Βρισκόμαστε στην Ελλάδα του '60, κόσμος ταξιδεύει με μία αμαξοστοιχία για βόρεια και η ξαφνική της βλάβη θα ταράξει τα λιμνάζοντα νερά του τόπου μα και των ανθρώπων του. Η βλάβη πρέπει άμεσα να διορθωθεί γιατί βρισκόμαστε μια ανάσα από τις εκδηλώσεις της 25ης Μαρτίου, που επιβάλλεται να εορταστούν μεγαλοπρεπώς και χωρίς την ύπαρξη προβλημάτων.
Δυστυχώς όμως στην αποβάθρα, αφότου ο κόσμος έχει τακτοποιηθεί στα φιλόξενα σπίτια των κατοίκων, ανακαλύπτεται η ύπαρξη μιας παρατημένης καφέ βαλίτσας. Κάποιος την άφησε οικειοθελώς ή κάποιος την ξέχασε; Κι αν την ξέχασε γιατί δεν επέστρεψε να την πάρει;
Οι εργάτες δουλεύουν πυρετωδώς επάνω στη βλάβη και ο σταθμάρχης με συνεργό τον πρόεδρο του χωριού προσπαθεί να βρει την καλύτερη δυνατή λύση για να κλείσει το θέμα της βαλίτσας, χωρίς ευτράπελα.
Σε μια χώρα που προσπαθεί να βρει τα πατήματά της, με τους άρχοντές της να πασχίζουν στην ωραιοποίηση των πάντων, μέσα από το βιβλίο θα ζήσουμε μια περιπετειώδη ιστορία. Θα διαβάσουμε για το σχέδιο εξιχνίασης του ύποπτου κατόχου της μοναχικής βαλίτσας με τη «σύμφωνη» γνώμη του εργοδηγού, του παπά και του δασκάλου –μη βλέπετε τώρα, παλιότερα η γνώμη τόσο του παπά όσο και του δασκάλου είχε μεγάλο κύρος–, για ένα μικρό τρανζιστοράκι, για μια γυναίκα που πρέπει να δεχτεί να γίνει συνεργός και που στο παρελθόν είχε γίνει βορά ανάμεσα σε δύο ανδρικά στρατόπεδα και για το σαρδόνιο χαμόγελο του γλοιώδη προέδρου, που κακώς προβαίνω σε χαρακτηρισμούς σχετικά με τους χαρακτήρες των ηρώων, γιατί ίσως όταν φτάσουμε την ανάγνωση στο τέλος, να έχουμε αλλάξει πολλά από τα αρχικά μας πλάνα.
Το σατανικό σχέδιο που μπαίνει σε εφαρμογή και είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα κάποιων, το πηγάδι που χάνει την ιδιότητά του, η μπετονιέρα που αγκομαχά σε έναν κακοτράχαλο δρόμο και οι επιβάτες που επιτέλους επιβιβάζονται στην αμαξοστοιχία και παίρνουν τον δρόμο της αναχώρησης, είναι κομμάτια του παζλ της ιστορίας μας· μιας ιστορίας που ακόμη έχει πολλά να δώσει.
Ποιος ξεστομίζει τη φράση «να μη σε ξαναδώ στα μάτια μου»;
Ποιον βοηθάει ο ξαφνικός θάνατος μιας γιαγιάς;
Είναι τελικά ο Παντελής ο κάτοχος της μοναχικής βαλίτσας;
Γιατί φοβούνται να ανοίξουν τη βαλίτσα;
Πώς ξέρουν ότι το περιεχόμενό της θα προκαλέσει μεγαλύτερα προβλήματα στον «φιλήσυχο» αυτόν τόπο;
Η ανθρωπιά που κρύβουν μέσα τους οι φιλόξενοι Κατερίνα και Γιώργος, μια μεγάλη αγκαλιά γεμάτη αγάπη, σεβασμό, κατανόηση, ειλικρίνεια, στοργή και γενναιότητα, ένας νέος που πληρώνει με το μυαλό του τις ιδέες του, η Ιουλία που επιστρέφει μετά από χρόνια γιατί το έχει πραγματικά ανάγκη και το λίγο λάδι στο καντήλι ενός μνήματος που δε χωρά δάκρυα, θα κλείσουν την αυλαία της ιστορίας με συναισθήματα ανάμεικτα για τον αναγνώστη.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που πολέμησαν για μια ιδέα. Δεν είναι λίγοι αυτοί που την υπερασπίστηκαν με το όποιο κόστος και ποτέ δεν μετάνιωσαν. Άλλοι πάλι κλείστηκαν σε απάνεμα λιμάνια και ένιωσαν ασφαλείς χωρίς να νιώθουν την ανάγκη να βγουν και να προγκήξουν τα εσώψυχά τους. Κανέναν δεν λιθοβολούμε. Όλοι έκαναν αυτό που πραγματικά πίστευαν. Το θέμα είναι εκείνοι να είναι ικανοποιημένοι με τις επιλογές τους και εν κατακλείδι να είναι ευτυχισμένοι με τη ζωή τους. Είναι όμως;
Η ανάγνωση του βιβλίου, δίνει τις δικές της απαντήσεις…
Ο Δημήτρης Φιλελές γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Σπούδασε Κοινωνικές Επιστήμες και Παιδαγωγικά. Θήτευσε ως δάσκαλος στη δημόσια εκπαίδευση. Είναι µέλος της Π.Ε.Λ. και του PEN Greece.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πηγή.
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου