Γιάννη Σμίχελη
Με κουπιά την οργή
Που δεν γυρίζει πίσω
Να μην γίνει επιδρομή
Φύγε, φύγε, φεύγω
Όσο πιο μακριά τόσο πιο καλά
Μια σιωπή με ένα απείθαρχο
Ουρλιαχτό
Ένας διαρκής αλαλαγμός
Και το ένστικτο το φονικό
Το αίμα σαν της λάβας το θεριό
Η ιαχή της διαφυγής
Φύγε, φύγε, αν μείνεις θα εγκλιματίσεις
Θα καταστραφείς
Και φεύγω σαν τη φωνή
Καθώς αποδρά από ξεψυχισμένο κορμί.
Πάψτε πια, κατακάθια της απανθρωπιάς
Ως ποτέ το χρώμα θα στραγγίζεται
Από τα σώματα
Το ψέμα έχει πολλά ποδάρια
Αλλά μια λεπίδα
Και η παραχάραξη θα χαράξει
Πάνω σας την αιώνια ακύρωση
Ένας οχετός πλάνης δεν σας σώζει
Από την παραίσθηση
Έστω κι αν σφαγιάσετε όλη την ανθρωπιά
Ένας μύκητας αλήθειας αρκεί να σας
Αφανίσει
Φωνή βοώντος εν τη ερήμω
Μέχρι τα κρύσταλλα τ' ουρανού
Να πέσουν στα κεφάλια σας
ΤΟΜΑΡΙΑ
Ανατριχίλα ένα όνειρο στα πέπλα του μυστηρίου
Σαλεύει σαν βαρκούλα στην λίμνη του παράλογου
Άκουσε αγάπη μου τον φλοίσβο των λέξεων
Στις ακτές της γαλήνης
Εσύ μ' οδηγείς ακόμη κι όταν με ξεχνάς
Ένας δρόμος π' ανοίγει η αιώνια διάχυσή μας
Στην ουσία της αλήθειας του αναπότρεπτου
Μια μηδαμινότητα μ' αντοχή κοσμογονική
Στην ελάχιστη ύπαρξη του φωτός της ζωής
Σαν υφάδι του σύμπαντος
Κανένας θεός δεν έχει τα κότσια
Να συγκρατήσει την έννοιά του δίχως πίστη
Εσύ δεν την χρειάζεσαι γιατί είσαι το εμείς
Στο όλο, ατόφιο σμίξιμο λαχταράς ποίησης.
Όσα λένε οι δεσμώτες είναι μπούρδες
Μιλάνε με τα γκλομπ στα κεφάλια της συνείδησης
Γιατί δεν έχουν μυαλό
Παρά μια μασέλα σε ρυθμό σπασμωδικής αδηφαγίας
Του κτήνους μιας καταδικασμένης φύσης
Σε κολατσιό ενός δεινοσαύρου
Πεθαίνοντας στην Ελλάδα σαν το αδέσποτο σκυλί
Κάτω από τις ρόδες της αυθαιρεσίας ενός μπάτσου
Λες κι είσαι μια χαρτοσακούλα λιγδιασμένη
Από τα σάπια λαχανικά
Μαζεμένα απ' τον σκουπιδοτενεκέ της λαϊκής αγοράς
Στην νύχτα, λόγω ντροπής, να μην σε δει κανείς
Πεθαίνοντας στην Ελλάδα σαν μια εξάλειψη
Διαφυγή από τους κλοιούς της αδηφαγίας της τοκογλυφίας
Χώνεις στις τσέπες σου τα χέρια, ψάχνεις και ξαναψάχνεις
Μήπως και ξετρυπώσεις ένα δίευρω να ξεγελαστείς
Μ' ένα κολογαμημένο τσιγάρο που καίγεται στο μισό λεπτό
Από μια μονοκοπανιάς ρουφηξιά σωτήριου θανάτου
Και να ψελλίζεις ευτυχώς δεν θα πάρω άλλον στο λαιμό μου
Λίγο πριν περάσει ο συρμός του ηλεκτρικού
στο Μοναστηράκι καρφώνοντας την Ακρόπολη με το τελευταίο
Αιώνιο βλέμμα
Πεθαίνοντας στην Ελλάδα τρυπώντας φλέβες
Εσύ από τοξικό να γίνεις ξωτικό
Παρείσακτο μικρόβιο στον κόσμο των σαπισμένων νομομαθών
Δραπετεύεις από ένα σώμα που ανήκει στο δάνειο
Στους φόρους, στην πείνα, στον αυτοεξευτελισμό σου
Μια ζωή ένα τρέκλισμα ανάμεσα σ' αστραφτερές μπέμπες
Και λιμοκοντόρους ολκής στις αρένες των κερδοσκόπων
Πεθαίνοντας στην Ελλάδα πουλώντας το χρεοκοπημένο κορμί
Ενέχυρο σε τραπεζική οφειλή
Δεσμευμένος ο λογαριασμός των συναισθημάτων
από τον αετονύχη νταβατζή
Τον αόρατο γαμιά της ατίθασης ψυχής
Η ευκολία στο δρόμο του θανάτου
Τ' ανοιχτά πόδια στα αμέτρητα τσουτσούνια
Των χυδαίων ζωικών κενών.
