Το έργο στοχεύει στη λογική και συναισθηματική ευφυΐα του αναγνώστη, γράφει στην τελευταία αράδα της περίληψης του οπισθόφυλλου και δεν θα μπορούσε κανείς να περιγράψει τον γενικό αντίκτυπο της εμπειρίας καλύτερα με μία φράση. Πρόκειται για το μυθιστόρημα της Κωνσταντίας Σκανδάλου-Κορδολαίμη Της αλός νεύμα, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν, και είναι μία από εκείνες τις φορές που η περίληψη αντικατοπτρίζει επακριβώς το περιεχόμενο, με τόση ταύτιση που δεν γίνεται καλύτερη.
Πρόκειται για την ιστορία δύο ανθρώπων αλλά και για την ιστορία μιας οικογένειας ή δύο οικογενειών αλλά και μία ιστορία μετανάστευσης. Πρόκειται και για μία ιστορία έρωτα, των Αριστείδη και Αλς, που όμως δεν θα έχει την κοινή πορεία που θα θέλαμε. Τέλος, πρόκειται για μία ιστορία συνύπαρξης ανθρώπων διαφορετικών κοινωνικών και πολιτιστικών καταβολών με κεντρικό άξονα τον «ξένο», τον φερτό (όπως γράφει κάπου).
Γίνεται σαφές ότι η θάλασσα έχει έναν κυρίαρχο χαρακτήρα στο βιβλίο, μεταφορικό και κυριολεκτικό. Η θάλασσα χωρίζει τους ανθρώπους, τις οικογένειες. Η θάλασσα τους ενώνει. Η θάλασσα τούς παίρνει τα όνειρα, τους έρωτες, τις επιθυμίες αλλά και τους δίνει. Είναι και η ηρωίδα, η Αλς, μια άλλη «θάλασσα» κι εκείνη με τις δικές τις νηνεμίες και φουρτούνες. Όλα αφορούν τη θάλασσα, όλα περιστρέφονται γύρω από τη θάλασσα ή μέσα σε αυτή –με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Η ιστορία δεν προσδιορίζεται χρονικά, δηλαδή απουσιάζει το χρονικό πλαίσιο, καθώς το θέμα είναι διαχρονικό, η συνθήκη απαντάται σε πολλές στιγμές της Ιστορίας, συνεχώς κι αδιάκοπα, ενώ ο πόνος και η συναισθηματική φόρτιση είναι πανανθρώπινα στοιχεία πέρα από συγκεκριμένες εποχές. Όμως και σε άλλα επίπεδα το περιεχόμενο είναι λίγο ή περισσότερο απροσδιόριστο (βλέπε την πρώτη φράση του σημειώματος) όμως ενσυναισθηματικό.
Το μυθιστόρημα είναι ανθρώπινο, γραμμένο από την αγάπη για τον άνθρωπο (συνάνθρωπο) και φέρει έναν κοινωνικό αντίκτυπο, που ισχύει αέναα. Είναι νοσταλγικό και ηθογραφικό· δύο υφές που κυριαρχούν ακόμα και ανάμεσα στις σειρές, με κεντρικό του πυλώνα την ξενιτιά και τη φτώχεια. Φαίνεται πως η ξενιτιά και η φτώχεια είναι αχώριστο δίδυμο –κανένας πλούσιος δεν εγκατέλειψε τον τόπο του από ανάγκη, μόνο από γούστο– όμως, πίσω από το προφανές, υπάρχει και η άλλη η φτώχεια, η συναισθηματική, που αφορά τους λεγόμενους άκαρδους, ψυχρούς ανθρώπους, δηλαδή υπάρχει και η μεταφορική χροιά της φτώχειας για εκείνους που υπολείπονται καρδιάς ή ψυχής.
Η συγγραφέας είναι συμπονετική για τους ήρωές της, λες και δομεί ιστορίες μόνο για τους καλούς... λες και τους άλλους, τους κακούς ή αρνητικούς ήρωες, τους αφήνει απ' έξω, τους αγνοεί σαν να μην την ενδιαφέρουν ώστε να τους αναλύσει, να τους μάθει ή να τους καταλάβει... κι έτσι ένα πέπλο γλυκύτητας απλώνεται γύρω από κάθε κεφάλαιο.
Επιπλέον, περνά μηνύματα. Διάφορες σοφιστίες, εδώ κι εκεί, εμπλουτίζουν το κείμενο γόνιμα.
Η έχθρα [...] γυρίζει μπούμερανγκ. Η κατανόηση είναι το πρώτο βήμα.Από τις δυσκολίες βγαίνουμε πιο δυνατοί, πιο προσεκτικοί, πιο αποφασιστικοί και πιο δραστήριοι...
Είναι εμφανές πως ξυπνά το συναίσθημα ή και το γεννά μαζί. Εκείνο που δεν είναι εμφανές και πρέπει να υπογραμμιστεί είναι ότι αποτελεί ένα ουσιαστικό ανάγνωσμα πλημμυρισμένο από γήινους χαρακτήρες και έντονες στιγμές.
Αλς, θάλασσα, πέλαγος, γέφυρα των λαών!
Τόσο όμορφο! Τόσο αισθαντικό, παλλόμενο, ζωντανό ψυχογράφημα σαν καρδιογράφημα συναισθημάτων. Και το καλύτερο; Δεν αποσκοπεί στη διδασκαλία, τον διδακτισμό αλλά στην αφύπνιση. Και δη στη συλλογική αφύπνιση που είναι ακόμα πιο μεγάλο πράγμα.
Ξένοι είμαστε όλοι στη ζωή! [...] Άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο.
Αποκτείστε το, βυθιστείτε στον κόσμο του (όπως στη θάλασσα) και αφήστε την κυρία Σκανδάλου-Κορδολαίμη να σας οδηγήσει στα μονοπάτια της. Η εμπειρία θα σας ανταμείψει και θα αφήσει ίζημα μέσα σας ώστε να το σκέφτεστε αυτό το πόνημα καιρό μετά την ανάγνωση.