Γιάννη Σμίχελη
Δεν ξέρω.
Δεν έχει νόημα
Ούτως ή άλλως αχώριστοι είμαστε
Αφού με όρισες συνειδητά κι ασυνείδητα
Με όλες τις ορμές και το μεδούλι του είναι
Απόγονό σου.
Οπότε ας σου ευχηθούν καλό κατευόδιο
Όλοι εκείνοι που αποτέλεσαν τον στενό κι ευρύ κύκλο της ζωής σου
Άλλωστε μ' αυτούς είχες ανοικτούς λογαριασμούς
Που τους έκλεινες με τον ένα ή το άλλο τρόπο
Πάντα θεατρικά και με ευτυχές τέλος
Ακριβώς ό,τι εγώ δεν άντεχα
Ή μήτε και μπορούσα να πετύχω.
Από πού να ξεκινήσω και πού να καταλήξω
Δεν έχει αρχή, μέση και τέλος
Ήσουν πάντα ένα
Με τρόπο ιδιαίτερα οικείο, υποκριτικά αποτελεσματικό
Σαν να είχες τον αυτόματο πιλότο μέχρι που έπρεπε να πάρεις το τιμόνι στο χέρι
Για τους απαραίτητους ελιγμούς
Και ήσουν «μανούλα» στους τελευταίους
Μ' εκείνο το γελάκι, σας την έσκασα πάλι,
Κάπως στο όσα πάνε κι όσα 'ρθούνε
Μα πάντα στα δικαιώματα με τους χίλιους τρόπους νταλαβέρια
Αλλά και ντουπεκί στα ζόρικα γιατί
Μπορούν να φεύγουν οι σφαίρες απ' το
Ακαθόριστο του υπονοούμενου.
Καλώς να 'ρθείτε να πιείτε και να φάτε
Χορό και στου Θεού τον τζέρτζελο
Αλλά πάντα καλύτερα τ' αμίλητα και τα μιλημένα σε καλό δρόμο.
Όταν έπαιζες το παλαμάκι κι έσκαγες το χαμόγελο της έναρξης
Και η παράσταση μ' όλα τα καλά λόγια τις λαϊκές ευγένειες, τα κεράσματα
Μα και το μάτι να παίζει μέχρι που φτάνει ο υπαινιγμός, η υποψία.
Ευτυχώς που ήσουν αυθεντικός χωριάτης και μου έμαθες να κοροϊδεύω τις αξιοπρέπειες
Γιατί αν είναι να βουτήξεις το δαχτύλι στο μέλι
Τότε να το πας μέχρι να κολυμπήσεις στο γεμάτο βάζο.
Άλλωστε η θάλασσα σε φόβιζε από τότε που βούτηξες σ' αυτήν
με το ποδήλατο δίχως φρένα και
Σ' έσωσαν κάτι ψαράδες μιας κι ήσουν άσχετος με το κολύμπι. Δεν μπορώ να πω πως βούταγες μεταφορικά στα ρηχά
Είχες κάνει τα μακροβούτια της ζωής
Και βίωσες τον κίνδυνο
Αλλά δεν γίνεται να υποδύεσαι το κατσίκι
Σε λυκοπαρέα
Κι αυτό το κατάλαβες εγκαίρως ώστε
Να κανείς τα σητειακά όρη
Θεραπευτήριο ψυχής.
Πράγματι ήσουν άνθρωπος γερής κράσης
Πότης, οδηγός ατρόμητος, γλεντζές και μερακλής.
Εσύ μ' έμαθες να σοφάρω μεθυσμένος, παντός καιρού κι ετοιμοπόλεμος στις μπαμπεσιές
Μου δίδαξες τον τρόπο να σηκώνομαι σε κάθε πέσιμο
Ήσουν ο μόνος που με αφουγκράστηκε
Αλλά δεν μπορούσες να δεις μέχρι πέρα
Δεν σου καταλογίζω ευθύνη
Ό,τι διορθώνεται μαθαίνεται με τα λάθη του
Και τ' ανεπίστρεπτα δεν σηκώνουν μεμψιμοιρίες.
Κάποτε που αντιλήφθηκες πως με τρικλοπόδιαζες από τις φοβίες και τον προστατευτισμό σου
Γύρισες και μου πες «μην εξομολογείσαι τα σχέδιά σου.
Κάνε ό,τι θέλεις δίχως να μου λες κουβέντα.»