Τι να ξεχάσω; Ούτε καν να το φανταστώ
Κλείνω τα μάτια και σαν τον σκηνοθέτη
Την κάθε σκηνή σε ένα απλό περιστατικό
Απ' όλες τις οπτικές γωνιές της ενοχής μου
Την παρατηρώ
Αν και άθεος, κουβαλώ τον σταυρό μου
Οικειοθελώς και προκαταβολικώς
Και πριν καν μου επιβληθεί η ποινή
Ήδη τον έχω στήσει, έχω σκαρφαλώσει απάνω του
Δένω πρώτα τους αστραγάλους, χιαστή με συρματόσχοινο
Και μετά καρφώνω τις παλάμες με το σφυρί
Της εμμονής
Του γαμημένου μυαλού μου δεν του ξεφεύγει τίποτα
Έχει μετατρέψει τον ύπνο μου σ' αίθουσα προβολής
Και οι ταινίες της καθημερινής ζωής
Γίνονται τα μαστίγια των παθών μου
Η λήθη για μένα είναι ανύπαρκτη
Και η αλήθεια της συνείδησης το μαγικό ραβδί
Όσες διαστάσεις έχει το θηλυκό
Αλλά τόσα και τα μάγια των αναμνήσεων
Είμαι ένας κεραυνόπληκτος της μνήμης
Κινούμενη στήλη άλατος που με χαρά
Κατευθύνεται στη θαλάσσια διάχυση.
Και η πιο γλυκιά μου τυραννία
Άδετος, ατόφιος κι ακαταμάχητος
Στην ροή των τραγουδιών
Ανυπεράσπιστος κυλάνε παντού
Σαν υδάτινα φίδια με κυκλώνουν
Αφήνομαι στη θηλιά τους
Με πνίγουν στους στίχους τους
Γίνομαι η τροφή τους και η χώνεψη
Μια αργή γλυκιά πορεία αφανισμού μου
Τα δυναμώνω και ενώ χάνομαι
Γεννιέμαι από τις παύσεις της μελωδικής
Τους ύπνωσης
Σε κυματάκια ενός άγνωστου ρευστού.
Μια κηλίδα γεννήθηκα ατίθασο αίμα
Στυφό κρασί
Με φαντασία στα όρια του σαλεμένου
Η ονειροπόληση μόνη πραγματικότητα
Και την υπερβολή αντί της αυτοκτονίας μου
Μια κηλίδα υγρής Χίμαιρας
Με παρθένα τοπία, ακαταμάχητους έρωτες
Ανίκητους εραστές και την κατάθλιψη παρούσα πάντα
στο κάθε εφικτό
Απόγονος του ακραίου
Μια ηφαιστειακή λάβα στον βυθό του ωκεανού
Σε στιγμή έξαρσης
Και κατόπιν αιώνια ανάμνηση
Στην παγερή σκοτεινιά του υγρού στοιχείου
Ένας πολύτιμος λίθος στο αχνό φως της θλίψης
Κοιτάς εκεί που δεν είμαι!
Προσπαθώ να μάθω τον τρόπο σου
Σε παρακαλώ με λόγια σιωπής
Ποια η πόρτα του σκοταδιού σου
Ακίνητος και ζωντανός
Την ανάσα σου ν' αναπνέω
Παντού βρίσκω το πρόσωπό σου
Χύνονται τα μαλλιά σου στον άνεμο
Και χάνονται οι σκέψεις.
Τα συναισθήματα ζητούν
Φιλιά στη σάρκα να γίνουν.
