Αν υπήρχε βραβείο επίπονης θεατρικής ερμηνείας τότε αυτός ο ρόλος θα το διεκδικούσε επάξια. Αν υπήρχε μέτρο κοπιαστικότερου έργου τότε πολύ πιθανόν αυτός ο μονόλογος να λάμβανε το μέγιστο. Κι άμα υπήρχε αναλογία μεταξύ δυσκολίας και λιτότητας (όχι απλότητας) τότε αυτή η παράσταση θα είχε τα πρωτεία.
Αναφέρομαι στην νέα παράσταση του Χρήστου Λιακόπουλου Προμηθέας Εσταυρωμένος (πολλοί θυμούνται το Αυτοκράτωρ Αδριανός και τον απόηχο που άφησε μετά την τετραετή της θεατρική πορεία) η οποία θα παίζεται από τις 7 Οκτωβρίου 2023 στο θέατρο Αλκμήνη όμως ήδη έχει δώσει «στίγμα» στο θεατρικό πεδίο, αφού η «μαγεία» που ζήσαμε την περασμένη σεζόν, η αύρα, το συναίσθημα, η φόρτιση και οι «χρωματισμοί» έχουν ήδη αναφερθεί πολλάκις από αξιόλογους αρθρογράφους και κριτικούς θεάτρου –όπως και τα άλλα δομικά υλικά της παράστασης, δηλαδή η αισθαντική μουσική επένδυση, τα χορογραφημένα μέρη, οι εσωτερικές εντάσεις, ο διδακτικός χαρακτήρας κ.ο.κ.
Εκείνο που δεν έχει αναδειχτεί σχεδόν καθόλου είναι η αντικειμενική δυσκολία του ρόλου όπως αυτός έχει παραστασιοποιηθεί στην εν λόγω σκηνή. Και είναι πολύ ενδιαφέρον να καταπιαστεί κανείς, δεδομένης της ιδιαιτερότητας που έχει αυτή η παράσταση, δηλαδή να πρέπει ο ηθοποιός να παραμείνει εντελώς ακίνητος για μεγάλο χρονικό διάστημα ενώ οι εικόνες, το συναίσθημα κι η αφήγηση «τρέχουν» ζωντανεύοντας τον μύθο και μεταφέροντας όλη την ατμόσφαιρα. Επίσης, είναι πολύτιμο να σημειωθεί το πώς ένας άνθρωπος τόσο αδρανής, με κινησιολογικά κριτήρια, καταφέρνει να γοητεύει το κοινό κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του ως το τελευταίο δευτερόλεπτο. Πώς μπορεί να διοχετεύσει στην πλατεία τον πόνο, την τυραννία, το συναίσθημα, την εσωτερική πάλη, τις σκέψεις και τις εικόνες που «ανοίγονται» μπροστά στους θεατές χωρίς κανένα εξωτερικό βοήθημα. Πώς δομεί όλο τον τιτάνιο αγώνα, στιγμή τη στιγμή, με «όπλο» τη φωνή του...
Δεν θα το αναλύσω. Αυτό καθένας πρέπει να το ανακαλύπτει μόνος του κατά τη θεατρική πράξη, δηλαδή τη στιγμή της παράστασης, την ώρα που βρίσκεται μέσα στην αίθουσα και βιώνει την εμπειρία. Ωστόσο, έχει μεγάλο ενδιαφέρον να μας μιλήσει ο ίδιος ο δημιουργός, που μάλιστα συγκεντρώνει και τις τρεις ιδιότητες: του συγγραφέα, του σκηνοθέτη και του ερμηνευτή. Κι επειδή, είναι λογικό, καθένας από αυτούς τους τρεις «τύπους» να σκέφτεται αλλιώς ή και να λειτουργεί αυτόνομα, σκέφτηκα κι εγώ να τον ρωτήσω ξέχωρα. Κι αφού όλα ξεκινούν από τη συγγραφή –χωρίς έργο δεν έχεις θέατρο– πρώτα απαντά ο Χρήστος Λιακόπουλος ως συγγραφέας, μετά ως σκηνοθέτης και τέλος ως ηθοποιός.