Μεγάλη κουβέντα αυτή, λίγο πριν διαγνωσθεί η άνοια.
Έζησες μέχρι εκεί που άντεχες
και πέτυχες αυτό που σκόπευες
με τους οικογενειακούς όρους
που δεν αποδεχόμουν.
Είσαι ο τελευταίος πάτερ φαμίλιας του σογιού
με τον τρόπο που κέρδισες το στοίχημα της ζωής
μα σου στέρησε τα ευχάριστα γεράματα.
Ακόμη κι όταν το έπαιζες σκληρός
όλοι καταλάβαιναν πως απλώς εκρήγνυται η εξάντλησή σου,
χαράς το κουράγιο σου που τους εκουλάντρισες όλους αυτούς τους συγγενείς
Ήσουν η πιο αρχοντικά χωριάτικη σοφή ψυχή με δεξιόστροφο μυαλό κι αριστερόστροφη καρδιά.
Δεν σου δίνω άδικο για την απολίτικη στρατηγική της πολιτικής των
φιλόξενων αποστάσεων,
αφού ταβερνιάρης ήσουν με πατέντα,
μόνο που δεν είναι και λύση.
Καταλάβαινες αυτό που εννοούσα
νόμιζες πως βιαζόμουν
μα κοιτά τώρα από κει που βρίσκεσαι
Τι χάλι αφήνεις και πόσο χειρότερα θα γίνει.
Ξέρω πως μαζί σου επικαιροποιώ την
επικοινωνία μου με την άλλη πλευρά της ζωής
Είχες εξαρχής το κοκαλάκι της νυχτερίδας
και γλίστραγες από τις κακοτοπιές σαν αιλουροειδές κρι-κρί.
Προσπαθούσες να με μεταμορφώσεις σε γατοαίγαγρο.
Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν ρουφάω πια το γλυκάδι από τα κόκαλα όπως εσύ
ούτε καν αγγίζω κρέας
και επέκτεινα την ακτίνα δράσης μου σ' όλη την Ευρώπη
Ενώ εσύ υποδεχόσουν και τάιζες Ευρωπαίους στην έδρα σου
στο μαγαζί σου
στον Ίτανο,
την προέκταση του εαυτού σου
εκεί που χωρούσες ολόκληρος και κέρναγες
τον ιδρώτα σου ως κρασί, τσικουδιά μ' αγριαγκινάρες, χοχλιούς και ντολμαδάκια κουκιά και σουπιές στο μάραθο
Θεέ μου ποσά γλέντια και γιορτές κάναμε μαζί
Άπειρα
Έχω χάσει τον λογαριασμό.
Κι ήσουν πάντα εκεί να μαγειρέψεις, χορέψεις, γλεντήσεις μαζί μας
Πάντα.
Με το φορτηγάκι να μας μαζεύεις και ξανά να μας μοιράζεις στα σπίτια
μεθυσμένα από τα δικά σου πιοτά.
Όλα τα παιδιά ήξεραν πως αν ένας γονιός
θα μπορούσε να μας συνοδέψει σε κάθε
παλαβομάρα αυτός ήσουν εσύ πατέρα
εσύ που παιδί, έφηβος και διαρκώς υποψιασμένος παιχνιδιάρης
συμμετείχες σε όλα μας τα γλεντοκόπια.
Τώρα λοιπόν θα υποκριθείς τον νεκρό
Όλοι θα σε κοιτάζουν στο φέρετρό σου
Θα το παίζουν σοβαροί και τεθλιμμένες κότες
Ενώ εσύ ψόφιος κοριός θα γελάς από μέσα σου
Αυτή την φορά πιο δυνατά από κάθε άλλη
Δεν καταλαβαίνουν αυτοί Γιάννη θα μου λες
Μην προσπαθείς να τους αλλάξεις μυαλά
Αυτοί νομίζουν πως πέθανα και θα γλιτώσουν από μένα
Τόσο τους κόβει
Μην δίνεις και πολλή πολλή σημασία
Τράβα τον δρόμο σου εσύ
Τον σκοπό σου παιδί μου
Τράβα και πήγαινε και να προσεχείς
Αυτά μου λες από τον τάφο
Και γελάω πατέρα, γελάω
Σ' αγαπώ
🍇
Copyright © Γιάννης Σμίχελης All rights reserved, 2023
Πρώτη δημοσίευση
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο Γιώργου Αναστασιάδη (Μικρό γαλάζιο, 2023)