαια προσπαθείς να εξηγήσεις το γενεαλογικό δέντρο
Του μεγάλου ανδρός
Κι έχει επιτυχώς την εξέταση του Φιλίππου περάσει
Στην Ολυμπιάδα σου κοτσάρει ποια
Της Μόσχας ή της Ατλάντας.
Τέλος πάντων, που λέτε με την θεία μια κατάσταση περίεργη
Σαν το δια αντιπροσώπων πόλεμος του σήμερα
Τ' αδέλφια δήθεν δεμένα και μια οικογένεια
Μα τα κοπέλια να παίζουν ξύλο κάθε λίγο και λιγάκι
Και ν' ακούς που η μάνα μου έδωσε στον πατέρα σου
να μην τον βάλουν φυλακή
Και στην γροθιά απάντηση, ρε αν δεν ήταν να δώσει
Ο μπαμπάς μου την κληρονομιά για προίκα
Δεν θα παντρευόταν η μάνα σου
Και δώσε του κατόπιν κλοτσιές
Κάποια στιγμή εμφανίζονταν οι μητέρες
Έλυναν τον αγώνα παιδικό Catch Wrestling
Καθόμασταν στο τραπέζι να φάμε μακαρόνια σκιουφιχτά
Ομελέτα αγγινάρες, χοχλιούς και μόκο
Σαν να μην τρέχει τίποτα, λες και τα πιτσιρίκια
Ό,τι ξεφουρνίζαν από την οργιώδη φαντασία τους έβγαζαν.
Με το που άνοιξε το μαγαζί και συνεταιρίστηκαν τ' αδέλφια
Τελείωσαν και τα κοινά τσιμπούσια
Άγιο διαλυμένο σόι
Από την μια αδελφός αδελφή να συμφωνούν
Και από την άλλη να βάζουν ο ένας στον άλλο τρικλοποδιές
Τέτοιο βαλς αλληλομαχαιρώματος και ταγκό ρωσικής ρουλέτας
Σφιχταγκαλιασμένα τ' αδέλφια και με τα πιστόλια
Ο ένας στον κρόταφο του αλλουνού να σημαδεύουν
Ούτε του Μπερτολούτσι
Το αίμα νερό δεν γίνεται, αλλά σαν χρήμα μεταφράζεται
Κι όταν παίζει ο παράς τύφλα να 'χει ο φουκαράς
Και η άγια φαμίλια καταντά της κακομοίρας
Και τα φράγκα σκούζουν πνίγουν
Και στον διάολο συγκλίνουν
Πάνε τσιμπούσια, πάνε φιλοξενίες
Μονάχα του πολέμου οι αιτίες
Και σαν τελειώσει το μοίρασμα
Αρχινά νέος γύρος ξεκατίνιασμα
🍃
Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved, 2023
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα Πέτρου Ζουμπουλάκη (Φθινόπωρο, μικτή τεχνική)