Ποιο ήταν το έναυσμα; Τι σας ώθησε στη συγγραφική διεργασία;
Χρήστος Λιακόπουλος: Όταν αποφάσισα να ξεκινήσω μία προσωπική πορεία στο θέατρο, κάνοντας παραστάσεις στις οποίες θα είχα εγώ την ευθύνη, προσπάθησα να βρω κάποιο έργο με ένα ή δύο άτομα που να με ενθουσιάσει. Δεν μπόρεσα να βρω κάτι που να με γοητεύσει κι έτσι αποφάσισα να γράψω κάτι εγώ. Είχα ήδη κάνει μια απόπειρα να γράψω έναν μονόλογο στη σχολή, που μας είχε ζητηθεί από έναν καθηγητή μας, και τα αποτελέσματα ήταν ιδιαιτέρως ενθαρρυντικά. Έτσι ξεκίνησα, εμπνεόμενος από ένα ιστορικό μυθιστόρημα και έγραψα τον πρώτο μου θεατρικό μονόλογο. Στη δεύτερη συγγραφική μου απόπειρα, για τον τωρινό θεατρικό μονόλογο «Προμηθέας Εσταυρωμένος», ανακάλυψα και επιβεβαίωσα αυτό που όλοι ξέρουμε, πως αν κανείς καταπιαστεί με κάτι με σοβαρότητα και αφοσίωση, τα αποτελέσματα θα είναι όλο και καλύτερα.
Γιατί επιλέξατε αυτόν τον ήρωα;
Χ.Λ.: Μετά την πρώτη μου παράσταση «Αυτοκράτωρ Αδριανός» ένιωθα το βάρος μεγάλο στους ώμους μου. Θεωρούσα πως η επόμενη παράστασή μου έπρεπε να είναι τουλάχιστον το ίδιο αν όχι περισσότερο ενδιαφέρουσα. Προσπαθώντας να βρω το θέμα-πρόσωπο με το οποίο θα ασχοληθώ ήρθε στον νου μου ο μύθος του Προμηθέα. Άρχισα να διαβάζω γι' αυτόν κι έτσι ενθουσιάστηκα, από το μέγεθος και τη δράση του, και γεννήθηκε μέσα μου η βεβαιότητα ότι ο Προμηθέας ήταν ο ήρωας που θα επιχειρούσα να ενσαρκώσω επί σκηνής.
Όταν γράφετε, σκέφτεστε και ως σκηνοθέτης και ως ηθοποιός ή η συγγραφική εργασία είναι αυτόνομη κι αποκομμένη από κάθε άλλη;
Χ.Λ.: Και ο συγγραφέας και ο σκηνοθέτης και ο ηθοποιός σε συνεργασία με τη μουσική επιλογή επικοινωνούν και συνεργάζονται καθ' όλη τη διάρκεια της δημιουργίας του έργου. Υπάρχει άμεση αλληλεπίδραση, επικοινωνία και συνεισφορά μεταξύ τους. Ο ένας δίνει «πάσες» στον άλλον, η δράση προωθείται προς την «αντίπαλη εστία» και στο τέλος μπαίνει το «γκολ».
Υπάρχουν άλλα έργα ή ήρωες για τους οποίους θα θέλατε να γράψετε;
Χ.Λ.: Αυτή τη στιγμή έχω έναν κατά νου, που με συναρπάζει από παλιά, επειδή όμως ενδέχεται ν' αποτελέσει τον επόμενο ήρωα που θα ενσαρκώσω επί σκηνής προτιμώ να μην τον αποκαλύψω ακόμα.
Θα γράφατε άλλο είδος εκτός από θέατρο ή για κάποιον άλλον;
Χ.Λ.: Ναι, ασφαλώς και θα έγραφα –διάφορα με τριγυρίζουν ήδη– όμως η βασική προϋπόθεση, για ό,τι κι αν αποφασίσω κάθε φορά να γράψω, είναι να μ' ενθουσιάσει. Να νιώθω ότι πυροδοτούμαι, γεμίζω με ενέργεια και σαν εύφορο χωράφι είμαι έτοιμος ν' αποδώσω καρπούς.
