Εσείς πόσα γνωρίζετε για την Τζουμαγιά; Ας μην κρυβόμαστε, ελάχιστα ως καθόλου είναι η απάντηση κι ενώ για την Μικρασιατική Καταστροφή, για παράδειγμα, ή για τον Α' και Β' Παγκόσμιο Πόλεμο έχουμε διαβάσει πάρα πολλές μυθοπλασίες και ιστορικές καταγραφές οπότε έχουμε επαρκή εικόνα, κι ενώ πολλές φορές θα ακούσεις στα λογοτεχνικά πηγαδάκια φράσεις όπως: «Δεν μπορώ άλλη μία ιστορία για την Πόλη, τη Σμύρνη ή την Κατοχή» λόγω της πληθώρας βιβλίων που σχετίζονται με τις μεγάλες αυτές ιστορικές στιγμές... παρ' όλα αυτά υπάρχουν κι άλλα συμβάντα μέσα στην παγκόσμια ιστορία –αλλά και ειδικότερα στην ελληνική– που δεν έχουν απασχολήσει τόσο τους συγγραφείς. Ο ξεριζωμός της Τζουμαγιάς είναι ένα τέτοιο συμβάν όμως ορίστε που η κυρία Φανή Κεχαγιά έγραψε ένα μυθιστόρημα βασισμένο στα γεγονότα εκείνης της εποχής, την Ομηρία, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Έξη.
Η συγγραφέας του Ήθελα μόνο να με αγαπήσεις (κυκλοφόρησε στις ίδιες εκδόσεις) γράφει ένα ιδιαιτέρως φορτισμένο πόνημα, βαθιά συναισθηματικό που ζωντανεύει όλη την ατμόσφαιρα, ανάγλυφα τη συνθήκη, ένεκα της καλής αφηγηματικής δυνότητάς της σε συνδυασμό με τη μεταδοτικότητα της πένας της.
Θα λέγαμε ότι (παρ-)ακολουθούμε την Αννού, ήδη δύο φορές ξεριζωμένη στην αρχή της ιστορίας: την πρώτη για να ακολουθήσει τον μεγάλο έρωτά της, τον Τούρκο Φουρκάν, και τη δεύτερη από το Καβακλί όπου είχαν εγκατασταθεί με τον καλό της. Η Αννού θα πάρει τον δρόμο του «καραβανιού» των ξεριζωμένων συμπατριωτών της, αφού τον Σεπτέμβριο του 1916, ο Βούλγαρος διοικητής των Σερρών τους έδωσε δύο ώρες για να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, χωρίς να ξέρει πού θα καταλήξει, πού ή πώς θα συνεχίσει η ζωή από 'δώ και πέρα ούτε καν αν αυτός ο ξεριζωμός θα είναι ο τελευταίος. Εντέλει, εκείνη και οι άλλοι Τζουμαγιώτες θα είναι ελεύθεροι να επιστρέψουν στον τόπο τους δύο χρόνια μετά, με τη συνθηκολόγηση των Βουλγάρων, όμως η Τζουμαγιά δεν θα υπάρχει πια.
Μια πολύ δυνατή αρχή –μια εικόνα άκρατης βίας που δεν θα ήθελα να μεταφέρω εδώ– εισάγει τον αναγνώστη στην ιστορία και προϊδεάζει για όσα ακολουθήσουν. Η ντοπιολαλιά και το τοπικό ιδίωμα κυριαρχούν σε όλη την έκταση δίνοντας το απαραίτητο ηχόχρωμα στα τεκταινόμενα και πιστότητα στα γραφόμενα. Διάφορες, παράλληλες ιστορίες ανθρώπων παρουσιάζονται στις σελίδες, γεμάτες από έντονες εικόνες και στιγμές, που όλες μαζί εμπλουτίζουν το βιβλίο και συνθέτουν τις επιπτώσεις του κοινωνικοπολιτικού πλαισίου και του ξεριζωμού. Το δυνατό συναίσθημα είναι ένα στοιχείο που διατρέχει όλη την έκταση, η τραγικότητα και η δραματοποίηση επίσης –ως οφείλουν– και οι σκληρές, τυραννικές αποφάσεις ή πράξεις συγκλονίζουν ακόμα και τον λιγότερο ευσυγκίνητο.
Έλληνες και Τουρκαλάδες και Γιούφτοι και Σέρβοι κι όλοι οι άνθρωποι στη γης, άμα ξεσπιτωθούν, μόνο με το πετσί τ' ανθρωπινό ξεμένουν κι άλλο ντύμα δεν έχουν και μήτε κι όνομα έχουν μήτε χρώμα.Οι Βούλγαροι το φτιασίδωναν κάτω απ' τη λέξη «όμηρος» κι έλεγαν την Οδύσσειά τους ομηρία...
Κερδίζει η αφηγηματική νόρμα του βιβλίου καθώς είναι γραμμένο σαν μαρτυρία, έχει παλμό· ακολουθεί θα λέγαμε τον σφυγμό των ηρώων και την ηθογραφική χροιά. Πρόκειται για συγκινητικό, άκρως φορτισμένο, υπέροχο μυθιστόρημα που πραγματεύεται μία αξιόλογη ιστόρηση και μία κάπως αφημένη στην άκρη στιγμή της ιστορίας.
Να το βρείτε τούτο το βιβλίο για όλους τους παραπάνω λόγους μα κυρίως επειδή δεν θα σας απογοητεύσει με τετριμμένα στοιχεία, παρά θα σας σαγηνεύσει με τις εικόνες και το συναίσθημά του· πίσω από τις αράδες επειδή η γυναίκα είναι σκαλωμένη στη ζωή, όχι στον θάνατο.
Μεγάλο ναι!