Μυρίζω τον λόγο σου
Η πλάση ανθίζει
Τους στίχους της γαλήνης.
Δεν σου κρύβω τίποτα
Η γύμνια είναι το πιο ωραίο ρούχο μου
Όσο πιο ψηλά οι αισθήσεις
Τόσο πιο ταπεινός γίνομαι
Το μόνο σχέδιο
Αυτό που δεν υπάρχει
Έχει νόημα μια στιγμή
Η αρχή της έκρηξης
Η διάχυση της άγνωστης επιθυμίας
Ο πόθος να βρει ταυτότητα
Σε ταιριαστό κορμί
Οι λάσπες με τις ήττες
Ορίζουν το πλάνο
Σε πάει το σώμα στο εργαστήρι
Των δοκιμών
Ναι σε θέλω
Όχι ως μνήμη, τι να κάνω την
Φωτιά της ανάμνησης
Αφού με πνίγει με τον καπνό της
Μα ως τώρα στο κάθε 'δώ
Μιας ασίγαστης διάρκειας
Σε αχαλίνωτη στιγμή
Εκεί που η λίμπιντο
Δραπετεύει από κάθε λογική
Και δίνει κουτάβια
Όσα κουβάρια έχεις
Σε σχεδιάζουν καθώς ξετυλίγονται
Έχεις μόνο δικαίωμα επιλογής
Στις λεπτομέρειες
Ο ορίζοντας δεν ορίζει
Όσο προχωράς μετατοπίζεται
Και πάντα κρύβει για ν' αποκαλύπτεσαι
Ό,τι άγνωστο συναντάς σε προσδιορίζει
Με την προσέγγισή σου
Αν μπορούσα να είχα τα χείλη σου
Στα χείλια μου θα γνώριζα
Το ακαταλόγιστο της γιορτής
Με παραδίδω στη λογική σου
Σπασμένο, πληγωμένο και διψασμένο
Μάτια μου όποιος χτυπά τον αέρα
Δικαιούται τις αδέσποτες μπουνιές
Μέχρι να καταρρεύσει
Τι άλλο να ζητήσω από το έξαλλο θεό μου
Παρά την έκκληση της ευσπλαχνίας
Σου
Να χωράω ολόκληρος σαν σπασμένο βάζο
Ξελογιασμένο ρόδο, χυμένο νερό
Σε πόσες περγαμηνές σου θα ταιριάξεις
Τους αναστεναγμούς, το παραμιλητό
Τ' αυτόχειρα όνειρα και μια κραυγή
Κοιτίδας θεριού άγνωστης ταυτότητας
Δεν με ξέρω, με βλέπω θολό,
Και μόνο κίνητρο η απόγνωση
Γράφω ποιήματα για να μην αυτοκτονήσω
Είμαι ένας χείμαρρος όχι από καύλα
Μα του ανθρώπινου οχετού
Λύματα μιας κατάχρησης
Των φόβων σε φονικά όπλα ποταπών δολοπλόκων
Ποιο χιούμορ, ένας ακατάπαυστος σαρκασμός
Μπινελίκια της αυτοκοροϊδίας έχουν την τιμητική τους
Στο θέατρο του χαμερπούς
Σφαίρες, από παντού πυρά
Κι εγώ στη μέση σαν θείο δώρο καταδίκης
Πέρα από την χυδαιότητα.
Ένας άδικος θάνατος λυτρωτικός
Τι απομένει μπρος στην αυτοκτονική ονείρωξη;
Φυγή, αγαπημένη μου
Ο σχεδιασμός άχρηστος μπρος στα τερτίπια
Του πανικού
Και γίνεται χειρότερα καθώς μαύρος ουρανός
Μέσα μου δαιμονίζεται
Αν μεταμορφωνόμουν σε διάολος
Θα 'μουν κατά συρροήν δολοφόνος μολυσμένων ονείρων
Μια ξεκούρδιστη λατέρνα σαματατζής στις
Φιλήσυχες γειτονιές των σαπισμένων πολιτών.
🍇
Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved, 2023
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο Κώστα Ευαγγελάτου (Οδύνη ξεριζωμού, 1922)
Το κείμενο αποτελεί μέρος της ποιητικής συλλογής του Γιάννη Σμίχελη, Πέρα παραπέρα, που δημοσιεύεται στο koukidaki.gr τμηματικά, κάθε Τετάρτη, από τις 2 Αυγούστου του 2023