Ποιος είναι ο απώτερος σκοπός/στόχος σας ως προς την σκηνοθετική προσέγγιση του έργου;
Χ.Λ.: Θεωρώ ότι απώτερος σκοπός κάθε σκηνοθετικής ματιάς είναι να γίνει απόλυτα κατανοητό το έργο και τα μηνύματα που αυτό μεταφέρει στους θεατές. Στην περίπτωση του «Προμηθέα Εσταυρωμένου», οι δύο κεντρικοί πυλώνες είναι: ο συνεχής αγώνας του ανθρώπου για ελευθερία και η μέγιστη εκδήλωση ανειδιοτελούς αγάπης που οδηγεί ως την αυτοθυσία.
Ποιες οι προκλήσεις που είχατε ν' αντιμετωπίσετε και πώς ξεπεράστηκαν;
Χ.Λ.: Η μέγιστη πρόκληση θεωρώ ενός θεατρικού έργου και ακόμη περισσότερο ενός μονολόγου –εκτός βέβαια από τη μεταφορά σημαντικών μηνυμάτων όπως προανέφερα– είναι να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή αμείωτο. Άλλες δυσκολίες ήταν να μπορέσω να σκηνοθετήσω τον εαυτό μου ενώ δεν τον βλέπω στη σκηνή (με όλους τους κινδύνους και τις παγίδες που αυτό επιφέρει) και πώς θα παραστασιοποιήσω έναν Θεό, τον Τιτάνα Προμηθέα, και το μαρτύριό του. Ξεπεράστηκαν με ατέλειωτη δουλειά, βαθιά σκέψη, επίμονη προσπάθεια και επίπονη δοκιμή, απόρριψη όσων δεν κάνουν και κατάληξη στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα.
Η σκηνοθετική ματιά ωριμάζει στην πορεία της παράστασης ή αποτελεί μία «κλειδωμένη» νόρμα στον χρόνο; Με άλλα λόγια, αναθεωρείτε τις αποφάσεις σας και επαναπροσδιορίζετε τις επιλογές σας;
Χ.Λ.: Για μένα που έχω την «τύχη» να έχω την τριπλή ιδιότητα, να είμαι ο συγγραφέας, ο σκηνοθέτης και ο ενσαρκωτής του Προμηθέα και να παρατηρώ κάθε παράσταση από «μέσα», ασφαλώς και συνεχώς προσπαθώ να εξελίσσω και να βελτιώνω τα στοιχεία αυτής. Κανένα αποτέλεσμα ανθρώπινης δράσης δεν μπορεί να είναι τέλειο οπότε όλα επιδέχονται συνεχή βελτίωση.
Θα σας ενδιέφερε να σκηνοθετήσετε άλλους ηθοποιούς, θεατρικές ομάδες, θιάσους και με ποιες προϋποθέσεις;
Χ.Λ.: Θα με ενδιέφερε, φτάνει να με ενθουσίαζε το συγκεκριμένο έργο και με τους υπόλοιπους συντελεστές της παράστασης να είχαμε κοινή θέαση και τρόπο αντιμετώπισης των πραγμάτων.
Υπάρχει κάποιο έργο το οποίο θα θέλατε να σκηνοθετήσετε ή υπάρχει κάποιο έργο το οποίο –κατά τη γνώμη σας– δεν έχει αποδοθεί σκηνοθετικά ακόμα όπως θα του ταίριαζε;
Χ.Λ.: Θα μπορούσα ν' αποπειραθώ να σκηνοθετήσω όλα τα έργα που μιλάνε μέσα μου, διεγείρουν το ενδιαφέρον μου και με πυροδοτούν να δράσω. Κατά τη γνώμη μου όποιο έργο δεν γίνεται σαφές στον κόσμο και δεν γίνονται πλήρως κατανοητά τα μηνύματα που αυτό μεταφέρει χρίζει «επαναδιαπραγμάτευσης».
Ποιες οι προκλήσεις που είχατε ν' αντιμετωπίσετε στο να βρείτε τον ρόλο και πώς ξεπεράστηκαν;
Χ.Λ.: Και πάλι θα πω: το πώς ενσαρκώνεις και φέρεις επί σκηνής έναν Θεό-Τιτάνα και το μαρτύριό του. Και όλο αυτό να γίνει απολύτως πειστικό, εντυπωσιακό, θελκτικό στον θεατή και να προκαλεί δέος. Χρειάστηκαν απειράριθμες πρόβες-δοκιμές, μεγάλο ψυχικό, σωματικό και ενεργειακό κόστος και έναν «παρατηρητή» που επόπτευε και προσπαθούσε να ξεδιαλέγει και να βρίσκει κάθε φορά το καλύτερο.
Πράγματι, διαβάζουμε ότι χρειάστηκαν έτη προετοιμασίας και προβών για το ανέβασμα. Ποιοι ήταν οι λόγοι που απαιτούσαν τόσο χρόνο;
Χ.Λ.: Όσο περισσότερο δουλεύεται κάτι τόσο καλύτερο γίνεται. Ειδικότερα όταν οι απαιτήσεις και οι δυσκολίες του είναι μεγάλες. Δεν θα επιχειρούσα ποτέ να δείξω στο κοινό κάτι το οποίο δε θα θεωρούσα ότι είναι από ένα επίπεδο ετοιμότητας και πάνω. Δεν κάνω κάτι όταν δεν με ιντριγκάρει, δεν έχω dead lines, δεν πιέζομαι από εξωτερικούς παράγοντες οπότε παρουσιάζω κάτι όταν θεωρήσω ότι αξίζει να ξεκινήσει να παρουσιάζεται.
Ποιες οι δυσκολίες που αντιμετωπίζετε όταν ερμηνεύετε επί σκηνής τον «Προμηθέα Εσταυρωμένο»;
Χ.Λ.: Απαιτείται μεγάλη σωματική, ψυχική και διανοητική εγρήγορση και κατάθεση. Οπότε, δύο ή τρεις μέρες πριν προετοιμάζομαι για τη βραδιά της παράστασης. Τα συναισθήματα είναι μεγάλα άρα και η παρουσίασή τους επί σκηνής απαιτεί μεγάλη εσωτερική ένταση και μέγεθος, άρα όλο το σύστημά μου ως οντότητα δουλεύει στα όριά του. Αισθάνομαι σαν ένα μαχητικό υπερηχητικό αεροπλάνο σε αερομαχία. Κάθε δευτερόλεπτο είναι κρίσιμο και απαιτούνται συνεχείς ελιγμοί. Κάτι που κάνει ακόμα πιο δύσκολα τα πράγματα είναι η επί σαράντα λεπτά πλήρης ακινησία μου με τα χέρια στη θέση του σταυρώματος. Μετά τα πρώτα δεκαπέντε με είκοσι λεπτά, κι ενώ είμαι κάθιδρος και στάζω, το σώμα μου μουδιάζει, δεν νιώθω τα χέρια μου, δεν νιώθω τα πόδια μου, δεν είμαι σίγουρος πια πού πατάω, ζαλίζομαι και έχω φτάσει αρκετές φορές στα όρια του να νιώθω πως θα λιποθυμήσω και θα πέσω από το βάθρο στο οποίο είμαι ανεβασμένος. Ειδικότερα στο φινάλε, που η ένταση φτάνει στο αποκορύφωμά της, τα πράγματα είναι ακόμα πιο επίφοβα. Η ζάλη κορυφώνεται, με κυριεύει μία σκοτοδίνη και χρειάζομαι κάποια δευτερόλεπτα, που φαντάζουν αιώνας, για να μπορέσω να συνεχίσω ώστε η κορύφωση της έντασης να φτάσει στο τέλος της. Ακόμα και μετά την παράσταση, κι ενώ συνομιλώ με τους θεατές, η ένταση και ο απόηχος της ζάλης υπάρχουν ακόμα, ξεθυμαίνουν πολύ αργά και το βράδυ δεν κατορθώνω να κοιμηθώ.
Χ.Λ.: Αυτή τη στιγμή αισθάνομαι πως δεν θα άλλαζα τίποτα από τη διαδρομή της πορείας αυτής.